Οι επικεφαλής των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητα (ΑΕΕΑΠ) θεωρούν ότι επί του παρόντος δεν συντρέχει κάποιος λόγος ανησυχίας.
Από τη χρονική διάρκεια της υφιστάμενης ανάσχεσης μεγάλου μέρους της επιχειρηματικής δραστηριότητας θα εξαρτηθεί η επίδραση που θα έχει αυτή στην αγορά ακινήτων. Οι επικεφαλής των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητα (ΑΕΕΑΠ) θεωρούν ότι επί του παρόντος δεν συντρέχει κάποιος λόγος ανησυχίας, ωστόσο προειδοποιούν ότι αν η κρίση διαρκέσει περισσότερους μήνες, είναι σαφές ότι θα υπάρξει πλήγμα και στην αγορά ακινήτων. Οι κατηγορίες ακινήτων που θα πληγούν περισσότερο είναι ασφαλώς τα εμπορικά καταστήματα και τα εμπορικά κέντρα, που έχουν κλείσει ήδη, όπως επίσης και τα ξενοδοχειακά ακίνητα.
Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση της κυβέρνησης για τις επιχειρήσεις που κλείνουν με κρατική απόφαση προβλέπει την καταβολή του 60% του ενοικίου για τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, σε ό,τι αφορά την επαγγελματική τους στέγη. Στο πλαίσιο αυτό, τα στελέχη των ΑΕΕΑΠ αναφέρουν ότι εφόσον πρόκειται για δύο μήνες, δεν προκύπτει κάποιο ζήτημα, ιδίως εφόσον έχουν μικρή έκθεση σε εμπορικά καταστήματα και ξενοδοχεία.
Πάντως, οι περισσότερες εταιρείες του κλάδου έχουν σχετικά χαμηλή έκθεση και στις δύο αυτές κατηγορίες. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Prodea Investments, της μεγαλύτερης εταιρείας του κλάδου, υπολογίζεται ότι το ποσοστό των εμπορικών καταστημάτων (εξαιρουμένων των σούπερ μάρκετ που δεν πλήττονται από την κρίση), δεν ξεπερνά το 10% του χαρτοφυλακίου της. Αντίστοιχα, τα ξενοδοχεία ή τουριστικά θέρετρα που διαθέτει αγγίζουν το 8%. Ωστόσο, όπως τονίζει ο κ. Αρις Καρυτινός, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, μόλις δύο ακίνητα είναι ξενοδοχεία πόλης (ένα στην Πάτρα κι ένα στη Θεσσαλονίκη), με τα υπόλοιπα να αφορούν σε τουριστικά θέρετρα ή ξενοδοχεία στην Κύπρο, που επί του παρόντος δεν έχουν ακόμα επηρεαστεί.
Σύμφωνα με τον κ. Καρυτινό, μάλιστα, ενδεχομένως η κρίση αυτή να αποτελέσει και ευκαιρία για την ελληνική οικονομία και συνεπώς και για την αγορά ακινήτων μακροπρόθεσμα. «Με δεδομένο τον επιπλέον δημοσιονομικό χώρο που εξασφαλίσαμε ως χώρα κι ανάλογα με το πώς θα αξιοποιηθεί αυτός από την κυβέρνηση, δεν αποκλείεται σε βάθος χρόνου, τα αναπτυξιακά μέτρα που θα ληφθούν να τονώσουν την οικονομία και το επιχειρείν περισσότερο, απ’ ό,τι θα συνέβαινε με βάση τον αρχικό προγραμματισμό για το 2020», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Ασφαλώς θα υπάρξει και αρνητική επίδραση στην αγορά βραχυπρόθεσμα, ωστόσο ίσως τελικά αυτή να είναι ηπιότερη σε σύγκριση με τον μέσον όρο των υπόλοιπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης», αναφέρει ο κ. Καρυτινός.
Αντίστοιχα, ο κ. Μάριος Αποστολίνας, διευθύνων σύμβουλος της Orilina Properties ΑΕΕΑΠ, επισημαίνει ότι «είναι ακόμα πρόωρη οποιαδήποτε εκτίμηση, καθώς δεν γνωρίζουμε ακόμα την ένταση ή την έκταση του φαινομένου. Σίγουρα όμως αν διαρκέσει αρκετούς μήνες, ενδέχεται να ακυρώσει την πρόοδο που είχε καταγραφεί στην αγορά ακινήτων τα τελευταία δύο χρόνια. Επί του παρόντος, εμείς τηρούμε στάση αναμονής».
Πάντως, όπως τονίζει ο κ. Καρυτινός, «το θέμα με τα ακίνητα είναι ότι πρόκειται για μακροπρόθεσμο προϊόν, η τιμή τους δεν θα αλλάξει εξαιτίας δύο κακών μηνών. Αν όμως έχουμε γενικευμένη ύφεση, είναι προφανές, ότι θα επηρεαστούν και τα ακίνητα».
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Trastor ΑΕΕΑΠ, κ. Τάσο Καζίνο, «ήδη βλέπουμε την αρνητική επίδραση σε επίπεδο κατανάλωσης και καταστημάτων που έχουν κλείσει. Το δικό μας χαρτοφυλάκιο έχει σχετικά χαμηλή έκθεση στο λιανεμπόριο, περίπου 30%, με το 70% να αφορά σε γραφεία. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τα καταστήματά μας, θα χειριστούμε την κατάσταση ανά περίπτωση και ανά μισθωτή». Εφόσον, όμως, η κατάσταση αυτή επιμηκυνθεί για αρκετούς ακόμα μήνες, δεν αποκλείεται να υπάρξουν κι άλλες επιπτώσεις στη λειτουργία της αγοράς ακινήτων. «Είναι πιθανό να δούμε μια σχετική μείωση των απαιτήσεων των πωλητών, που ούτως ή άλλως είχαν αρχίσει να υπερβαίνουν τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας και πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, εκτιμώ ότι μπορεί να ανασταλούν ορισμένες συμφωνίες αγοραπωλησίας, ή ακόμα και να ακυρωθούν εντελώς, καθώς οι επενδυτές αποστρέφονται το ρίσκο και την αβεβαιότητα. Ηδη, αναμένεται μια παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση και αρνητικές συνέπειες στην κατανάλωση και τη φιλοξενία, επομένως διαφοροποιούνται πολλά δεδομένα για τους επενδυτές, που θα πρέπει να τα συνυπολογίσουν στις τιμές που είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν για την απόκτηση ακινήτων», τονίζει ο κ. Καζίνος.
Οπως ανέφερε στην ετήσια έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος, οι ΑΕΕΑΠ απέκτησαν επενδυτικά ακίνητα αξίας άνω των 400 εκατ. ευρώ το 2019, έχοντας επίσης δρομολογήσει περαιτέρω επενδύσεις της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ. Υπολογίζεται ότι ποσοστό λίγο μεγαλύτερο του 60% των επενδυτικών κεφαλαίων των ΑΕΕΑΠ κατευθύνθηκε ήδη ή προορίζεται να κατευθυνθεί στην ελληνική αγορά, ενώ σημαντικό ύψος επενδύσεων πραγματοποιήθηκε και στην Κύπρο. Στη διάρκεια του 2019, περίπου το 74% των κεφαλαίων των ΑΕΕΑΠ που επενδύθηκαν στην ελληνική αγορά τοποθετήθηκε σε γραφεία, το 15% σε καταστήματα, το 7,5% σε ξενοδοχεία, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό επενδύθηκε σε αποθήκες, άλλες επαγγελματικές χρήσεις ή οικόπεδα προς ανάπτυξη. Αναφορικά με τη γεωγραφική διασπορά των επενδύσεων, ποσοστό μεγαλύτερο του 70% των κεφαλαίων κατευθύνθηκε στην αγορά της Αττικής και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το υπόλοιπο ποσοστό τοποθετήθηκε σε τουριστικές θέσεις ανά την Ελλάδα, σχεδόν αποκλειστικά σε ξενοδοχειακές μονάδες.
Σημαντικές επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν και από άλλα επενδυτικά χαρτοφυλάκια του εξωτερικού, τα οποία πλέον στοχεύουν, μεταξύ άλλων, και στην ανάπτυξη νέων ακινήτων και χρήσεων υψηλότερου επιχειρηματικού κινδύνου, όπως εμπορικά κέντρα και πάρκα, θεματικά πάρκα και χώροι αναψυχής, αλλά και τουριστικές αστικές κατοικίες.