Στην ψηφιακή μάχη κατά της covid-19, οι κολοσσοί της τεχνολογίας ένωσαν τις δυνάμεις τους απέναντι στις κυβερνήσεις. Και, όπως γράφει το Politico, κέρδισαν.

Την ώρα που οι αρχές στην Ευρώπη κινούνταν στην κατεύθυνση της ανάπτυξης εφαρμογών για την ανίχνευση της εξάπλωσης του κορονοϊού, η Apple και η Google ουσιαστικά διαμόρφωσαν τους όρους για την ανάπτυξη των εργαλείων, που τώρα αναμένεται να χρησιμοποιηθούν στην ΕΕ και όχι μόνο από τον επόμενο μήνα.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι δύο τεχνολογικοί κολοσσοί εφάρμοσαν σκληρή στάση με πολιτικούς οι οποίοι έδειξαν σκληρή στάση με πολιτικούς που είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους. Οι εταιρείες επίσης πλεύρισαν δυνάμεις από το μέτωπο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων προκειμένου να καθησυχάσουν τις ανησυχίες αναφορικά με το ενδεχόμενο κυβερνητικής παρακολούθησης.

Οι αξιωματούχοι ζύγισαν την ανάγκη προστασίας της ιδιωτικότητας και τον στόχο της δημόσιας υγείας, την αντιμετώπιση δηλαδή του κοορνοϊού. Τεχνολογικές εταιρείες και οργανώσεις προστασίας των προσωπικών δεδομένων άφησαν στην άκρη τις παλιές διαφωνίες τους για να βρουν τρόπο να φτιάξουν εφαρμογές για την covid-19, συχνά συμπυκνώνοντας δουλειά μηνών μέσα σε λίγες εβδομάδες. Οι πολιτικοί έμειναν να αποφασίσουν εάν θα πορεύονταν μόνοι ή εάν θα βάδιζαν από κοινού με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της Silicon Valley, με τις «take it or leave it» προσφορές τους.

«Δεν παίρνω θέση κατά της Apple ή της Google» δηλώνει ο υπουργός ψηφιακής πολιτικής της Γαλλίας Cedric O στο Politico, αφότου άσκησε κριτική δημοσίως στις εταιρείες, που αρνούνται να συνεργαστούν με την ανεξάρτητη εφαρμογή του Παρισιού για τον κορονοϊό. «Λέω πως δεν θέλω να με περιορίζει από τις επιλογές εσωτερικής πολιτικής καμίας εταιρείας, σε θέματα δημόσιας υγείας».

Την ώρα που οι κυβερνήσεις δίνουν μάχη για να θέσουν τον ιό υπό έλεγχο, η παράδοξη συμμαχία ορισμένων από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές εταιρείες στον κόσμο με οργανώσεις για την προστασία της ιδιωτικότητας έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς.

«Ελπίζουμε να χαλιναγωγήσουμε τη δύναμη της τεχνολογίας για να βοηθήσουμε τις χώρες σε όλο τον κόσμο να επιβραδύνουν την εξάπλωση της covid-19» ανέφεραν οι εταιρείες όταν ανακοίνωσαν την πρωτοβουλία τους, τον περασμένο μήνα. Αλλά αρνήθηκαν και οι δύο να σχολιάσουν τις σχέσεις τους με κυβερνήσεις αναφορικά με τη δημιουργία εφαρμογών για smartphone, παρότι μηχανικοί που εμπλέκονταν στο εγχείρημα εξήγησαν πως είναι θέμα των κυβερνήσεων, και όχι εταιρειών, να καθορίσουν ποια προσέγγιση θα χρησιμοποιήσουν.

Τον επόμενο μήνα, οι χώρες της ΕΕ θα παρουσιάσουν εφαρμογές που θα χρησιμοποιούν την τεχνολογία των κινητών τηλεφώνων για να παρακολουθήσουν τις διαδράσεις των ανθρώπων, πληροφορώντας τον πληθυσμό εάν έρθει σε επαφή με ανθρώπους που έχουν μολυνθεί με τον κορονοϊό.

Τα περισσότερα από τα προγράμματα, που μπορεί να χρησιμοποιούνται και το 2021, βασίζονται στην προσέγγιση που υποστήριξαν η Google και η Apple, συχνά κόντρα στις αρχικές προτάσεις που είχαν διατυπωθεί.

Η ικανότητα των εταιρειών αυτών να γίνουν τα πράγματα με τον τρόπο τους, να «ορίσουν το παιχνίδι», συχνά με την υποστήριξη υπερασπιστών της ιδιωτικότητας και της ασφάλειας των δεδομένων, εγείρει ερωτήματα για τον ρόλο των μεγάλων της τεχνολογίας στο πώς οι κυβερνήσεις ανταποκρίνονται σε παγκόσμιες κρίσεις δημόσιας υγείας.

Οι εφαρμογές που θα είναι σύντομα διαθέσιμες στηρίζονται σε διαδικασίες της Google και της Apple, αλλά υπάρχουν και αυτές που είναι ανεξάρτητες αυτών, και το μπέρδεμα θα μπερδέψει και τη στρατηγική της Ευρώπης στην προσπάθεια συντονισμένης απόκρισης μεταξύ των 27 χωρών – μελών αλλά και αλλού, αφού τα διαφορετικά ψηφιακά εργαλεία δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

«Η δια-λειτουργικότητα αυτών των εφαρμογών είναι τυφλό σημείο» δηλώνει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris-Saclay Michel Beaudouin-Lafon. «από τεχνικής άποψης, θα είναι δύσκολο να τις βάλεις να ‘συνομιλούν΄».

Το παράδειγμα της Γερμανίας

Τέτοιες «εντάσεις» είναι πολύ ξεκάθαρες στη Γερμανία.

Στις αρχές του προηγούμενου μήνα, μία οργάνωση προώθησε μία «εργαλειοθήκη», που είχε αναπτυχθεί με ακόμα 130 ειδικούς της τεχνολογίας από οκτώ ώρες, για την κατασκευή εφαρμογών που θα μπορούσαν να εντοπίζουν πιθανά κρούσματα κορονοϊού. Το σχέδιο επέτρεπε την καταχώριση όλων των στοιχείων σε έναν κεντρικό σέρβερ και τη παροχή πρόσβασης σε ορισμένες από τις πληροφορίες σε επιδημιολόγους και αρμόδιους, ώστε να αναλύουν την εξάπλωση του ιού παγκοσμίως.

Μέσα σε λίγες ημέρες, η πρωτοβουλία είχε βρει τοίχο. Στις 10 Απριλίου, Google και Apple ανακοίνωσαν πως είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους για την ανάπτυξη λογισμικού που θα επέτρεπε σε εφαρμογές, που έχουν τη στήριξη των κυβερνήσεων, να εντοπίζουν πιθανές μολύνσεις ακόμα και «τρέχοντας» στο παρασκήνιο των κινητών. Η προσέγγισή τους βασιζόταν στα στοιχεία που παραμένουν, κατά κύριο λόγο, στις συσκευές τηλεφώνων. Και οι δύο εταιρείες αρνήθηκαν να ανοίξουν την τεχνολογία τους σε κυβερνήσεις πιέζοντας για συγκεντρωτική αποθήκευση πληροφοριών, στρατηγική που θεωρείται ευάλωτη στην κρατική κατασκοπεία.

Γερμανοί εμπειρογνώμονες για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την ασφάλεια ανέλαβαν γρήγορα δράση και άρχισαν να συζητούν εάν θα υποστηρίξουν την Apple και την Google. Άλλοι διερωτήθηκαν εάν οι προσπάθειες των εταιρειών θα εδραίωναν την ήδη κυρίαρχη θέση τους στην αγορά smartphone. Όμως, μέχρι τα τέλη Απριλίου, μετά από παρόμοιες προειδοποιήσεις διεθνών ερευνητών από περισσότερες από 25 χώρες, έξι οργανώσεις πολιτικών ελευθεριών έστειλαν ανοιχτή επιστολή στη γερμανική κυβέρνηση, επικρίνοντας την αποθήκευση δεδομένων των πολιτών σε ένα μέρος και προειδοποιώντας ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική κυβερνητική επιτήρηση.

Δύο ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση Μέρκελ παρενέβη και απέρριψε τις αρχικές προτάσεις υπέρ αυτών που προωθούνται από την Google και την Apple.

«Η συζήτηση μεταξύ των ειδικών σκότωσε την αξιοπιστία της τεχνολογίας» δήλωσε Γερμανός αξιωματούχος στο Politico. «Γι’ αυτό αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τη διαφορετική προσέγγιση». Την απόφαση του Βερολίνου ακολούθησα σύντομα και άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία και η Ιταλία, με τους αρμόδιους να επιλέγουν την αποκεντρωμένη προσέγγιση, συνειδητοποιώντας πως θα είναι καλύτερα να «συνεταιριστούν» με τους τεχνολογικούς κολοσσούς , και τους Γερμανούς, εάν οι εφαρμογές για τον κορονοϊό επρόκειτο να κυκλοφορούν σε όλη την ΕΕ. Η Κομισιόν ξεκαθάρισε πως εναπόκειται στις εθνικές κυβερνήσεις να αποφασίσουν ποια εφαρμογή θα χρησιμοποιήσουν, αλλά απηύθυνε έκκληση να βρουν τρόπους τα εργαλεία αυτά να επικοινωνούν διασυνοριακά.

«Πρέπει να συζητήσουμε το πώς η Σίλικον Βάλεϊ αναλαμβάνει ολοένα και περισσότερο τον ρόλο του εθνικού κράτους» σημείωσε κυβερνητικός αξιωματούχος της Γερμανίας στο Politico. «Αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό εν μέσω πανδημίας».

Η Γερμανία σχεδιάζει τώρα να αποκαλύψει την εφαρμογή της, με την υπογραφή των Deutsche Telekom και SAP, στα μέσα Ιουνίου, πολλές εβδομάδες μετά τον αρχικό σχεδιασμό, εν μέρει επειδή οι τεχνολογικοί γίγαντες δεν δίνουν έναν παράγοντα – κλειδί του λογισμικού μέχρι τα μέσα του Μαΐου.

Η αντίθεση της Γαλλίας

Παρότι η Γερμανία αρχικά συμφώνησε με την Apple και τη Google, η Γαλλία ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο και κατέληξε σε σύγκρουση μαζί τους. Η γαλλική προσπάθεια άρχισε στα μέσα Μαρτίου, κι ενώ ο υπουργός Εσωτερικών δήλωνε πως οι «εφαρμογές κορονοϊού» δεν είναι μέρος της γαλλικής κουλτούρας, ο υπουργός ψηφιακής πολιτικής έκανε ήδη σχετικά σχέδια με τους συμβούλους του.

Οι ειδικοί στο Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας στην Επιστήμη των Υπολογιστών και Αυτοματισμού της Γαλλίας τον Μάρτιο επικοινώνησαν αρχικά με την Apple – χωρίς την υποστήριξη της γαλλικής κυβέρνησης – με τεχνικές ερωτήσεις σχετικά με το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα τέτοιο εργαλείο ανίχνευσης, σύμφωνα με πρόσωπο που συμμετείχε στις συζητήσεις.

Μέχρι τις αρχές Απριλίου, οι αξιωματούχοι είχαν επιβεβαιώσει ότι εργάζονταν σε μια εφαρμογή που θα λειτουργούσε συγκεντρώνοντας τα δεδομένα των χρηστών – μια προσέγγιση που είχε επίσης αγκαλιάσει η Γερμανία, έως ότου η Google και η Apple παρουσίασαν τα σχέδιά τους στα μέσα Απριλίου. Γάλλοι ειδικοί δήλωσαν στην POLITICO ότι πολλοί που συμμετείχαν στο έργο θεωρούσαν ότι η συγκεντρωτική προσέγγιση ήταν πιο φιλική προς την προστασία της ιδιωτικής ζωής σε σύγκριση με την αποθήκευση δεδομένων μόνο στα τηλέφωνα. Δεν συμφώνησαν όλοι. Εν μέσω έντονης συζήτησης για πιθανή κυβερνητική παρακολούθηση, πολλοί υπέρμαχοι των σχεδίων των Apple και Google αποκλείστηκαν από το  StopCovid app project.

Η Γαλλία προχώρησε με τη δική της εφαρμογή που δεν πρόκειται να λειτουργεί πλήρως σε συσκευές Apple και Google.

Το Λονδίνο κινείται κάπου στη μέση

Έπειτα από μία αρχικά δυσκίνητη απόκριση στην παγκόσμια κρίση δημόσιας υγείας, το Λονδίνο, όπως γράφει το Politico, επιχείρησε να δείξει πως είναι μπροστά στην προσπάθεια αντιμετώπισης της covid-19 και στις αρχές Μαρτίου άρχισε να ασχολείται με μια πιθανή εφαρμογή που είχε αποδειχθεί επιτυχής στην Ασία.

Η συζήτηση εστιάστηκε κι εδώ στη συγκεντρωτική αποθήκευση των δεδομένων των πολιτών, στρατηγική που ακολουθούσαν κι άλλες χώρες της Ευρώπης. Πριν την απόφαση της Google και της Apple να ακολουθήσουν διαφορετική πορεία, έγιναν ανεπίσημες συζητήσεις μεταξύ των στελεχών κυβερνητικών υποθέσεων των εταιρειών και ορισμένων στο Westminster για να ενημερώσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για τα επερχόμενα σχέδια. Ωστόσο, δεν υπήρξε καμία επίσημη ενημέρωση στη βρετανική κυβέρνηση.

Το Λονδίνο εξακολουθεί να σχεδιάζει την εφαρμογή του σε εθνικό επίπεδο έως τα τέλη Μαΐου και ήδη περισσότεροι από 64.000 πολίτες την έχουν κατεβάσει στο πλαίσιο της δοκιμαστικής φάσης.

Ωστόσο, αξιωματούχοι έχουν επίσης εγκρίνει σχέδια για ένα άλλο εργαλείο εντοπισμού – αυτή τη φορά με βάση την προσέγγιση της Google και της Apple – σε περίπτωση που οι τεχνικοί περιορισμοί της τρέχουσας εφαρμογής δεν μπορούν να ξεπεραστούν.

Οι υπεύθυνοι λένε πως κρατούν κάθε οδό ανοιχτή.

Την ώρα πάντως που το Λονδίνο κλίνει προς το να κινηθεί στην κατεύθυνση των τεχνολογικών κολοσσών, οι υπέρμαχοι της ιδιωτικότητας επισημαίνουν την ειρωνεία: Έπειτα από χρόνια επικρίσεων στην Google και την Apple για μη προστασία των προσωπικών δεδομένων, αυτοί οι τεχνολογικοί κολοσσοί γίνονται οι «φύλακες» που θα σταματήσουν πιθανή κυβερνητική παρακολούθηση- μια θέση που θα εδραιώσει ακόμα περισσότερο τη θέση τους στις ψηφιακές ζωές των ανθρώπων.

Πηγή