Σχεδόν αφορολόγητη και πιο εύκολη είναι από φέτος η λήψη δανείου, από εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα.

Με την αλλαγή της νομοθεσίας που ισχύει για τα εισοδήματα του 2020, που θα φορολογηθούν το 2021, η «παροχή σε είδος» συνίσταται πλέον στη διαφορά μεταξύ των τόκων που πλήρωσε ο δανειζόμενος από την εταιρεία και του τρέχοντος επιτοκίου που ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η σημαντικότερη αλλαγή είναι ότι πλέον, δεν απαιτείται έγγραφη συμφωνία για τη λήψη του δανείου, ενώ αναφορικά με τους εργαζόμενους, υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, για το αν θα χαρακτηριστεί το δάνειο ως «παροχή σε είδος» ή όχι.

Επίσης σημασία έχει η διαδικασία αποπληρωμής του και αν γίνεται με παρακράτηση ολόκληρων μισθών στους επόμενους μήνες ή με τμήμα των μισθών.

Με εγκύκλιο της ΑΑΔΕ παρέχονται διευκρινίσεις σχετικά με τις αλλαγές που επέφερε ο ν.4646/2019 αναφορικά με τις παροχές σε είδος με τη μορφή δανείου προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα.

Ειδικότερα, με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι σε περίπτωση παροχής σε είδος με τη μορφή δανείου, ανεξαρτήτως εάν η σύμβαση έχει συναφθεί εγγράφως ή όχι, το ύψος της παροχής συνίσταται στη διαφορά που προκύπτει μεταξύ των τόκων που θα κατέβαλε ο εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος στη διάρκεια του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έλαβε την παροχή, εάν το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν το μέσο επιτόκιο αγοράς κατά τον ίδιο μήνα και των τόκων που τυχόν κατέβαλε ο εργαζόμενος στη διάρκεια του εν λόγω ημερολογιακού μήνα.

Με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται ρητά ότι, πλέον, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες το δάνειο δεν έχει περιβληθεί τη μορφή έγγραφης συμφωνίας, ως παροχή σε είδος, λαμβάνεται η διαφορά των τόκων που προκύπτει κατά τα ανωτέρω και όχι το σύνολο του αρχικού κεφαλαίου του δανείου, όπως ίσχυε με τις προγενέστερες διατάξεις.

Διευκρινίζεται ότι, προκειμένου για την εφαρμογή της διάταξης αυτής εναπόκειται στα μέρη να αποδείξουν τόσο την ύπαρξη δανείου όσο και τους όρους της δανειακής σύμβασης. Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό της ως άνω διαφοράς τόκων, επί μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας δανείου, εναπόκειται στα αντισυμβαλλόμενα μέρη να αποδείξουν τη διάρκεια του δανείου, επιτόκιο, δόσεις, σκοπό κλπ, με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο (πχ σχετικές εγγραφές στα βιβλία της εργοδότριας επιχείρησης και καταβολή και επιστροφή του δανείου με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, κλπ).

Σε όσες περιπτώσεις δεν υφίσταται έγγραφη σύμβαση δανείου και δεν είναι δυνατό να αποδειχθούν οι όροι της δανειακής σύμβασης, θεωρείται ότι το δάνειο έχει ληφθεί με μηδενικό επιτόκιο (άτοκο) και ως μέσο επιτόκιο αγοράς λαμβάνεται το επιτόκιο που ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδας για τις υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς για το μήνα κατά τον οποίο ελήφθη η παροχή (ΠΟΛ.1034/2014 Απόφαση Υφυπουργού Οικονομικών).

Οι προκαταβολές μισθών

Αναφορικά με τις προκαταβολές μισθών, η νομοθεσία προβλέπει (ΠΟΛ.1219/2014) ότι ποσά που υπερβαίνουν τους τρεις (3) μισθούς, θεωρούνται δάνειο. Δεδομένου ότι με τις νέες διατάξεις απαλείφεται η φράση «η προκαταβολή μισθού άνω των τριών (3) μηνών θεωρείται δάνειο», διευκρινίζεται ότι στο πλαίσιο των νέων διατάξεων προκαταβολές μισθών, ανεξαρτήτως του ύψους τους, δεν θεωρούνται δάνειο όταν εξοφλούνται στο σύνολό τους, έναντι των αντίστοιχων μελλοντικών μισθών, ήτοι για τους επόμενους μήνες δεν θα καταβληθούν στον εργαζόμενο οι αποδοχές του, έως ότου αποσβεστεί ολοσχερώς το ποσό της προκαταβολής.

Αντίθετα, σε περίπτωση που οι προκαταβολές μισθών εξοφλούνται δια μηνιαίων κρατήσεων από τις αποδοχές του εργαζομένου, θεωρούνται δάνειο και ως εκ τούτου συνιστούν παροχή σε είδος για την οποία εφαρμόζονται τα ως άνω οριζόμενα.

Παράδειγμα: Έστω ότι εργαζόμενος με μηνιαίες αποδοχές 1.000 ευρώ λαμβάνει από τον εργοδότη του τον Μάρτιο ποσό 2.500 ευρώ (2,5 μισθούς) ως προκαταβολή μισθού και συμφωνείται ότι δεν θα του καταβληθούν καθόλου αποδοχές για τους επόμενους μήνες μέχρι να αποπληρωθεί το εν λόγω ποσό. Πιο συγκεκριμένα, δεν θα του καταβληθούν αποδοχές για τον Απρίλιο και τον Μάιο ενώ τον Ιούνιο θα λάβει μειωμένες αποδοχές (500 ευρώ).

Στη προκειμένη περίπτωση, το συνολικό ποσό των 2.500 ευρώ δεν θεωρείται δάνειο και ως εκ τούτου δε συνιστά παροχή σε είδος, καθόσον δεν πραγματοποιείται εξόφληση δια μηνιαίων κρατήσεων, λόγω του ότι ο εργαζόμενος λαμβάνει αποδοχές, κατά τον τελευταίο μήνα (Ιούνιο) αφότου έχει αποσβεστεί ολοσχερώς το οφειλόμενο ποσό.

Για τις προκαταβολές μισθών που συνιστούν δάνειο, κατά τα ανωτέρω, ως μέσο επιτόκιο αγοράς για τον προσδιορισμό της διαφοράς των τόκων λαμβάνεται το χαμηλότερο από τα επιτόκια κάθε κατηγορίας δανείου, όπως ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, κατά το μήνα χορήγησης της προκαταβολής.


Πηγή