Η Θράκη είναι μία από τις πλέον ιδιαίτερες περιοχές της Ελλάδας. Εκτός από το φανταστικό φυσικό τοπίο, το οποίο καθηλώνει ακόμα και τους πιο αδιάφορους ταξιδιώτες, έχει μία πολυπολιτισμική κουλτούρα εκατοντάδων χρόνων η οποία μόνο ως «χωνευτήρι πολιτισμών» μπορεί να χαρακτηριστεί.

Αποστολή στη Θράκη

Και δεν είναι κάποια υπερφίαλη δήλωση των δημοσιογράφων αυτή, αλλά η αποτύπωση της εμπειρίας δύο ανθρώπων που περιπλανήθηκαν από το ένα άκρο του βορρά της Θράκης μέχρι το νότο και προς τα σύνορα με την Τουρκία, προσπαθώντας να καλύψουν όσο περισσότερα χιλιόμετρα μπορούσαν και να αφουγκραστούν, όσο γίνεται περισσότερο, την πραγματική, καθημερινή ζωή των ανθρώπων που κατοικούν και στην ουσία είναι εκείνοι που καθορίζουν τη «μορφή» κάθε τόπου.

Γράφει o Γαβριήλ Φιλιπποπουλος

Φωτογραφίες Γιάννης Κέμμος

Τα λεγόμενα Πομακοχώρια, τα μέρη δηλαδή όπου βρίσκονται κατά πλειοψηφία οι μουσουλμάνοι Πομάκοι της Ελλάδας, είναι η περίπτωση εκείνη που λες ότι μπορεί να γνωρίζεις κάτι αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζεις απολύτως τίποτα. «Με τα μάτια του άλλου δεν μπορείς να γράψεις», μας είπε άλλωστε ο κ. Σελίμ (σ.σ. το όνομα δεν είναι πραγματικό καθώς μας ζήτησε να μην χρησιμοποιήσουμε το δικό του) στα Λουτρά στις Θέρμες και είχε δίκιο.

Η υπόλοιπη Ελλάδα και ιδίως η ενδοχώρα και τα μεγάλα αστικά κέντρα έχουν μία εικόνα «νεκρής φύσης» και εγκατάλειψης κάποιων ορεινών πληθυσμών απόλυτα «στην τύχη τους». Όπως διαπιστώσαμε από την περιήγησή μας στα χωριά των Πομάκων οι άνθρωποι εκεί ζουν πολύ δύσκολα αλλά χωρίς να έχουν επουδενί αυτή την εικόνα «καμένης γης» που πολλοί θεωρούν. Βρίσκονται ακριβώς στο μεταίχμιο της σύγχρονης εποχής και της παράδοσης της επαρχίας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μουσουλμανικών κοινοτήτων.

Και όταν τα χρόνια της κρίσης χτύπησαν άπαντες εκείνοι ήταν ήδη στη Γερμανία και την Ολλανδία για να εργαστούν σε οικοδομές και στα ναυπηγεία. Άλλωστε «οι Πομάκοι είναι φημισμένοι στο εξωτερικό για το πόσο καλοί και περιζήτητοι εργάτες είναι», μας είπε ο Πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Πομάκων και διευθυντής της πομακικής εφημερίδας «Ζαγάλισα», Ιμάμ Αχμέτ. Η φτώχεια και η ανέχεια άλλωστε χτυπά πρώτα τους αποκλεισμένους, πριν φτάσει το πρόβλημα στις οθόνες των τηλεοράσεων και στις ουρές των ATM.

Η διοικητική πρωτεύουσα Σμίνθη

Μόλις στα 16 χιλιόμετρα από την Ξάνθη βρίσκεται η διοικητική πρωτεύουσα του Δήμου Μύκης, η Σμίνθη. Ένα κεφαλοχώρι όχι τόσο λόγω μεγέθους αλλά λόγω εκσυγχρονισμού και μεταφοράς εκεί των διοικητικών υπηρεσιών του νεοσύστατου Δήμου.

Η πρώτη εικόνα που βλέπεις μπαίνοντας στο χωριό είναι καταστήματα, ίντερνετ καφέ, εσπρέσο μπαρ αλλά και φαρμακείο (το τονίζουμε γιατί δεν ήταν καθόλου αυτονόητο μέχρι πριν 15-20 χρόνια στις περιοχές των Πομάκων). Μέσα στην κυψέλη του χωριού ξεχωρίζουν οι γυναίκες με τις μαντήλες και τις φορεσιές των Πομάκων. Οι οποίες ήταν κατά πολύ περισσότερες από τους άνδρες κάτι που θα μας εξηγούταν αργότερα και από κατοίκους στα πιο ορεινά χωριά.

Οι περισσότεροι μάς περιεργάζονταν μιας και η εικόνα μας ήταν ανοίκεια και το βλέμμα μας ήθελε να κρατήσει όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε. Παρόλα αυτά όποιον και αν προσεγγίσαμε μας απάντησε στα ελληνικά με χαμόγελο. Θεωρούμε τους εαυτούς μας αρκετά τυχερούς καθώς πετύχαμε το κάλεσμα του ιμάμη για την καθιερωμένη προσευχή στο τζαμί. Εκεί υπήρχαν δύο ηλικιωμένοι και ένα μικρό πομακόπουλο.

«Εδώ είναι όλοι μουσουλμάνοι», μας είπε ο ιμάμης πριν κάνει την προσευχή στο μεγάφωνο, «αλλά πλέον την προσευχή την κάνει ο καθένας είτε σπίτι του, είτε στη δουλειά του ή όπου βρίσκεται. Δεν έρχονται εδώ. Όσο περνάει ο καιρός ο κόσμος απομακρύνεται από την θρησκεία», συμπλήρωσε και έφτιαξε τα κομπολόγια που υπήρχαν σε κάθε κολώνα του τζαμιού.

Δίπλα στο τζαμί (όπως και σε κάθε τζαμί που συναντήσαμε πλην του Εχίνου) υπήρχε το μουσουλμανικό νεκροταφείο. Οι πλάκες στραμμένες η μία προς την άλλη, με ένα φυτό στη μία από τις δύο και μία πηγή πάντα κοντά. «Ο άνθρωπος πρέπει να πλένεται πάντα πριν πάει στο μέρος που είναι να πάει αλλά και να μην ξεκινήσει το ταξίδι του διψασμένος», μας είπε χαμογελώντας.

Η γέφυρα που, όπως είδαμε κατασκευάστηκε πρόσφατα, ενώνει τη μία πλευρά της Σμίνθης με την άλλη περνώντας πάνω από τον ποταμό Κόσυνθο, χωρίζει νοητά «Δύση και Ανατολή». Τον «εμπορικό δρόμο» με τις γειτονιές των σπιτιών και τα μικρά πομακόπουλα να παίζουν μέσα στο ποτάμι με ένα άλογο. Ο φωτογραφικός φακός ήταν κάτι που δεν τους άρεσε και τους έκανε να κλείνονται. Αλλά πάντα σου μιλούσαν με χαμόγελο. Ακόμα και όταν γινόταν οι αναφορά περί «δημοσιογράφων από την Αθήνα».

«Τα πράγματα δεν είναι σίγουρα όπως ήταν πριν από 20 χρόνια. Η κατάσταση στα χωριά των Πομάκων είναι φυσιολογική, όσο φυσιολογική μπορεί να είναι η κατάσταση ανθρώπων που για πολλά χρόνια ήταν αποκλεισμένοι και με φυσικό σύνορο. Η αστυνομία είχε μπάρες και έκανε έλεγχο σε όσους περνούσαν», μας λέει η υπάλληλος του ενός από τα δύο φαρμακεία της Σμίνθης η οποία μένει στην Ξάνθη και κάνει κάθε μέρα τη διαδρομή.

«Η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι απόλυτα φυσιολογική. Ό,τι σας έχουν πει θα δείτε ότι δεν έχει και πολύ βάση. Τα χωριά εδώ είναι και πέρασμα από και προς την Βουλγαρία άλλωστε», κάτι που είδαμε και εμείς όπως περιπλανιόμασταν καθώς τα αυτοκίνητα με πινακίδες από τη γειτονική χώρα και την υπόλοιπη Ευρώπη ήταν πολλά.

Οι σημαίες της Γαλατάσαραϊ και ένα κλικ μετά το γαμήλιο γλέντι στη Μύκη

Επόμενη στάση η Μύκη, ένα κεφαλοχώρι, 23 χλμ. από την Ξάνθη, το οποίο έχασε την διοικητική υπεροχή της από τη γειτόνισσα Σμίνθη. Μπαίνοντας στο χωριό υπήρχε μία χριστιανική εκκλησία. Σε όλα τα μουσουλμανικά χωριά που ταξιδέψαμε αλλά και στις πόλεις με έντονο το μουσουλμανικό στοιχείο υπήρχε μία εκκλησία η οποία φαινόταν σαν να είχε μπει εκεί για να δηλώνεται από πλευράς κράτους και το «αντίπαλο δέος». Ότι υπάρχει και το χριστιανικό στοιχείο εκεί.

Κοιτώντας για κάποιο σύμβολο στα σπίτια ή στους δρόμους αυτό που παρατηρήσαμε ήταν δύο κρεμασμένες σημαίες της τουρκικής Γαλατάσαραϊ.

Η μέρα του οδοιπορικού ήταν μία μέρα πριν ξεκινήσουν τα σχολεία και το 8/θεσιο μειονοτικό δημοτικό σχολείο Μύκης είχε προετοιμασίες. Ο διευθυντής και δάσκαλος του σχολείου, Μετζίμ, μας υποδέχθηκε και από την πρώτη του κουβέντα καταλάβαμε ένα από τα βασικά προβλήματα των μουσουλμανικών κοινοτήτων: «Δεν υπάρχουν πόροι για να κάνουμε τη δουλειά μας όπως πρέπει».

Αυτό το «δεν υπάρχουν πόροι» ήταν εμφανές σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων εκεί. Από τις ελλιπέστατες υποδομές που αντικρίσαμε όσον αφορά τους δημόσιους χώρους μέχρι την καθαριότητα η οποία είναι… απούσα από πολλές περιοχές που διαβήκαμε. Σύμφωνα με τον κ. Ιμάμ Αχμέτ, «δεν υπάρχουν οδοντιατρεία ακόμα σε κανένα από τα χωριά, ενώ η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι ανύπαρκτη. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχουν ανοίξει κάποια φαρμακεία».

Στο μειονοτικό σχολείο στη Μύκη φοιτούν περίπου 150 παιδιά και εργάζονται 10 δάσκαλοι, όπως μας είπε ο κ. Μετζίμ. «Η σπουδές είναι 50/50 ελληνικής κατεύθυνσης και τουρκικής. Πλέον τα παιδιά έρχονται σχεδόν όλα στο σχολείο. Η νοοτροπία των οικογενειών έχει αλλάξει. Άλλωστε οι οικογένειες των Πομάκων έχουν πληγεί από την ανεργία και τη μετανάστευση. Άρα δεν έχουν περιθώριο να μην λαμβάνουν τα παιδιά τους κάποια μόρφωση», συμπλήρωσε.

Και μας έδωσε την πληροφορία που εξηγούσε μία εικόνα που βλέπαμε καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας. Γυναίκες να βρίσκονται παντού. Στα χωράφια, στις εργασίες, να οδηγούν τα αυτοκίνητα, επαγγελματικά ή μη. Εικόνα που σε σχέση με τα στερεότυπα που υπάρχουν για τους μουσουλμάνους δεν συνάδει. «Οι άντρες των χωριών έχουν φύγει όλοι. Ανάλογα το μέρος που θα πάτε μπορεί να συναντήσετε και 80% γυναικείο πληθυσμό. Οι σύζυγοί τους έχουν φύγει για τα ναυπηγεία και τα εργοστάσια στη Γερμανία».

Η μυρωδιά από τα φρέσκα καπνά υπήρχε έντονη στην ατμόσφαιρα και όντως είδαμε κάποια μικρή παραγωγή μέσα στο χωριό. «Ο καπνός ήταν μονοκαλλιέργεια αλλά φρόντισε το κράτος με τους φόρους του και τα εργοστάσια που σταμάτησαν να εμπιστεύονται τα καπνά της Θράκης, ώστε να καταστραφούν οι ντόπιοι καπνοπαραγωγοί», μας είπε ο κύριος Μετζίμ.

Πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι μας για τη Θράκη και τα ιδιαίτερα χωριά της είχαμε διαβάσει για τα περίφημα γλέντια των γάμων στα Πομακοχώρια. Σε ένα σπίτι της Μύκης φαινόταν ότι πρόσφατα είχε γίνει κάποιο ευχάριστο γεγονός.

Ένα ζευγάρι Πομάκων είχε παντρευτεί. Ο αδερφός του γαμπρού και ο πατέρας του μπορεί να μην μας είπαν τα ονόματά τους αλλά κατέβηκαν από το σπίτι με χαρά να μας εξηγήσουν τι είναι αυτό το μικρό πανό που βλέπαμε κρεμασμένο στο μπαλκόνι του ζευγαριού και τι έγραφε στα τούρκικα.

«Το πανό θα μείνει για κάποιες μέρες. Έχει το μήνυμα “καλωσορίσατε στο γάμο μας”. Η τελετή γίνεται μία μέρα πριν και το γλέντι την επόμενη. Στο γλέντι είναι καλεσμένο όλο το χωριό. Στο δικό μας βέβαια ήρθαν και από τα γύρω χωριά», είπε με χαμόγελο ο πιτσιρικάς. Και συνέχισε δείχνοντάς μας εικόνες και βίντεο από το γλέντι. «Σπουδάζω αρχιτεκτονική και σε λίγο καιρό θα πάω φαντάρος», μας είπε. Και εκεί ήταν η πρώτη φορά που πήραμε την πρώτη γεύση της «διαμάχης» που υφίσταται στα Πομακοχώρια. «Εμείς εδώ είμαστε Τούρκοι», λέει ο νεαρός χωρίς ωστόσο να είναι σίγουρος για αυτό που μας μεταφέρει.

Το στολισμένο από το γάμο σπίτι στη Μύκη

«Τι σημασία έχει τι είναι ο καθένας; Ό,τι νιώθει ότι είναι ο καθένας αυτό δηλώνει», λέει στον αντίποδα ο πατέρας του και συνεχίζει: «Εμείς τα έχουμε καλά και με την Ελλάδα και με την Τουρκία. Εδώ μεγαλώσαμε, εδώ πήγαμε στρατό, αλλά έχουμε αναγκαστεί να φύγουμε γιατί δεν υπάρχουν δουλειές».

«Υπάρχουν άνθρωποι στα Πομακοχώρια που δηλώνουν Έλληνες πολίτες και άλλοι Τούρκοι», σχολιάζει ο κ. Αχμέτ ενώ ο δάσκαλος της Μύκης ήταν πιο αινιγματικός: «Υπάρχουν κάποιοι κύκλοι εκ Τουρκίας ορμώμενοι που προσπαθούν ώστε να μην υπάρχει το πομάκικο στοιχείο και η γλώσσα στις περιοχές. Σε ένα βαθμό το έχουν καταφέρει…».

Τη φωτογραφία μας παραχώρησε ο αδερφός του γαμπρού
Η Σμίνθη από ψηλα

Η Μύκη «κρυμμένη» μέσα στα βουνά

 

newsbeast.gr


Πηγή