«Το επίπεδο ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων έχει καταστραφεί και τα συστήματα υγείας βρίσκονται υπό ασφυκτική πίεση σε ολόκληρο τον κόσμο», διαπίστωσε ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ντέιβιντ Μόλπας. Και προέβλεψε ότι περισσότερα από 60 εκατομμύρια άνθρωποι θα περιέλθουν σε κατάσταση «απόλυτης φτώχειας» εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού και της εκτιμώμενης, από το διεθνή Οργανισμό, κατά 5% συρρίκνωσης του παγκόσμιου ΑΕΠ το έτος που διανύουμε.
Η Παγκόσμια Τράπεζα, ο αδελφός με το ΔΝΤ διεθνής Οργανισμός που δημιουργήθηκε μέσα στα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έχει ως βασική αποστολή την καταπολέμηση της φτώχειας στον κόσμο, ορίζει ως «κατώφλι» της «απόλυτης φτώχειας» τη διαβίωση ενός ανθρώπου με λιγότερα από 1,90 δολάρια ημερησίως.
Πισωγύρισμα
Η εκτίναξη του αριθμού των «απολύτως φτωχών» εξαιτίας της υγειονομικής και των συνεπαγόμενων κρίσεων θα ακυρώσει κάθε πρόοδο που έχει επιτευχθεί την τελευταία τριετία στην προσπάθεια για τη μείωση όσων διαβιούν με λιγότερα από 1,90 δολάρια την ημέρα.
Ο εδρεύων στην Ουάσιγκτον χρηματοπιστωτικός Οργανισμός εκταμιεύει 160 δισ. δολάρια τα οποία θα χορηγηθούν υπό μορφή επιδομάτων, εγγυήσεων και χαμηλότοκων δανείων στις φτωχότερες χώρες του πλανήτη ως αρωγή για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο Ντέιβιντ Μόλπας είπε ότι περί τις 100 χώρες, στις οποίες ζει το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχουν ήδη επιλεγεί για να βοηθηθούν.
Ο ρόλος των τραπεζών
Ο επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι τα κονδύλια που διαθέτει ο Οργανισμός και οι άλλοι υπερεθνικοί θεσμοί δεν αρκούν για την ανθρωπιστική καταστροφή που δημιουργεί η πανδημία. Και εξέφρασε την απογοήτευσή του για τη συμπεριφορά των «εμπορικών πιστωτών», των ιδιωτικών τραπεζών δηλαδή, οι οποίες «αρνούνται να συμβάλουν στη ελάφρυνση των χρεών των φτωχών χωρών και απαιτούν στο ακέραιο την αποπληρωμή των δανειακών κεφαλαίων που έχουν χορηγήσει και μάλιστα εντόκως».
Τα προγράμματα καταπολέμησης της φτώχειας, που εφαρμόζει η Παγκόσμια Τράπεζα σε φτωχές χώρες του πλανήτη, δεν μπορούν να αποδώσουν αν οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών είναι υπερχρεωμένες και ως εκ τούτου αναγκάζονται να κατευθύνουν ένα μεγάλο ποσοστό των κατά κανόνα πενιχρών δημοσίων εσόδων τους στην εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Η περίπτωση Ντάιμον
Την ώρα που στην Ουάσιγκτον ο Ντέιβιντ Μόλπας έθετε τον διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα ενώπιον των ανθρωπιστικών ευθυνών του, στη Νέα Υόρκη ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Chase Τζέιμι Ντάιμον εξέφραζε την άποψη ότι η πανδημία του κορωνοϊού πρέπει να λειτουργήσει ως «καμπανάκι αφύπνισης» για τη δημιουργία μιας δικαιότερης κοινωνίας.
«Διακαής πόθος μου είναι να χρησιμοποιήσουμε την κρίση αυτή ως καταλύτη για να ανοικοδομήσουμε μια οικονομία που θα δημιουργεί και θα στηρίζει ευκαιρίες για περισσότερους ανθρώπους, ιδιαιτέρους για όσους συστηματικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα μένουν πίσω», έγραψε ο Ντάιμον την Τρίτη στο σημείωμα που απηύθυνε στους μετόχους της JP Morgan επ’ ευκαιρία της ετήσιας γενικής συνέλευσης της τράπεζας.
Και στο εφετινό Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, πάντως, πριν από την πανδημική εξέλιξη του κορωνοϊού δηλαδή, ο ηλικίας 64 ετών αμερικανός τραπεζίτης είχε διαπιστώσει ότι «ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή» και ότι «για να διασωθεί ως σύστημα πολιτικοοικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να αρχίσει να δημιουργεί περισσότερες ευκαιρίες για περισσότερους ανθρώπους».
Οι επισημάνσεις του Ντάιμον προκάλεσαν αίσθηση επειδή συνηθίζει να καταφέρεται κατά του σοσιαλισμού και κατά των σοσιαλιστικών ιδεών εν γένει, κυρίως σε ό,τι αφορά την εφαρμογή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Ο σοσιαλισμός είναι καταστροφικός για τη χώρα μας», καθώς «δεν προάγει την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως διατείνονται κάποιοι, αλλά φέρνει τη στασιμότητα, τη διαφθορά και άλλα δεινά».