Η απόφαση εξαίρεσης της ΕΚΤ από το PSI και ο τρόπος με τον οποίο έγινε είναι αμφιλεγόμενα, διότι στο «κούρεμα» μιας σειράς ομολόγων δεν μπορεί να γίνονται διακρίσεις ανάλογα με τον κάτοχο.

Πρόσφατα το Eurogroup ενέκρινε να αρχίσει εκ νέου η επιστροφή των κερδών στην Ελλάδα από τα ελληνικά ομόλογα στην κατοχή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την ιστορία του πώς απέκτησε η ΕΚΤ αυτά τα ομόλογα, γιατί δεν συμπεριλήφθηκαν στο PSI και πώς η χώρα μας έχασε δισεκατομμύρια ευρώ από τη μη επιστροφή των σχετικών κερδών χάρη στις «ηρωικές» διαπραγματεύσεις του 2015.

Τον Μάιο του 2010 και μεσούσης της κρίσης χρέους στην Ελλάδα αλλά και στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, η ΕΚΤ πήρε την απόφαση να αγοράσει στη δευτερογενή αγορά ομόλογα των υπό πίεση κρατών. Στις 10 Μαΐου 2010 ανακοίνωσε ένα νέο «εργαλείο-πρόγραμμα» αγοράς κρατικών ομολόγων που ονομάστηκε Securities Markets Program (SMP). Εως τότε η ΕΚΤ είχε αρνηθεί την απευθείας αγορά κρατικών ομολόγων, επικαλούμενη το άρθρο 123.1 της Συνθήκης που εμποδίζει την απευθείας χρηματοδότηση μελών-κρατών. Πολλά δε μέλη της ΕΚΤ, με σημαντικότερο τον Γερμανό Γιούργκεν Σταρκ, ήταν αντίθετα με αυτό το πρόγραμμα (στη συνέχεια ο Σταρκ παραιτήθηκε γι’ αυτόν τον λόγο). Η μαγική λέξη στο άρθρο 123.1 είναι το «απευθείας αγορά». Αν δηλαδή η ΕΚΤ δεν αγόραζε τα ομόλογα απευθείας από τον εκδότη (Ελληνική Δημοκρατία) στην πρωτογενή αγορά αλλά στη δευτερογενή αγορά, τότε δεν θα παραβίαζε το γράμμα του νόμου (παρά μόνο το πνεύμα).

Συνολικά αγοράστηκαν περίπου 250 δισ. ομολόγων, εκ των οποίων τα 43,3 δισ. ήταν ελληνικά ομόλογα. Την ίδια εποχή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης αλλά και ευρωπαϊκοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, αγόρασαν ελληνικά ομόλογα αξίας 13,3 δισ. για επενδυτικούς σκοπούς, που δεν ήταν μέρος του SMP. Αυτά τα ομόλογα είναι τα ANFA.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζ.Κ. Τρισέ τον Μάρτιο του 2011 προσπάθησε να πουλήσει τα ομόλογα του SMP στον νεοϊδρυθέντα EFSF. Οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου επιχειρείται η πρώτη συμφωνία απομείωσης του ελληνικού χρέους – σε εθελοντική βάση, ώστε να μη συμμετάσχει η ΕΚΤ. Το σχέδιο γρήγορα εγκαταλείπεται ως ανεπαρκές για τις ανάγκες της Ελλάδας και οδηγούμαστε στο PSI, με την αναδρομική εισαγωγή ρητρών συλλογικής δράσης.

Η ΕΚΤ αρνήθηκε να συμμετάσχει με το πρόσχημα ότι τα ομόλογα αυτά αγοράστηκαν στο πλαίσιο άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Αυτά τα 43,3 δισ. του προγράμματος SMP, τα οποία αγόρασε σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από την ονομαστική τους αξία, τα πληρώνουμε έκτοτε στο ακέραιο.

Ομως εξαιρέθηκαν και τα 13,3 δισ. ομολόγων που είχαν αγοράσει οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Αυτά τα ομόλογα δεν είχαν αγοραστεί για νομισματικούς λόγους αλλά για επενδυτικούς. Δεν υπήρχε συνεπώς καν το πρόσχημα για να εξαιρεθούν.

Η απόφαση της εξαίρεσης και ο τρόπος με τον οποίο έγινε είναι αμφιλεγόμενα, διότι στο «κούρεμα» μιας σειράς ομολόγων δεν μπορεί να γίνονται διακρίσεις ανάλογα με τον κάτοχο. Για να ξεπεραστεί η δυσκολία αυτή, τον Φεβρουάριο του 2012 η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε νέα ομόλογα ύψους 56,6 δισ. με νέους κωδικούς (ISIN) και τα αντάλλαξε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητος με αυτά που διακρατούσε η ΕΚΤ, η ΕΤΕπ και οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης. Η ανταλλαγή δεν έγινε στην αγοραστική αξία, αλλά στην ονομαστική.

Αν αυτή η συναλλαγή γινόταν από οποιαδήποτε τράπεζα θα ήταν παράνομη, διότι παραβιάζει τους κανόνες περί συμμόρφωσης, εσωτερικής πληροφόρησης και δίκαιης αγοράς. Οι λεπτομέρειες αυτές δεν φαίνεται να απασχόλησαν την ΕΚΤ.

Τα επιχειρήματα της ΕΚΤ για την αποχή της από το PSI συνοψίζονται ως εξής:

Η ΕΚΤ δεν μπορεί να υποστεί ζημίες διότι αυτό θα ήταν έμμεση χρηματοδότηση χώρας-μέλους (άρθρο 123.1).

Τα ομόλογα αγοράστηκαν βάσει ενός νέου νομισματικού εργαλείου.

Θα πληγεί η αξιοπιστία της ΕΚΤ αν καταγράψει μεγάλες ζημίες στο χαρτοφυλάκιο των ομολόγων.

Τα παραπάνω προσχηματικά επιχειρήματα κατέπεσαν όταν ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε το πρόγραμμα OMT (Outright Monetary Transactions) και ξεκαθάρισε πως τα ομόλογα αυτά δεν θα έχουν ξεχωριστό καθεστώς από τα υπόλοιπα και ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να υποστεί ζημίες.

Ομως περιέργως διευκρίνισε πως δεν θα ισχύσει το ίδιο για τα ομόλογα του SMP.

Επιπλέον, όταν η ΕΚΤ αγόραζε τα ελληνικά ομόλογα ενεργούσε σαν ισότιμο μέλος στη δευτερογενή αγορά και συναλλάχθηκε με όρους δευτερογενούς αγοράς. Αυτό σημαίνει πως είναι επενδυτής και όχι πιστωτής του ελληνικού Δημοσίου. Η διάκριση είναι σημαντική διότι απαγορεύεται από την ιδρυτική συνθήκη της ΕΚΤ να είναι πιστωτής. Αν δεχθούμε λοιπόν πως είναι επενδυτής τότε έχουμε μια παγκόσμια πρωτοτυπία –και ίσως παρατυπία– που πρέπει να ελεγχθεί: διαχωρίζονται ομόλογα ανάλογα με την ιδιότητα του αγοραστή. Σημειώνεται ότι τα συνολικά κεφάλαια μαζί με το αποθεματικό της ΕΚΤ ήταν τότε 95 δισ. ευρώ, άρα η τράπεζα θα μπορούσε εύκολα να απορροφήσει το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων.

Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να εγείρει το ζήτημα της αναδιάρθρωσης ή και του «κουρέματος» των ομολόγων που διακρατεί η ΕΚΤ ή ακόμα και αναδρομική επιστροφή. Εξ όσων γνωρίζω δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο αίτημα ή συζήτηση.

Αντ’ αυτού, στο Eurogroup του Φεβρουαρίου 2012 αποφασίστηκε η επιστροφή των κερδών από το πρόγραμμα SMP και επιπροσθέτως των ANFA στην Ελλάδα μέχρι το 2020. Η απόφαση επαναλήφθηκε και στο Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 (με εξαίρεση τις χώρες που ήταν σε μνημόνιο, δηλαδή Πορτογαλία και Ιρλανδία). Οι τόκοι των ετών 2010 και 2011 δυστυχώς δεν συμπεριλήφθηκαν στις επιστροφές και έτσι χάθηκαν αρκετά χρήματα. Τα κέρδη ήταν συνάρτηση της τιμής αγοράς και των ετήσιων τόκων (βλέπε Πίνακα). Η εκτίμηση είναι πως τα περισσότερα από αυτά τα ομόλογα είχαν αγοραστεί γύρω στο 85%-90% της ονομαστικής τους αξίας. Οι συνολικοί τόκοι από το 2012 έως το 2037 για τα ομόλογα ANFA είναι 3,2 δισ. ενώ για τα SMP 9,5 δισ. Αν δε υποθέσουμε πως η μέση τιμή αγοράς ήταν περίπου 90% της ονομαστικής, τότε πρέπει να προσθέσουμε άλλα 5,6 δισ. ευρώ επιστροφών.

Σημειώνεται επίσης ότι είχε αποφασιστεί η αναχρηματοδότηση 5,6 δισ. από τα ομόλογα ANFA, που όμως δεν έγινε ποτέ. Ο Ντράγκι σε επιστολή του τον Ιανουάριο του 2014 προς τον ευρωβουλευτή Ν. Χουντή αναφέρει πως η αναχρηματοδότηση προσκρούει στο άρθρο 123 της συνθήκης του Μάαστριχτ, που απαγορεύει τη χρηματοδότηση χωρών-μελών, και επισημαίνει πως οι εθνικές τράπεζες είναι ανεξάρτητες και ως εκ τούτου η απόφαση του Eurogroup δεν ισχύει για τα ομόλογα ANFA. Το ίδιο επιχείρημα προέβαλε και ο Κλάους Ρέγκλινγκ σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» τον Δεκέμβριο του 2014.

Το πρόγραμμα επιστροφής άρχισε το 2012 αλλά οι επιστροφές του 2014 δεν έγιναν επειδή δεν έκλεισε η αξιολόγηση. Τα χρήματα κατετέθησαν σε ειδικό λογαριασμό αλλά δεν εκταμιεύτηκαν. Το πρόγραμμα επιστροφής σταμάτησε το 2015 επί Βαρουφάκη, με αποτέλεσμα να χαθούν δύο χρόνια επιστροφών (2015-2016). Η ζημία εκτιμάται στα 2,4- 3,3 δισ. ευρώ.

Η απόφαση να ξεκινήσουν ξανά οι επιστροφές ελήφθη μόλις τον Μάιο του 2017. Οι τόκοι των ομολόγων SMP και ANFA για τα έτη 2012-2016 υπολογίζονται σε 9,3 δισ. ενώ τα κέρδη από την αγορά τους σε τιμή χαμηλότερη από την ονομαστική αξία ενδέχεται να είναι περίπου 4 δισ.

Από αυτά, μέχρι πρόσφατα είχαν επιστραφεί περίπου 4,3 δισ.

Η κυβέρνηση αξίζει να απαιτήσει τα έσοδα από τα χαμένα χρόνια 2015-16, ίσως και της περιόδου 2010-11. Πρέπει επίσης να θέσει το ζήτημα «κουρέματος» τουλάχιστον των ομολόγων ANFA, που κακώς εξαιρέθηκαν από το PSI.

* Ο κ. Ανδρέας Κούτρας είναι τραπεζικό στέλεχος.

kathimerini.gr