Ενας τρόπος κάλυψης των τεκμηρίων είναι η ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί τα προηγούμενα έτη.

Είναι γνωστό ότι στις περιπτώσεις που το συνολικό εισόδημα που δηλώθηκε από τον φορολογούμενο και τη σύζυγό του είναι χαμηλότερο από το εισόδημα που προσδιορίζεται με βάση τα «τεκμήρια» διαβίωσης και απόκτησης, η προκύπτουσα διαφορά φορολογείται κατά περίπτωση ως εισόδημα από μισθωτή εργασία, ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, κ.λπ. Ταυτόχρονα το τεκμαρτό εισόδημα επιβαρύνεται και με ειδική εισφορά αλληλεγγύης.

Προκειμένου να αποφευχθεί αυτό, οι φορολογούμενοι πρέπει να καλύψουν τη διαφορά που προκύπτει, δηλώνοντας στη φορολογική τους δήλωση τα ακόλουθα ποσά, τα οποία πρέπει να έχουν πραγματικά εισπραχθεί και για τα οποία φέρουν το βάρος απόδειξης:

α) Πραγματικά εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν στο οικείο έτος, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, από τον ίδιο τον φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα εξαρτώμενα μέλη του και τα οποία απαλλάσσονται από τον φόρο ή φορολογούνται με ειδικό τρόπο. Τέτοια εισοδήματα αποτελούν η αποζημίωση λόγω απόλυσης από την εργασία, τα κέρδη από αμοιβαία κεφάλαια, οι τόκοι από έντοκα γραμμάτια και ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, οι τόκοι από καταθέσεις στις τράπεζες, κ.λπ.

β) Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τις ισχύουσες διατάξεις (π.χ. το εφάπαξ λόγω συνταξιοδότησης, μια αποζημίωση από ασφαλιστική εταιρεία κ.λπ.).

γ) Χρηματικά ποσά που προέρχονται από τη διάθεση περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ακινήτων, αυτοκινήτων, κινητών πραγμάτων, μετοχών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων κινητών αξιών) στο οικείο έτος. Από το τίμημα πώλησης που εισπράχθηκε αφαιρείται το κόστος απόκτησης, δηλαδή το τίμημα που καταβλήθηκε εντός του ιδίου ή σε κάποιο προηγούμενο έτος για την αγορά του περιουσιακού στοιχείου.

δ) Χρηματικά ποσά συναλλάγματος (ή και ευρώ) που εισήγαγε στην Ελλάδα ο φορολογούμενος, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή τους στην αλλοδαπή. Για τα ποσά που εισάγονται, απαιτείται πρωτότυπο παραστατικό που εκδίδει η τράπεζα με το οποίο θα μπορεί να εξακριβωθεί ότι ο φορολογούμενος είναι ο δικαιούχος του εισαγόμενου χρηματικού κεφαλαίου, το ύψος του εισαγόμενου ποσού, το νόμισμα, η ευρωποίησή του και η χώρα προέλευσης.

ε) Δάνεια τα οποία έχουν ληφθεί κατά το οικείο έτος και αποδεικνύονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας.

στ) Δωρεά ή γονική παροχή χρημάτων για τις οποίες η οικεία φορολογική δήλωση (δωρεάς ή γονικής παροχής) έχει υποβληθεί μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.

Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, όταν πρέπει να καλυφθεί δαπάνη για απόκτηση περιουσιακού στοιχείου θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η είσπραξη του σχετικού ποσού έγινε πριν από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης.

Ενας άλλος τρόπος κάλυψης των τεκμηρίων είναι η ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από τον φόρο κατά τα προηγούμενα έτη. Φυσικά, κάθε ποσό που καταβλήθηκε για την απόκτηση των εσόδων που επικαλείται ο φορολογούμενος θα πρέπει να αφαιρεθεί, και μόνο το υπόλοιπο που προκύπτει μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη τεκμηρίων.

Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό, κάθε χρόνο, του κεφαλαίου που μπορεί να επικαλεστεί προς ανάλωση ο φορολογούμενος, διενεργούνται τα εξής:

Ο φορολογούμενος αθροίζει τα πάσης φύσεως πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί της φορολογίας, καθώς και τα χρηματικά ποσά που προαναφέρθηκαν (από δωρεές, δάνεια, πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, κ.λπ.) αλλά και οποιοδήποτε άλλο ποσό έχει αποδεδειγμένα εισπραχθεί (π.χ. κέρδη από λαχεία, κ.λπ.). Από το άθροισμα των εισοδημάτων αυτών αφαιρούνται οι ετήσιες τεκμαρτές δαπάνες, ανεξάρτητα αν ο φορολογούμενος απαλλάσσεται της εφαρμογής των τεκμηρίων αυτών.

Τα έτη για τα οποία γίνεται επίκληση με σκοπό την ανάλωση θα πρέπει να είναι συνεχόμενα και να φθάνουν μέχρι το προηγούμενο του κρινόμενου έτους. Μπορεί να γίνει επίκληση ανάλωσης κεφαλαίου οσωνδήποτε προηγούμενων ετών χωρίς περιορισμό.

Κοινή δήλωση

Επί κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, τα τεκμήρια του ενός συζύγου καλύπτονται αυτόματα από τα εισοδήματα του άλλου. Σε περίπτωση, ωστόσο, υποβολής χωριστών δηλώσεων από τους συζύγους, δεν υφίσταται η έννοια του οικογενειακού εισοδήματος και έτσι τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης βαρύνουν τον κάθε σύζυγο ατομικά. Οσον αφορά τη δυνατότητα κάλυψης τεκμηρίων με ανάλωση κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει επίκληση εισοδημάτων από τη χωριστή δήλωση του άλλου συζύγου.

* Η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνη του Φορολογικού τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).

kathimerini.gr