Ισχυρή παραμένει η διάθεση για επενδύσεις στην Ελλάδα, παρά τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν σε κρίσιμους τομείς προκειμένου να βελτιωθεί περαιτέρω το επενδυτικό κλίμα. Η πλειοψηφία των επενδυτών, ήτοι το 62%, αναγνωρίζει ότι η χώρα ακολουθεί σήμερα μία πολιτική για τις επενδύσεις που την καθιστά ελκυστική, με την αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης COVID-19 να συμβάλει στη βελτίωση της εικόνας της.
Σύμφωνα λοιπόν με την έρευνα της ΕΥ Ελλάδος που τιτλοφορείται «ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα 2020», η χώρα μας κατατάσσεται στην 29η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών ως προς τον αριθμό των άμεσων ξένων επενδύσεων το 2019, από την 35η το 2018 και την 32η θέση που κατείχε κατά μέσον όρο σε βάθος δεκαετίας. Ωστόσο, το 2019 η Ελλάδα απορρόφησε το 0,34% των άμεσων ξένων επενδύσεων που έγιναν στην Ευρώπη, ποσοστό που είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με τον πληθυσμό και το ΑΕΠ της, καταγράφοντας όμως αύξηση 69% σε σχέση με τη χρονιά που προηγήθηκε. Eπίσης, θετική εξέλιξη αποτελεί και η αύξηση των επενδύσεων στον κρίσιμο τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας, ο οποίος διαμορφώθηκε την τελευταία τριετία στο 15% του συνόλου των ΑΞΕ πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο 19%.
Παρά την πανδημία, η διάθεση των επενδυτών και ιδίως των επιχειρήσεων που έχουν ήδη επενδύσει στην Ελλάδα παραμένει θετική, αντίθετα με όσους δεν έχουν παρουσία στη χώρα και εξακολουθούν να είναι πιο επιφυλακτικοί. Ετσι, το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας ως πιθανού επενδυτικού προορισμού έχει βελτιωθεί τον τελευταίο χρόνο παραμένει υψηλό (38%), εμφανίζεται ωστόσο μειωμένο σε σχέση με πέρυσι (47%). Από την άλλη, σχεδόν 7 στους 10 επενδυτές αναμένουν μεγαλύτερη βελτίωση την επόμενη τριετία. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό υπερβαίνει σημαντικά εκείνο άλλων χωρών. Επίσης, το 62% των επιχειρήσεων από 50% πέρυσι θεωρεί ότι η χώρα μας ακολουθεί σήμερα μία πολιτική για τις επενδύσεις που την καθιστά πιο ελκυστική, ενώ το 28% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι σκοπεύει να επενδύσει στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο έναντι 26% στην Πορτογαλία, 16% στη Γαλλία και 10% στο Βέλγιο.
Σε ό,τι αφορά το είδος των επενδύσεων που δρομολογούνται στο μέλλον, αυξημένο ενδιαφέρον υπάρχει για τον κλάδο της βιομηχανίας (26% από 9% πέρυσι), ενώ μειωμένο είναι το ποσοστό όσων θεωρούν ότι ο τουρισμός θα αποτελέσει την κινητήριο δύναμη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (52% από 69%). Αυτή η μείωση εξηγείται ενδεχομένως και από το πλήγμα που έχει υποστεί ο κλάδος λόγω της πανδημίας, ενώ, σύμφωνα με την έρευνα, δημιουργεί προσδοκίες για τη στροφή σε ένα παραγωγικό μοντέλο πιο ισορροπημένης ανάπτυξης. Τα στοιχεία που καθιστούν τη χώρα πιο ελκυστική είναι η ποιότητα ζωής (81%), οι υποδομές τηλεπικοινωνιών (69%) και οι δεξιότητες του ανθρωπίνου δυναμικού (66%), ενώ ένας αυξημένος αριθμός επιχειρήσεων αναφέρεται και στο σταθερό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον (65% από 38%), αλλά και στις πολιτικές της χώρας για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κλιματική αλλαγή (56% από 42%). Στις αδυναμίες συγκαταλέγονται το γραφειοκρατικό και διοικητικό περιβάλλον, η φορολογία και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Ετσι, οι επενδυτές εκτιμούν ότι για να βελτιώσει τη θέση της, η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στη στήριξη της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας (κατατάσσεται πρώτη επιλογή φέτος με ποσοστό 38% από 25% πέρυσι), στη μείωση της φορολογίας (στη δεύτερη θέση με 36% από 49%), στη βελτίωση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης (33%) και στην ενίσχυση της παιδείας και των δεξιοτήτων (31%).