To κυπριακό καφενείο «Βαρώσι» στο Palmers Green, στο Λονδίνο, έκλεισε πρόσφατα. Δεξιά, ο δρ Π. Καρατσαρέας.
Λονδίνο, 1990. Η 6χρονη Σκεύη, κυπριακής καταγωγής, μπαίνει καθυστερημένα στην αίθουσα του ελληνικού παροικιακού σχολείου με αποτέλεσμα να μη βρίσκει πού να καθίσει. Ζητεί μια «τσαέρα» (δηλαδή «καρέκλα» στα κυπριακά). Η δασκάλα, ενώ κατάλαβε τι εννοεί, αρνήθηκε να της δώσει, αφήνοντάς τη να στέκεται στην πόρτα, χλευάζοντάς τη: «“Τσαέρα”; Τι είναι αυτό;». Σκοπός της, το κορίτσι να χρησιμοποιήσει τη λέξη της κοινής νέας ελληνικής. Η Σκεύη ζήτησε, ωστόσο, μια «chair» (καρέκλα στα αγγλικά). «Τότε κατάλαβα πως μιλούσα λάθος», λέει σήμερα η 34χρονη Σκεύη.
Στα μάτια του δρος Πέτρου Καρατσαρέα, λέκτορα Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ουεστμίνστερ με ειδίκευση στην Κοινωνιογλωσσολογία, είναι ξεκάθαρο πως το αποτύπωμα της γλωσσικής απόρριψης είναι έντονο. «Η εμπλοκή ξεκινά από το γεγονός ότι το κορίτσι μεγάλωσε σε ένα σπίτι στο οποίο μιλούσαν 100% κυπριακά», υπογραμμίζει. Οι Ελληνοκύπριοι στέλνουν τα παιδιά τους στα λεγόμενα παροικιακά σχολεία, όπου διδάσκεται η κοινή νέα ελληνική, την οποία αντιλαμβάνονται ως «ξένη», καθώς δεν είναι η «γλώσσα του σπιτιού». «Ετσι, δημιουργείται μια ένταση έναντι της νέας ελληνικής, με αποτέλεσμα να χάνονται και οι δύο μορφές». Η κυπριακή, διότι δεν είναι η «σωστή», αλλά και η κοινή ελληνική, καθώς τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν γιατί είναι σημαντική.
Οπως εξηγεί περαιτέρω στην «Κ» ο δρ Καρατσαρέας, στο πλαίσιο της έρευνάς του, η οποία χρηματοδοτείται από τη Βρετανική Ακαδημία, εκτέθηκε σε «έντονες και συγκινητικές» ιστορίες από άτομα της κυπριακής παροικίας του Λονδίνου και παρατήρησε «διάφορα κοινωνιογλωσσικά ζητήματα γύρω από τη χρήση της διαλέκτου». Στην έρευνά του καταγράφει «όλες τις κοινωνικές πιέσεις που δέχεται η κυπριακή διάλεκτος στο Λονδίνο ως μια γλώσσα μειονοτική και μια μορφή της ελληνικής, η οποία ως μη «τυποποιημένη», υποτιμάται και ως εκ τούτου κινδυνεύει να χαθεί. Η τάση για γλωσσική αφομοίωση της αγγλικής και η εγκατάλειψη των «γλωσσών του σπιτιού» όσο περνούν οι γενιές είναι μια κατ’ εξοχήν πίεση που δέχονται από τα αγγλικά σχολεία, όχι μόνο τα κυπριακά αλλά όλες οι μειονοτικές γλώσσες στη Βρετανία. Σε παλαιότερες γενιές, δεκαετίας ’80-90, σύμφωνα με τον δρα Καρατσαρέα, το φαινόμενο ήταν σαφώς πιο έντονο.
Πιέσεις και ενοχές
Η πίεση που ασκείται από το περιβάλλον δεν είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, ο μόνος λόγος που «όσο περνούν οι γενεές η γλώσσα φθίνει». Η αυτοενοχοποίηση και η πίεση εκ των έσω έχει εξίσου ισχυρό αντίκτυπο στη διαδικασία της διατήρησης «της γλώσσας του σπιτιού» από γενιά σε γενιά. «Η κυπριακή κοινότητα δέχεται πιέσεις από τον εαυτό της να μη μιλά κυπριακά αλλά την κοινή νέα ελληνική», λέει στην «Κ» ο λέκτορας.
Πέρα από τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν, όπως είδαμε στην περίπτωση της Σκεύης, τα ελληνικά παροικιακά σχολεία του Λονδίνου στην εμφάνιση αρνητικών απόψεων προς την κυπριακή ελληνική, οι πιέσεις σε αυτή την ιδέα ότι τα κυπριακά είναι μια «χωριάτικη διάλεκτος», μια μορφή γλώσσας που υποδηλώνει για όποιον την ομιλεί πως είναι αμόρφωτος, φτωχός, ακαλλιέργητος. Ιδέα που έρχεται από την Κύπρο. «Στο Λονδίνο μεταφέρθηκε από τις πρώτες γενιές μεταναστών και εντατικοποιήθηκε καθώς ως οικονομικοί μετανάστες με γενικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο συνέδεσαν τη γλωσσική μορφή της ελληνικής που έφερναν από την Κύπρο με αυτό το προφίλ». Παράλληλα, κάθε άλλο παρά βοηθητική είναι η αντίληψη που έχουν οι Κύπριοι της Κύπρου για τους Κύπριους της Αγγλίας. «Τους θεωρούν οπισθοδρομικούς και πως μιλούν τα κυπριακά όπως στη δεκαετία του ’50». Επομένως, εσωγλωσσικές και εσωκοινοτικές πιέσεις επιδεινώνουν μια κατάσταση όπου η κυπριακή διάλεκτος βάλλεται από παντού, τονίζει ο δρ Καρατσαρέας.
Τα βήματα
Οπως τονίζει στην «Κ» ο δρ Καρατσαρέας, ένα πρώτο βήμα θα ήταν η καταπολέμηση της υποτίμησης της κυπριακής διαλέκτου, καθώς «είναι σημαντικό για κάθε άνθρωπο να αντιλαμβάνεται ότι τα στοιχεία της ταυτότητάς του έχουν αξία και ότι δεν υποτιμώνται». Στην παροικιακή εκπαίδευση πρέπει να δοθεί περισσότερη αξία στην κυπριακή διάλεκτο, χωρίς να υπονοείται ότι αυτή θα πρέπει να διδάσκεται, ενώ φορείς με κοινωνικό αντίκτυπο πρέπει να εκφράσουν δημοσίως πως δεν πρόκειται για μια γλώσσα δεύτερης κατηγορίας, αλλά για μια γλώσσα που έχει αξία. «Μια γλώσσα – εφόδιο για τη ζωή».
Ερωτηθείς για το αν προβλέπει πως η νέα ελληνική γλώσσα στην Αγγλία μπορεί να χαθεί με το πέρασμα των γενεών, ο δρ Καρατσαρέας σημειώνει πως, αν και η παρουσία των Ελλήνων στην Αγγλία δεν είναι τόσο μακρά όσο η αντίστοιχη των Κυπρίων (αρχές 20ού αιώνα), ο κίνδυνος να μη μεταφερθεί η ελληνική γλώσσα στις επόμενες γενιές υπάρχει. «Ακόμα είναι νωρίς, καθώς τώρα σχηματίζεται η δεύτερη γενιά. Μπορούμε να το προλάβουμε», καταλήγει.
Πηγή