Με αύξηση του τζίρου κατά 3,2% σε σύγκριση με το 2018 εκτιμάται ότι έκλεισε το 2019 για τον κλάδο των σούπερ μάρκετ, εκτίμηση η οποία βρίσκεται κοντά στις προβλέψεις που είχαν γίνει στις αρχές του έτους, αν και ελαφρώς αναθεωρημένη προς τα κάτω. Το τίμημα, βεβαίως, για τη θετική μεν αλλά ουδόλως εντυπωσιακή αυτή επίδοση είναι χαμηλά περιθώρια κέρδους και περιορισμένη ρευστότητα για τον κλάδο, φαινόμενα που σχετίζονται με την ένταση του ανταγωνισμού, η οποία την τελευταία διετία έχει «χτυπήσει κόκκινο» και εκφράζεται κυρίως μέσα από τις εκτεταμένες προσφορές και την επέκταση σε νέα σημεία πώλησης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με κλαδική έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία «Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.» και παρουσιάζει σήμερα η «Καθημερινή» της Κυριακής, το συνολικό μέγεθος της αγοράς των αλυσίδων σούπερ μάρκετ διαμορφώθηκε το 2019 σε 12,36 δισ. ευρώ από 11,98 δισ. ευρώ το 2018, επιστρέφοντας για πρώτη φορά στα επίπεδα του 2010, χρονιά κατά την οποία είχε εκδηλωθεί μεν η κρίση, αλλά ακόμη οι συνέπειές της δεν ήταν τόσο έντονες στον εν λόγω κλάδο. Μεσοπρόθεσμα, προβλέπεται ότι το συνολικό μέγεθος της αγοράς των αλυσίδων σούπερ μάρκετ θα διαμορφωθεί σε 13,69 δισ. ευρώ το 2022, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 3,5% τη χρονική περίοδο 2020-2022.

«O ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος και εντοπίζεται μεταξύ των υφιστάμενων εταιρειών στην προσπάθεια αύξησης του μεριδίου τους στην αγορά. Η σημερινή κατάσταση των επιχειρήσεων έχει διαμορφωθεί έπειτα από σημαντικές εξελίξεις όπως συγχωνεύσεις και εξαγορές, εξορθολογισμό του δικτύου τους και άλλα, προκειμένου να ενισχύσουν τη βιωσιμότητά τους, μετά τη μεγάλη πίεση που δέχθηκαν από τον περιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών», επισημαίνει ο κ. Βασίλης Ρεγκούζας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της «Στόχασις».

Η αύξηση του τζίρου, έστω και στα επίπεδα του 3%, δεν σημαίνει αντίστοιχη άνοδο της κερδοφορίας. Τα περιθώρια κέρδους στον κλάδο, τα οποία ούτως ή άλλως ποτέ δεν κινούνταν σε ιδιαιτέρως υψηλά επίπεδα –κάτι το οποίο χαρακτηρίζει εν γένει το λιανεμπόριο–, παραμένουν πολύ χαμηλά. Το περιθώριο καθαρού κέρδους διαμορφώθηκε σε μόλις 0,75% το 2018, του λειτουργικού κέρδους σε 1,56%, ενώ το περιθώριο μεικτού κέρδους στο 22,79%.

Το γεγονός βέβαια ότι ο βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο έχει ενισχυθεί σημαντικά από το 2016 και μετά, έχει ως αποτέλεσμα οι μεγάλοι «παίκτες» να επιτυγχάνουν υψηλότερα περιθώρια κέρδους, ακόμη και αν αξιοποιούν μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού τους για τη χρηματοδότηση προωθητικών ενεργειών. Ετσι, επτά στις δέκα μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ξεπερνούν τον μέσο όρο του μεικτού κέρδους του συνόλου των εξεταζόμενων επιχειρήσεων του κλάδου.

Επιπλέον, όπως επισημαίνει η υπεύθυνη των κλαδικών μελετών της «Στόχασις», Κατερίνα Ματσούκα, τα συνολικά κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) του κλάδου σταθεροποιήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα τη διετία 2017-2018 σε σχέση με το 2016. Οι τιμές του δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών την ίδια περίοδο επανήλθαν στα επίπεδα του 2014 (το 2018 ήταν 1,89, το 2017 1,86 και το 2014 1,85) και δείχνουν, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης, ότι ο κλάδος παραμένει ευπρόσβλητος σε πιθανές μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος.

Στη μελέτη επίσης αποτυπώνονται το μεγάλο ύψος του δανεισμού του κλάδου, λόγω και των χρηματοδοτικών αναγκών που προέκυψαν για την πραγματοποίηση εξαγορών, η αξιοποίηση των ταμειακών διαθεσίμων για την πραγματοποίηση προσφορών, καθώς και η μείωση του χρόνου πληρωμής των προμηθευτών, εξέλιξη που προέκυψε λόγω κρίσης και ειδικά μετά την υπόθεση «Μαρινόπουλου». Ετσι, λοιπόν, καταγράφεται μείωση των δεικτών ρευστότητας, ειδικά αυτών γενικής και άμεσης. Το 2018 ο δείκτης γενικής ρευστότητας (ο λόγος του κυκλοφορούντος ενεργητικού προς τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις) διαμορφώθηκε σε 0,59 από 0,69 το 2017 και 0,72 το 2016. Ο δείκτης της άμεσης ρευστότητας (ο λόγος δηλαδή του κυκλοφορούντος ενεργητικού και των αποθεμάτων προς τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις) διαμορφώθηκε το 2018 σε 0,26 από 0,35 το 2017, ενώ ο αντίστοιχος της ταμειακής ρευστότητας (διαθέσιμα προς βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις) ήταν στο επίπεδο του 0,12, χαμηλότερα σε σύγκριση με το 2017 (0,14) και το 2016 (0,20), αλλά σε υψηλότερα επίπεδα από το 2010 (0,08). «Οι περιορισμένες τιμές των χρηματοοικονομικών δεικτών ρευστότητας είναι σχετικά σύνηθες φαινόμενο στο λιανικό εμπόριο, γεγονός που ορισμένες φορές δυσχεραίνει το “περιθώριο ασφαλείας”, τονίζεται στη μελέτη.

Κρίσιμο το 2020 

Χρονιά εξελίξεων στον κλάδο των σούπερ μάρκετ αναμένεται να είναι το 2020, καθώς πλέον ο «κουρνιαχτός» από τις μεγάλες ανακατατάξεις που επήλθαν από το 2016 κι έπειτα (συγχώνευση Σκλαβενίτη – Μαρινόπουλου, My Market – Βερόπουλου και Μασούτη – Προμηθευτικής) έχει «καθίσει». Παράλληλα, οι μακροοικονομικές συνθήκες θεωρούνται πιο ομαλές και πιο κατάλληλες πλέον για να εξαχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα και να ληφθούν επιχειρηματικές αποφάσεις χωρίς την πίεση που δημιουργούν de facto οι έκτακτες συνθήκες. Σκλαβενίτης, Μy Market (ΜΕΤΡΟ ΑΕΒΕ) και Μασούτης δύσκολα θα προχωρήσουν σε μια νέα εξαγορά, καθώς ακόμη επιχειρείται η ομαλοποίηση της λειτουργίας μετά τις προαναφερθείσες συγχωνεύσεις. Εν τω μεταξύ, η ΑΒ Βασιλόπουλος αναζητεί τρόπο ενίσχυσης του τζίρου της, καθώς από το 2017 μετράει απώλειες, αλλά και των περιθωρίων κέρδους της, τα οποία υφίστανται πίεση λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόκειται για την αλυσίδα που έχει κυρίως βρεθεί στο επίκεντρο φημών και σεναρίων για πραγματοποίηση μιας μεγάλης εξαγοράς.

kathimerini.gr