Η εν εξελίξει κρίση στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Αμερικής και Ιράν οδήγησε σε αύξηση της τιμής πετρελαίου Brent στα 70 δολάρια ανά βαρέλι και ανέβασε την τιμή πετρελαίου West Texas Intermediate (WTI) στα 64 δολάρια ανά βαρέλι. Τα ιστορικά στοιχεία για την τιμή πετρελαίου WTI είναι περισσότερο λεπτομερή σε σχέση με αυτά της τιμής Brent και μας ενημερώνουν (https://fred.stlouisfed.org/series/WTISPLC) ότι η μέση ετήσια τιμή πετρελαίου, από το 1946 μέχρι σήμερα, είναι πολύ χαμηλότερη στα 25 δολάρια (ενώ η μέση τιμή της τελευταίας εικοσαετίας 1990-2009 είναι 48 δολάρια). Από ιστορικής απόψεως, η κρίση πετρελαίου οδήγησε σε άνοδο της τιμής πετρελαίου από τα 3,9 δολάρια το 1973 στα 10,4 δολάρια το 1974 (ήτοι αύξηση 167%), ενώ η κρίση στα τέλη της δεκαετίας 1970 κατέγραψε περαιτέρω αύξηση από τα 14,8 δολάρια το 1978 στα 22,4 δολάρια το 1979 και ακόμη υψηλότερα στα 37,4 δολάρια το 1980 (ήτοι, αύξηση 153%). Η διεθνής βιβλιογραφία έχει συσχετίσει τις παραπάνω εκρηκτικές αυξήσεις με επεισόδια διεθνούς ύφεσης με το σκεπτικό ότι η άνοδος της τιμής πετρελαίου επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και, κατά συνέπεια, επηρεάζει ανασταλτικά τις οικονομικές προοπτικές μιας χώρας.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (https://data.worldbank.org/indicator/NY.GDP.MKTP.KD.ZG), η οικονομία της Αμερικής κατέβασε «ταχύτητα» από ανάπτυξη 5,6% το 1973 σε -0,5% το 1974. Επιπλέον, η ανάπτυξη της Αμερικής «γύρισε» από 5,5% το 1978 σε -0,3% το 1980. Στην περίπτωση μας, η ελληνική οικονομία «γύρισε» από ανάπτυξη 8,1% το 1973 σε -6,4% το 1974 και από ανάπτυξη 7,2% το 1978 σε πενιχρή ανάπτυξη 0,7% το 1980 και αρνητική ανάπτυξη -1,6% το 1981. Μια σχετικά πρόσφατη επιστημονική εργασία της Τράπεζας της Ελλάδος του 2009 (https://aaee.at/2009-IAEE/uploads/fullpaper_iaee09/P_489_Papapetrou_Evangelia_4-Sep-2009,%2015:13.pdf) διαπιστώνει ότι oι εισαγωγές ενέργειας κάλυπταν το 71,9% των ενεργειακών αναγκών της ελληνικής οικονομίας (το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν «μόνο» 53,8%).
Επιπλέον, στη χώρα μας, η κατανάλωση πετρελαίου αντιστοιχούσε στο 64% της συνολικής κατανάλωσης σε ενέργεια. Τη δεκαετία που μόλις πέρασε, ο βαθμός εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας σε εισαγόμενη ενέργεια μειώθηκε (κάπως) στο 61% (https://energypedia.info/wiki/Greece_Energy_Situation).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το εισαγόμενο πετρέλαιο. Αυτό, όμως, που ίσως δεν έχει απαντηθεί μέχρι σήμερα είναι η διάρκεια της αρνητικής επίδρασης από αυξήσεις της τιμής πετρελαίου στο ελληνικό ΑΕΠ. Για να απαντήσω στο συγκεκριμένο ερώτημα, ανατρέχω στα χρονολογικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας (από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα) και εξετάζω, μέσω ενός ποσοτικού υποδείγματος Vector AutoRegression (VAR), την αλληλεπίδραση των παρακάτω μεταβλητών: Ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, τιμή πετρελαίου (σε ευρώ), ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής οικονομίας και επενδυτικό ρίσκο (το οποίο προσεγγίζω από το spread μεταξύ του 10ετούς κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και του αντίστοιχου γερμανικού). Το υπόδειγμα συμπεραίνει ότι, σε βάθος πενταετίας, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό (μέχρι και 61% της συνολικής του διακύμανσης) από το… «ιστορικό» της ανάπτυξης. Αυτό κρίνεται λογικό, καθώς κανείς δεν θα ανέμενε την ελληνική οικονομία να ανεβάζει ταχύτητα από ρυθμό ανάπτυξης 2% σήμερα στο, για παράδειγμα, 10% το 2025. Κατά δεύτερο λόγο, και σε βάθος πενταετίας, ο ρυθμός ανάπτυξης επηρεάζεται (μέχρι και 20% της διακύμανσής του) από το επενδυτικό ρίσκο. Ακολουθούν η τιμή πετρελαίου, η οποία επηρεάζει μέχρι και 10% (σε όρους διακύμανσης) την οικονομική μας ανάπτυξη, και, αμέσως μετά, η ανταγωνιστικότητα τιμών, η οποία επηρεάζει μέχρι και 9% (σε όρους διακύμανσης) την οικονομική μας ανάπτυξη. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μια παρατεταμένη κρίση στις σχέσεις Αμερικής – Ιράν έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει εξαιρετικά αρνητικά, και σε βάθος πενταετίας, τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Επειδή, όμως, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό από το επενδυτικό ρίσκο, όλα τα παραπάνω συνηγορούν στην άποψη πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να συνεχίσει την προσήλωσή της σε μεταρρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του επενδυτικού ρίσκου, με αποτέλεσμα αυτό να λειτουργήσει ως «λυτρωτικό αντίβαρο» στις (όποιες) αυξήσεις της τιμής πετρελαίου!
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.