Πολλοί είναι εκείνοι που αγανακτούν ξυπνώντας το πρωί βλέποντας τον ήλιο και νιώθοντας τη ζέστη και μετά από λίγες ώρες η θερμοκρασία έχει πέσει τόσο που χρειάζεσαι άλλα ρούχα από αυτά με τα οποία ξεκίνησες τη μέρα σου. Πόσω μάλλον όταν θα είδαν με τρόμο τις καταστροφικές πυρκαγιές που κατέκαψαν τεράστιες εκτάσεις στον Αμαζόνιο επί μήνες.
Πριν από περίπου 20 με 25 χρόνια οι συζητήσεις περί κλιματικής αλλαγής και τι επίπτωση θα έχει η καταστροφή που συντελείται στον πλανήτη μας, στις ζωές μας, αντιμετωπιζόταν με σκωπτικό τρόπο. Και αρκετές φορές όσοι έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου αντιμετωπίστηκαν ως γραφικοί.
Αν σκεφτούμε τι συμβαίνει την τελευταία διετία, ακόμα και σε περιοχές της Γης που μέχρι πρότινος οι καιρικές συνθήκες ήταν σχετικά ομαλές και ακολουθούσαν το μοτίβο των εποχών, είναι πλέον κάτι παραπάνω από ευκρινές ότι το ζοφερό μέλλον για το οποίο κάποιοι μας προετοίμαζαν έχει έρθει. Το ζούμε καθημερινά.
Ένας άνθρωπος ωστόσο πριν από περίπου 30 χρόνια αψήφησε αυτή την σκωπτικότητα και σκέφτηκε να κάνει κάτι το οποίο θα είχε έναν ορατό αντίκτυπο στη ζωή του, της οικογένειάς του και του περιβάλλοντος στο οποίο διαβιούσε. Ο βραβευμένος φωτογράφος Σεμπαστιάο Σαλγκάδο είδε το δάσος και μετά από 3 δεκαετίες είδε και τα δέντρα. Και μαζί με αυτά μία βιοποικιλότητα χλωρίδας και πανίδας που γεννήθηκε ξανά μέσα από τις στάχτες της.
Ο φωτογράφος με το «χρυσό» μάτι που δεν άντεξε την κτηνωδία τούτου του κόσμου
Ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο είναι ένας από τους λίγους εν ζωή πραγματικά σπουδαίους φωτογράφους στον πλανήτη μας. Έχει βραβευτεί για το έργο του και έχει μείνει στην ιστορία ως ο φωτογράφος που βλέπει τη Γη χωρίς κανένα σύνορο και τους ανθρώπους χωρίς χρώμα.
Το 2014 η ζωή του Σαλγκάδο έγινε ευρέως γνωστή μέσα από το ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς «Το Αλάτι της Γης» («The Salt of the Earth») το οποίο συνυπογράφει με τον Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάντο, γιo του καταξιωμένου Βραζιλιάνου φωτορεπόρτερ. Μεγάλο μέρος του ντοκιμαντέρ έδειξε την προσπάθεια του Σαλγκάδο και της γυναίκας του να ξαναγεννήσουν μία τεράστια έκταση «καμένης γης» στην κοιλάδα του Μέιν, του ποταμού του γλυκού νερού Rio Doce, στην Ατλαντική ακτή της Βραζιλίας. Τη γενέτειρα του βραβευμένου φωτογράφου.
«Κάποια στιγμή πήρα την απόφαση να σταματήσω τη φωτογραφία. Με είχε αναστατώσει τόσο πολύ, έβλεπα χιλιάδες θανάτους κάθε μέρα. Κι έτσι αποφάσισα να γυρίσω εκεί όπου γεννήθηκα», λέει ο Σαλγκάδο. Το 1993 είχε γίνει αυτόπτης μάρτυρας της γενοκτονίας στη Ρουάντα. Εκείνη η εμπειρία ήταν αρκετή για να μπει ένα «στοπ» σε μία τεράστια καριέρα.
Ο διάσημος φωτογράφος μαζί με τη σύζυγό του Λέλια αποφάσισε να γυρίσει πίσω στη Βραζιλία, να ζήσει στο κτήμα που κληρονόμησε από την οικογένειά του και μαζί με την ζωή του που θα έβαζε ξανά στις ράγες θα προσπαθούσε να δώσει ζωή στο Ατλαντικό δάσος, το δεύτερο σε βιοποικιλότητα μετά τον Αμαζόνιο.
Πριν από 30 χρόνια, το δάσος αυτό, στην πολιτεία Mίνας Ζεράις, πολύ κοντά στο Μπέλο Οριζόντε και τις ακτές του Ατλαντικού, είχε σχεδόν καταστραφεί ολοκληρωτικά λόγω της ανθρώπινης παρέμβασης από ξυλοκόπους αλλά και κυνηγούς.
«Η γη ήταν τόσο άρρωστη όσο ήμουν και εγώ»
Ο Σαλγκάδο προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια του μετά την εμπειρία της Ρουάντας. Η ιστορία ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο Σεμπαστιάο κληρονόμησε τη γη που ανήκε στην οικογένεια του, ένα πρώην αγρόκτημα 1.750 στρεμμάτων μέσα στο οποίο μεγάλωσε και που ανήκε στον παππού του, Χουλιάνο.
«Όταν πήραμε αυτή τη γη, ήταν λιγότερο από μισό τοις εκατό τροπικό δάσος, όπως και όλη η γύρω περιοχή», προσθέτει. «Η γη ήταν τόσο άρρωστη όσο και εγώ», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Σαλγκάδο. Όπως συμπλήρωσε όμως η ιδέα ήταν της γυναίκας του: «Η Λέλια είχε μια υπέροχη ιδέα, μια τρελή ιδέα. Μου είπε: «Γιατί δεν επαναφέρουμε το τροπικό δάσος που υπήρχε νωρίτερα; Λες πως έχεις γεννηθεί στον παράδεισο. Ας χτίσουμε τον παράδεισο ξανά».
Από εκείνη τη μέρα σχολίασε ότι ο μοναδικός του στόχος και της γυναίκας του έγινε η αναδάσωση και η οικολογική σωτηρία της περιοχής. Ας δούμε όμως τα νούμερα για να καταλάβουμε ακριβώς το πριν και το μετά του μεγαλεπήβολου εγχειρήματος του Σεμπαστιάν και της Λέλια.
Tο 1999 όταν και μπήκε μπροστά το «τρελό» σχέδιο, πάνω από το 50% της ντόπιας χλωρίδας είχε «πεθάνει». Μόλις 40.000 φυτά και δέντρα είχαν μείνει. Στοιχεία έρευνας έναν χρόνο πριν είχε δείξει ότι το Ατλαντικό δάσος είχε συρρικνωθεί σε λιγότερο από 10% του αρχικού του μεγέθους.Για να καταφέρει ο Σαλγκάδο και η γυναίκα του να φέρουν εις πέρας το σχέδιο τους αναγκάστηκαν να επενδύσουν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους. Επίσης για τους σκοπούς του πρότζεκτ έφτιαξαν το «Ινστιτούτο Τέρα», έναν περιβαλλοντολογικό οργανισμό που θα είχε ως μόνο σκοπό την αναβίωση της βιοποικιλότητας της κοιλάδας του Rio Doce.
Mέσα σε 20 χρόνια, φυτευτήκαν 290 είδη ιθαγενών δένδρων, ενώ έχουν επιστρέψει για να ζήσουν ξανά στην περιοχή 172 διαφορετικά είδη πουλιών, 33 είδη θηλαστικών, 15 είδη ερπετών και 15 αμφιβίων που είχαν εγκαταλείψει το δάσος στα τέλη της δεκαετίας του ΄90.
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι το σημαντικότερο άγριο θηλαστικό της περιοχής, ο ιαγουάρος, που είχε μετακινηθεί αλλού λόγω της απώλειας του φυσικού του περιβάλλοντος, επανήλθε. Μέχρι σήμερα, έχουν φυτευτεί πάνω από 2.5 εκατομμύρια δενδρύλλια ενδημικών ειδών του Ατλαντικού δάσους.
O μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής
Ο Σαλγκάδο σε συνεντεύξεις του έχει αναφέρει ότι «για να οικοδομήσουμε την ανάπτυξη και την οικονομία της πατρίδας μας, την καταστρέψαμε». Το πλάνο του ίδιου και της συζύγου του δεν είχε μόνο ως αποτέλεσμα να αναγεννηθεί από τις στάχτες του ένα σπάνιας ομορφιάς δάσος αλλά και να αναπτυχθεί συνολικά και με υγιές τρόπο όλη περιοχή της κοιλάδας.
«Γεννήθηκα το 1944 στη Βραζιλία μέσα σ’ ένα αγρόκτημα, μεγαλύτερο μέρος του οποίου ήταν τροπικό δάσος. Ένα εκπληκτικό μέρος. Έζησα με απίθανα πουλιά και ζώα. Κολύμπησα σε ποτάμια με καϊμάν. Ζούσαν περίπου 35 οικογένειες σ’ εκείνο το κτήμα και ό,τι παρήγαμε το καταναλώναμε. Πολύ λίγα πράγματα πήγαιναν στην αγορά. Μια φορά το χρόνο, το μόνο προϊόν που έφτανε στην αγορά ήταν τα βοοειδή που παρήγαμε. Ταξιδεύαμε 45 ημέρες περίπου για να φτάσουμε στο σφαγείο και 20 ημέρες για να επιστρέψουμε ξανά στο αγρόκτημα», ανέφερε ο Σαλγκάδο.
«Όπως καταστρέψαμε εμείς τη Βραζιλία το ίδιο έγινε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, και στην Ινδία, παντού στον πλανήτη. Για να οικοδομήσουμε την ανάπτυξη, ερχόμαστε σε μια τεράστια αντίφαση καταστρέφοντας τα πάντα γύρω μας. Αυτή η φάρμα που είχε χιλιάδες βοοειδή τώρα είχε μερικές εκατοντάδες και δεν ξέραμε πώς να το αντιμετωπίσουμε», επισήμανε.
Και εξηγώντας πώς το έκανε συμπλήρωσε ότι «πήγα λοιπόν να δω έναν καλό φίλο που ανάπλαθε δάση να μας φτιάξει ένα πλάνο και ξεκινήσαμε. Αρχίσαμε να φυτεύουμε και τον πρώτο χρόνο χάσαμε πολλά δέντρα, τον δεύτερο λιγότερα, και σιγά-σιγά, αυτή η νεκρή γη άρχισε ν’ αναγεννάται.
Αρχίσαμε να φυτεύουμε εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα, μόνο τοπικά είδη, αυτόχθονα, ώστε να δημιουργήσουμε ένα οικοσύστημα ίδιο μ’ εκείνο που καταστράφηκε. Και η ζωή επανήλθε μ’ έναν θαυμάσιο τρόπο. Ήταν αναγκαίο για μας να μετατρέψουμε τη γη μας σε εθνικό πάρκο. Τη μεταμορφώσαμε. Δώσαμε τη γη πίσω στη φύση».
Πλέον το ινστιτούτο που έφτιαξε το ζεύγος Σαγλκάδο είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης στην περιοχή καθώς έχουν ήδη φυτευτεί 2,5 εκατομμύρια δέντρα. Έργο που χρειάζεται χέρια καθώς μετά τη δημιουργία και την γέννηση έρχεται και η εξέλιξη. Και για ένα μέρος όπως εκείνο σημαντικό στοιχείο είναι η διατήρηση της άγριας ζωής.