Η 16η Οκτωβρίου έχει οριστεί ως «Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής» με κύριο στόχο τον περιορισμό της πείνας στον πλανήτη, από το 1980.
Οι στόχοι της Παγκόσμιας Ημέρας Διατροφής είναι οι εξής:
Να ενθαρρύνουν την προσοχή στη γεωργική παραγωγή τροφίμων και να εντείνουν τις εθνικές, διμερείς, πολυμερείς και μη κυβερνητικές προσπάθειες προς το σκοπό αυτό
Να ενθαρρύνουν την οικονομική και τεχνική συνεργασία μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών
Να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των αγροτών, ιδιαίτερα των γυναικών και των λιγότερο προνομιούχων ομάδων, με αποφάσεις και δραστηριότητες που θα επηρεάζουν τις συνθήκες ζωής τους
Να αυξήσει την ευαισθητοποίηση του κοινού για το πρόβλημα της πείνας στον κόσμο
Να προωθήσει τη μεταφοράς τεχνογνωσίας προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο, και
Να ενισχύσει τη διεθνή και εθνική αλληλεγγύη στον αγώνα κατά της πείνας, του υποσιτισμού και της φτώχειας και να επιστήσει την προσοχή σε επιτεύγματα στην ανάπτυξη τροφίμων και γεωργίας.
Σήμερα η πείνα απειλεί περισσότερο από 800 εκατομμύρια ανθρώπων στον πλανήτη και ο υποσιτισμός , η διατροφική ανασφάλεια , οι άθλιες συνθήκες υγιεινής και ο περιορισμός της βιοποικιλότητας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των υπό ανάπτυξη χωρών. Αντίθετα στις ανεπτυγμένες χώρες το πρόβλημα της παχυσαρκίας απειλεί την υγεία εκατομμυρίων πολιτών. Η εντατικοποίηση του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων ζωικής και φυτικής προέλευσης , η ραγδαία ανάπτυξη τεχνολογιών μεταποίησης και συντήρησης τροφίμων και η υπερκατανάλωση «βιομηχανοποιημένων τροφίμων» , δημιούργησαν καινούργια πρότυπα διατροφής και διαφοροποίησαν σημαντικά τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων .
Φέτος, ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών καλούν τις επιχειρήσεις, τις ΜΚΟ, τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να γιορτάσουν την Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής και να συζητήσουν το ρόλο της διατροφής με εστίαση στην παχυσαρκία σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Καθολική πρόσβαση στην υγιεινή διατροφή δίνοντας έμφαση στις ευπαθείς ομάδες, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της «μηδενικής πείνας» (Zero Hunger) μέχρι το 2030.
Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουμε αλλάξει δραματικά τις δίαιτες και τις διατροφικές μας συνήθειες ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, της αστικοποίησης και της αύξησης του εισοδήματος.
Από τα εποχιακά και φυτικά τρόφιμα μετακινηθήκαμε σε σε δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, κορεσμένα λίπη, αλάτι, μεταποιημένα τρόφιμα, κρέας και άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης. Επίσης όλο και λιγότερος χρόνος δαπανάται για την προετοιμασία των γευμάτων στο σπίτι, και οι καταναλωτές, ειδικά στις αστικές περιοχές, εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τα σούπερ μάρκετ, τα καταστήματα γρήγορου φαγητού, τους πωλητές τροφίμων και τα εστιατόρια.
Ένας συνδυασμός ανθυγιεινών διατροφικών μεθόδων και καθιστικού τρόπου ζωής έχει αυξήσει τα ποσοστά παχυσαρκίας, όχι μόνο στις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά και στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, όπου συχνά συνυπάρχουν η πείνα και η παχυσαρκία. Τώρα, πάνω από 670 εκατομμύρια ενήλικες και 120 εκατομμύρια κορίτσια και αγόρια (5-19 ετών) είναι παχύσαρκοι και πάνω από 40 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 5 ετών είναι υπέρβαρα, ενώ πάνω από 820 εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από την πείνα.
Μια ανθυγιεινή διατροφή αποτελεί τον κύριο παράγοντα κινδύνου για θανάτους από μη μεταδοτικές ασθένειες (NCDs), συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών παθήσεων, του διαβήτη και ορισμένων μορφών καρκίνου.
Η παχυσαρκία και άλλες μορφές υποσιτισμού επηρεάζουν σχεδόν ένας στους τρεις ανθρώπους. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο αριθμός θα είναι ένας στους δύο έως το 2025. Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχουν προσιτές λύσεις για τη μείωση όλων των μορφών υποσιτισμού, αλλά απαιτούν μεγαλύτερη παγκόσμια δέσμευση και δράση.
Μια υγιεινή διατροφή είναι αυτή που ικανοποιεί τις διατροφικές ανάγκες των ατόμων, παρέχοντας επαρκείς, ασφαλείς, θρεπτικές και ποικίλες τροφές για να μειώσει τον κίνδυνο ασθένειας. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, φρούτα, λαχανικά, όσπρια, καρπούς με κέλυφος, σπόρους και ολικής αλέσεως, καθώς και τρόφιμα χαμηλών λιπαρών (ιδιαίτερα κορεσμένων λιπών), ζάχαρης και αλατιού.