Αλμα της τάξεως του 5,9% έκανε η τιμή των σιτηρών στην αγορά εμπορευμάτων του Σικάγο την περασμένη εβδομάδα, μόλις έγινε γνωστό ότι η Ινδία απαγόρευσε τις εξαγωγές βασικών δημητριακών. Το σοκ ήταν μεγάλο όχι μόνο για τα χρηματιστήρια αλλά (κυρίως) για τις κυβερνήσεις και βεβαίως για τους ανά τον κόσμο καταναλωτές. Κι αυτό διότι επρόκειτο για μια αναπάντεχη εξέλιξη, δεδομένου ότι μόλις μία εβδομάδα νωρίτερα ανώτεροι αξιωματούχοι του υπουργείου Εμπορίου της Ινδίας διαβεβαίωναν δημοσίως ότι η χώρα θα αύξανε τις εξαγωγές σιτηρών για να καλύψει την παγκόσμια ζήτηση. Είναι νωπή εξάλλου η διακήρυξη του ίδιου του ινδού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι ότι η Ινδία ήταν «έτοιμη για να θρέψει ολόκληρο τον πλανήτη».

Αντ’ αυτού με την αιφνιδιαστική εξέλιξη του Νέου Δελχί ο πλανήτης βρίσκεται ακόμα πιο κοντά σε μια πρωτόγνωρη επισιτιστική κρίση. Μια κρίση που, όπως όλοι οι παρατηρητές τονίζουν, θα πλήξει πρώτα τις φτωχές χώρες και στη συνέχεια τους φτωχούς πολίτες των πλουσίων χωρών. Ηδη το κόστος βασικών ειδών τροφίμων έχει εκτιναχθεί σε παγκόσμια κλίμακα τους τελευταίους μήνες μετά την πολεμική ανάφλεξη στον «σιτοβολώνα της Ευρώπης» και πολλών ακόμα κρατών, κυρίως της αφρικανικής ηπείρου. Αλευρα, ψωμί, ζυμαρικά και άλλα είδη βασικής διατροφής φέρνουν στα όριά τους τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς εκατοντάδων εκατομμυρίων νοικοκυριών.

Η ανάγκη της παγκόσμιας αγοράς για τα 10 εκατ. τόνους ινδικών σιτηρών είναι μεγάλη

Ανησυχία στο G7

Η κυβέρνηση της Ινδίας διευκρίνισε ότι οι εξαγωγές σιτηρών που έχουν ήδη συμφωνηθεί θα πραγματοποιηθούν, προσθέτοντας ότι η απαγόρευση δεν είναι διαρκής και η σχετική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί. Ωστόσο, οι υπουργοί Γεωργίας του Ομίλου των 7 πλουσιότερων κρατών του πλανήτη (G7), που συναντήθηκαν  στη Γερμανία, επέκριναν σφόδρα την πολιτική του Νέου Δελχί. «Αν ο καθένας άρχιζε να εφαρμόζει περιορισμούς στις εξαγωγές και να κλείνει αγορές, η κρίση θα μπορούσε να επιδεινωθεί» δήλωσε ο γερμανός υπουργός Τροφίμων και Γεωργίας Τσεμ Οζντεμίρ.

Η Ινδία είναι η δεύτερη, μετά την Κίνα, χώρα παραγωγής σιτηρών στον κόσμο (τρίτη είναι η Ρωσία και όγδοη η Ουκρανία). Παράγει περίπου 107 εκατ. τόνους ετησίως, αλλά η συντριπτική πλειονότητα της παραγωγής της προορίζεται για την εσωτερική αγορά – πρόκειται εξάλλου για μια χώρα 1,4 δισ. κατοίκων. Μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό εξάγει στις διεθνείς αγορές. Και πριν από την αιφνιδιαστική απαγόρευση προγραμμάτιζε, λόγω των εξελίξεων, να αυξήσει εφέτος τις εξαγωγές της στα 10 εκατ. τόνους.

Ακρίβεια έως το 2024

Η ανάγκη της παγκόσμιας αγοράς για τα 10 εκατ. τόνους ινδικών σιτηρών είναι μεγάλη. Γίνεται αντιληπτό αυτό αν αναλογιστεί κανείς ότι θα μπορούσε η ποσότητα αυτή να αντικαταστήσει σχεδόν κατά το ήμισυ την ποσότητα των σιτηρών που εξάγει η Ουκρανία (περίπου 24 τον. τόνοι πέρυσι). Το BBC επισημαίνει επίσης ότι οι πολλές φυσικές καταστροφές (ξηρασίες και πλημμύρες) που έχουν πλήξει τις σοδειές μεγάλων παραγωγών σίτου και δημητριακών εν γένει, εκτινάσσουν τις τιμές σε δυσθεώρητα ύψη, υποδαυλίζουν τον κίνδυνο να ξεσπάσει παγκόσμια επισιτιστική κρίση και καθιστούν ταυτόχρονα ακόμα πιο ζωτικής σημασίας τις εξαγωγές από την Ινδία.

«Οι εξαγωγές ινδικών σιτηρών είναι ιδιαίτερα σημαντικές εφέτος λόγω της ρωσο-ουκρανικής κρίσης» δήλωσε στο CNN Business ο Οσκαρ Τζάκρα, επικεφαλής αναλυτής της Rabobank. «Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μεγέθυνε το ιστορικό σοκ που βιώνουν οι αγορές εμπορευμάτων και συμβάλλει στη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα έως τα τέλη του 2024» προειδοποίησε τον Απρίλιο η Παγκόσμια Τράπεζα. Ο διεθνής οργανισμός, που έχει ως καταστατική αποστολή την καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας, συνυπολογίζοντας τον καλπασμό των τιμών των καυσίμων, άρα του μεταφορικού κόστους και επίσης την αύξηση του κόστους δανεισμού, καθώς οι Κεντρικές Τράπεζες ανεβάζουν τα επιτόκια για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, προβλέπει συνολική αύξηση των τιμών τροφίμων κατά 22,9% εφέτος. Ειδικότερα η τιμή των σιτηρών προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί κατά 40% υψηλότερα συγκριτικά με το 2021. Η Ρωσία και η Ουκρανία, ενώ παράγουν το 14% των σιτηρών παγκοσμίως, συμβάλλουν κατά 29% στις συνολικές εξαγωγές του εμπορεύματος.

«Κάποιες χώρες του πλανήτη ίσως βρεθούν αντιμέτωπες με μια μακροχρόνια επισιτιστική κρίση αν δεν αποκατασταθούν σύντομα στα προπολεμικά επίπεδα οι εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία» προειδοποίησε την περασμένη Τετάρτη ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες. Περίπου 20 εκατ. τόνοι από την περυσινή σοδειά βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην Ουκρανία

Ενας στους επτά Βρετανούς παρακάμπτει ένα γεύμα

Είναι μεγάλη η σημασία της Ουκρανίας διεθνώς σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές σιτηρών. Η χώρα όμως είναι και ο κορυφαίος εξαγωγέας ηλιελαίου στον κόσμο. Πρόκειται για ένα προϊόν που χρησιμοποιείται ευρέως ως βασικό συστατικό της διατροφής των Ευρωπαίων στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, μαζί βεβαίως με τα ζωικά λίπη που είναι πολύ ακριβότερα – οι λαοί της Νότιας Ευρώπης και της Λεκάνης της Μεσογείου γενικότερα απολαμβάνουν την ευλογία της ελιάς.

Ο σχεδόν διπλασιασμός της τιμής του ηλιελαίου από την αρχή του έτους, που έφθασε από τα 1.362 στα 2.361 δολάρια ο μετρικός τόνος τον Μάρτιο (αλλά υποχώρησε στα 2.276 δολ. τον Απρίλιο), έχει συμβάλει κατά πολύ στην ακρίβεια που έχει εκτινάξει το κόστος ζωής των νοικοκυριών της Δύσης στα ύψη. Σύμφωνα με την επίσημη βρετανική στατιστική υπηρεσία, ο προϋπολογισμός του μέσου Βρετανού για τη διατροφή του θα επιβαρυνθεί με 271 στερλίνες (320 ευρώ) την εφετινή χρονιά.

Αίσθηση προκάλεσαν πρόσφατες έρευνες της εταιρείας YouGov και του φιλανθρωπικού ομίλου Food Foundation, που αποκάλυψαν ότι πολύ μεγάλος αριθμός βρετανών πολιτών αντιμετωπίζει την ακρίβεια στα τρόφιμα παρακάμπτοντας ένα γεύμα! Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια διαλειμματική δίαιτα που εφαρμόζουν ως τρόπο διατροφής ή για να χάσουν κιλά – φευ, όσοι τα βγάζουν δύσκολα πέρα είναι εκείνοι που έχουν και παραπανίσια κιλά, διότι απλούστατα τρέφονται άθλια. «Κόβουν το μεσημεριανό φαγητό οι φτωχοί Βρετανοί. Μειώνουν την ποσότητα του φαγητού που βάζουν στο πιάτο τους ή πέφτουν για ύπνο νηστικοί» σημειώνει η ρεπόρτερ του BBC News Μπεθ Τίμινς.

Και είναι πολλοί εκείνοι που καταφεύγουν στη δραστική αυτή μέθοδο αντιμετώπισης της ακρίβειας: ένας στους επτά ενήλικους Βρετανούς (το 14% ακριβέστερα στα τέλη Απριλίου που διεξήχθη η έρευνα) ζει σε νοικοκυριό όπου τουλάχιστον ένα μέλος του πράττει αναλόγως. Η YouGov διευκρίνισε ότι το ποσοστό αυτό τον Ιανουάριο ήταν 8,8%. Οσοι περικόπτουν γεύματα ή μερίδες αυξήθηκαν δηλαδή κατά 57%. Και σύμφωνα με το Food Foundation, πολλοί είναι κι αυτοί που προτιμούν να τρώνε κρύο φαγητό για να αποφύγουν τις διόλου ευκαταφρόνητες δαπάνες του μαγειρέματος.


Πηγή