Δεκαπέντε ημέρες lockdown, στο τέλος Μαρτίου, ήταν αρκετές για να βρεθεί σε αρνητικό έδαφος το ΑΕΠ ολόκληρου του πρώτου τριμήνου του έτους, όπως έδειξαν τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αν και με σημαντικά χαμηλότερο ρυθμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ υποχώρησε κατά 0,9% σε ετήσια βάση και κατά 1,6% σε τριμηνιαία βάση έναντι 3,2% σε ετήσια βάση και 3,8% σε τριμηνιαία βάση κατά μέσον όρο στην Ευρωζώνη.
«Αυτό αποδεικνύει ότι το οικονομικό σχέδιο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και η εφαρμογή του είναι προς τη σωστή κατεύθυνση», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, προβλέποντας ότι στο τέλος «θα ξεπεράσουμε την κρίση με το ελάχιστο κοινωνικό και οικονομικό κόστος».
Η σχετικά ήπια επιβράδυνση του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο, σύμφωνα με τον δρα Τάσο Αναστασάτο, επικεφαλής οικονομολόγο του ομίλου της Eurobank, «σχετίζεται με δομικές παραμέτρους, όπως ο σχετικά μικρός βαθμός εξωστρέφειας της οικονομίας και ένταξης σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, όπως και με τις ευνοϊκές προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του κορωνοϊού. Ωστόσο, η επίδραση στους τομείς που είναι ευαίσθητοι στη διεθνή διαταραχή, κυρίως τον τουρισμό και τις μεταφορές, θα γίνει αισθητή με κάποια χρονική καθυστέρηση. Επομένως, μια ασφαλέστερη εκτίμηση για το βάθος της ύφεσης αυτή τη χρονιά θα μπορούμε να έχουμε τον Σεπτέμβριο».
Σύμφωνα, εξάλλου, με τον κ. Νίκο Μαγγίνα, επικεφαλής οικονομολόγο της Εθνικής Τράπεζας, η περιορισμένη, συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, υποχώρηση «αποτυπώνει τη δυναμική που είχε αναπτύξει η ελληνική οικονομία τους δύο πρώτους μήνες».
Η εικόνα αναμένεται, φυσικά, να αλλάξει δραστικά προς το χειρότερο το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο, καθώς θα εισέλθει δυναμικά ο παράγων του τουρισμού.
Πάντως, σύμφωνα με τους αναλυτές, το μετριοπαθές σενάριο για ύφεση, στο πλαίσιο μιας γκάμας 5%-10% σε ετήσια βάση, δείχνει αυτή τη στιγμή να επικρατεί.
Οι αναλυτές εκτιμούν πως η έκταση της πτώσης του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο, και συγκεκριμένα εάν θα κινηθεί σε διψήφιο ποσοστό ή οριακά μονοψήφιο, θα εξαρτηθεί από την ομαλοποίηση της ζήτησης μετά το σταδιακό άνοιγμα της αγοράς στα μέσα Μαΐου, καθώς ο τουρισμός θεωρείται σχεδόν τελείως χαμένος για την περίοδο αυτή. Υπάρχουν, όμως, ελπίδες, σε ετήσια βάση, να σωθεί το 30% ή ακόμη –στην καλύτερη περίπτωση– και το 50%, αναφέρουν.
Μεγάλη πρόκληση θα αποτελέσει, εξάλλου, το 2021 και το κατά πόσον η Ελλάδα θα μπορέσει να αξιοποιήσει το πακέτο της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την ανάκαμψη. Πάντως, δεν αναμένεται να ανακτηθεί στο σύνολό του το χαμένο έδαφος του 2020.
Αναλύοντας τα χθεσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο κ. Μαγγίνας αναφέρει: «Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου και η ιδιωτική κατανάλωση αντέδρασαν περισσότερο στα μέτρα και στην αβεβαιότητα, υποχωρώντας κατά 6,4% και 0,7% αντιστοίχως σε ετήσια βάση. Οι καθαρές εξαγωγές απορρόφησαν μέρος του πλήγματος, προσθέτοντας 0,8 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ, καθώς οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 4,7% σε ετήσια βάση, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών και οι εισαγωγές παρέμειναν σχεδόν στάσιμες. Η αυξημένη καταναλωτική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης αντιστάθμισε την πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, διατηρώντας την τελική κατανάλωση σταθερή σε ετήσια βάση».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η πτώση του ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου ήταν η πρώτη που σημειώθηκε σε ετήσια βάση από το δεύτερο τρίμηνο του 2016, όταν είχε υποχωρήσει κατά 1,3%.