Ο Μικέλ Ναπολιτάνο, επικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων Δυτικής Ευρώπης της Fitch και ο Πάου Λαμπρό, επικεφαλής αξιολογήσεων του οίκου για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, βρέθηκαν την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα στο πλαίσιο του συνεδρίου της Fitch για τις πιστωτικές προοπτικές της Ελλάδας και μίλησαν αποκλειστικά στην «Κ».
Καθώς η συνάντησή μας έγινε λίγα μόλις 24ωρα μετά την αναβάθμιση της χώρας σε «ΒΒ» με θετικές προοπτικές από τον οίκο και κατά την έξοδο-ορόσημο της Ελλάδας στις αγορές με το 15ετές, τα θέματα που είχαμε να συζητήσουμε ήταν πολλά. Αν και είναι αδύνατον να αποσπάσει κανείς το παραμικρό «σήμα» από τους οίκους αξιολόγησης για τις… διαθέσεις τους προσεχώς, ωστόσο ο κ. Ναπολιτάνο και ο κ. Λαμπρό μας έδωσαν έναν… οδικό χάρτη και τα βήματα-κλειδιά, που εάν ακολουθηθούν, τότε θα οδηγήσουν την Ελλάδα στην «επενδυτική βαθμίδα» και τις τράπεζες εκτός της κατηγορίας junk. Ο κ. Ναπολιτάνο εμφανίστηκε αισιόδοξος για την πορεία της ανάπτυξης και τον στόχο του 2,8% για φέτος, θεωρεί σημαντική τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ χαρακτήρισε πετυχημένη την έκδοση του 15ετούς. Στη συνέχεια ο κ. Λαμπρό έδωσε τις εκτιμήσεις του για την πορεία της μείωσης των NPEs (βλέπει δείκτη NPE στο 25% φέτος) και τις προοπτικές κερδοφορίες, ενώ τόνισε ότι αναμένει αύξηση νέων δανείων φέτος.
– Κύριε Ναπολιτάνο, ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει η επιτυχής έκδοση του 15ετούς ομολόγου από τον ΟΔΔΗΧ σε εσάς αλλά και στις αγορές;
– Στέλνει ένα θετικό μήνυμα, διότι εδραιώνει την παρουσία της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές, κάτι το οποίο είναι θετικό και για άλλους εκδότες, τις ελληνικές τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Η Ελλάδα δεν χρειάζεται πραγματικά να εκδώσει ομόλογα φέτος, δεδομένων και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών. Ο ΟΔΔΗΧ εκδίδει ομόλογα για να στείλει ένα μήνυμα στους επενδυτές και επίσης να δοκιμάσει την ποιότητα των επενδυτών. Η επιτυχημένη έκδοση του 15ετούς ομολόγου δείχνει ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός θεσμικών επενδυτών, μακροπρόθεσμων επενδυτών, που είναι πρόθυμοι να επενδύσουν στην Ελλάδα, που έχουν εμπιστοσύνη στη χώρα.
– Στην πρόσφατη έκθεση αξιολόγησης η Fitch αναφέρει ότι βασική υπόθεση για τις εκτιμήσεις της είναι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα κατά 1% (από το 2021). Πώς καταλήξατε σε αυτό το ποσοστό; Και στην περίπτωση που οι θεσμοί δεν συμφωνήσουν στη μείωση, θα επηρεαστεί η αξιολόγηση της Ελλάδας;
– Αυτό που γράψαμε στην έκθεση βασίζεται στην ανάλυσή μας ότι εάν το πρωτογενές πλεόνασμα μειωθεί κατά 1% και τα έσοδα χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση μέτρων φιλικών προς την ανάπτυξη, ο αντίκτυπος στην πορεία του χρέους, θα μπορούσε να είναι πραγματικά θετικός.
Το πώς καταλήξαμε στο 1% της μείωσης έχει απλώς να κάνει με το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό έχει ήδη αναφερθεί ευρέως στον Τύπο, και όχι για να στείλουμε ένα μήνυμα προς τους πιστωτές. Για να είμαστε σαφείς, η πρόβλεψή μας για πλεόνασμα 2,5% το 2021 βασίζεται στην ανάλυση αυτή και υποθέτουμε ότι η μείωση θα συμφωνηθεί με τους πιστωτές. Αυτό που λέμε ουσιαστικά είναι ότι η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2,5% του ΑΕΠ δεν θα ήταν αρνητική για τη δυναμική του χρέους και θα μπορούσε να αποδειχθεί θετική για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας εάν υπήρχε θετική επίδραση στην ανάπτυξη.
– Η μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι μία από τις βασικές διεκδικήσεις της ελληνικής κυβέρνησης με στόχο να εξασφαλίσει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο. Οι άλλες αφορούν τη χρήση των SMPs και ANFAs για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και τη μεταφορά των υπερπλεονασμάτων. Μία συμφωνία σε αυτά τα μέτωπα θα ήταν θετική για την αξιολόγηση της Ελλάδας;
– Εάν υπάρξει συμφωνία σχετικά με τα τρία αιτήματα που η ελληνική κυβέρνηση καταθέσει στους πιστωτές, αυτό θα σήμαινε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο, προοδεύει σε αρκετούς τομείς που είναι επίσης σημαντικοί για την αξιολόγηση της Fitch, θα ήταν σημάδι ότι τα πράγματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι πολύ νωρίς για να διαπιστωθεί εάν το πακέτο θα μπορούσε να έχει θετικό πιστωτικό αντίκτυπο.
– Η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει στην ανάκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας» έως τα μέσα του 2021. Πιστεύετε ότι μπορεί να επιτευχθεί και ποιοι είναι οι παράγοντες που θα οδηγήσουν σε αυτό το «ορόσημο»;
– Η επιστροφή στην «επενδυτική βαθμίδα» έως τα μέσα του 2021 είναι δύσκολη αλλά όχι ανέφικτη. Οι κύριοι παράγοντες που εξετάζουμε είναι:
Πρώτον, οι εξελίξεις με τις επενδύσεις. Για να είμαστε σίγουροι για το ελληνικό story και την ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους με την πάροδο του χρόνου, η Ελλάδα πρέπει να αναπτυχθεί με βιώσιμους ρυθμούς και δεδομένης της κατάρρευσης των επενδύσεων από την αρχή της κρίσης, υπάρχει ανάγκη για επενδύσεις σε αρκετούς τομείς της οικονομίας. Συνεπώς, οι εξελίξεις στις επενδύσεις, η ικανότητα προσέλκυσής τους, οι μεταρρυθμίσεις που προσπαθούν να καταστήσουν την Ελλάδα πιο ελκυστική για επενδύσεις, είναι κάτι που μπορεί να στηρίξει την ανοδική τάση στις αξιολογήσεις.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι ο τραπεζικός κλάδος. Η επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο τρόπος με τον οποίο θα λειτουργήσει στην πράξη το σχέδιο «Ηρακλής», η μεταρρύθμιση του πτωχευτικού κώδικα και εάν επιταχύνει τη βελτίωση των μεγεθών των τραπεζών, εάν υπάρξουν αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών, είναι επίσης παράγοντες που θα επηρέαζαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.
Τρίτον, είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής σύνεσης. Ασφαλώς, η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας ήταν αξιοσημείωτη. Θεωρούμε πως η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων με τον τρόπο δημοσιονομικής προσαρμογής που έχουμε δει στο πρόσφατο παρελθόν, δηλαδή την υπερβολική εξάρτηση στις αυξήσεις φόρων και την υποεκτέλεση των κεφαλαιουχικών δαπανών, δεν είναι βιώσιμη στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Η νέα κυβέρνηση στοχεύει σε μια αλλαγή αυτού του μείγματος, και αυτό το χαιρετίζουμε. Ετσι, λοιπόν, εάν υπάρξουν περαιτέρω ενδείξεις ότι η Ελλάδα διατηρεί μια συνετή δημοσιονομική στάση, ενώ παράλληλα εξισορροπεί το μείγμα των δημοσιονομικών πολιτικών, είναι κάτι που θα το δούμε θετικά.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ποσοτικά ο αντίκτυπος των παραπάνω, αλλά εάν παρατηρήσουμε σταδιακή πρόοδο σε αυτούς τους τρεις τομείς συγχρόνως, η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αυξηθεί αρκετά γρήγορα.
– Η Fitch προχώρησε στην αναβάθμιση των προβλέψεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για το διάστημα 2019-2021 (στο 2,2% το 2019 από 1,9%, στο 2,5% από 2,2% το 2020 και στο 2,5% από 2% το 2021). Τι σας οδήγησε σε αυτήν την αναθεώρηση και θεωρείτε πως ο στόχος της κυβέρνησης για 2,8% ανάπτυξη φέτος είναι εφικτός;
– Είναι γεγονός ότι είναι γενικά δύσκολο να προβλεφθεί το ελληνικό ΑΕΠ, καθώς οι αριθμοί είναι αρκετά ασταθείς. Στην προηγούμενη έκθεσή μας τον Αύγουστο του 2019 τα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του έτους ήταν πραγματικά αρκετά αδύναμα και στη συνέχεια υπήρξε μια ανοδική αναθεώρηση.
Οι λόγοι για τους οποίους αναβαθμίσαμε την πρόβλεψη είναι πολλοί. Η ροή δεδομένων από το 2019 έχει δείξει μια αρκετά ανθεκτική εικόνα. Εχουμε μια σαφή επιβράδυνση στην Ευρωζώνη, το εξωτερικό εμπόριο είναι αδύναμο, αλλά οι ελληνικές εξαγωγές αποδείχθηκαν ανθεκτικές και πιστεύουμε ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Οι ελληνικές εξαγωγές είναι πιο ανταγωνιστικές από ό, τι παλαιότερα. Επίσης, μετά τις εκλογές σημειώθηκε μεγάλη ώθηση στους δείκτες εμπιστοσύνης, σε συνδυασμό με την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και αυτοί οι παράγοντες αναμένεται να στηρίξουν την κατανάλωση.
Θεωρούμε επίσης ότι μια σημαντική υπόθεση –και πιθανόν αυτό μπορεί να εξηγήσει τη διαφορά στις προβλέψεις μας σε σύγκριση με τους πιστωτές– είναι ότι αναμένουμε κάποια αύξηση των επενδύσεων το 2020 και το 2021. Ο κλάδος ακινήτων, για παράδειγμα, είναι ένας κλάδος όπου οι επενδύσεις αυξάνονται και πιστεύουμε ότι η δυναμική θα βελτιωθεί περαιτέρω.
Συνεπώς, οι δείκτες εμπιστοσύνης είναι σε υψηλά επίπεδα, η αγορά εργασίας έχει βελτιωθεί, η δυναμική του διαθέσιμου εισοδήματος είναι αρκετά θετική, οι συνθήκες χρηματοδότησης βελτιώνονται και η προσοχή των διεθνών επενδυτών προς την Ελλάδα είναι μεγαλύτερη.
Νομίζουμε ότι υπάρχουν όλα τα συστατικά για να υπάρξει θετική δυναμική στην ανάπτυξη και γι’ αυτό και αναβαθμίσαμε την αξιολόγηση της Ελλάδας. Το 2,5% πιστεύουμε ότι είναι αρκετά «επιφυλακτική» πρόβλεψη, καθώς εξακολουθεί να υποθέτει ότι οι ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις θα είναι αρκετά υποτονικές και η ιδιωτική κατανάλωση επίσης.
Επομένως, το 2,8% το οποίο στοχεύει η κυβέρνηση πιστεύουμε ότι είναι εφικτό, αλλά προς το παρόν προτιμούμε να επιμείνουμε στο 2,5%, προτιμούμε να είμαστε προσεκτικοί.
Σημαντικό το σχέδιο «Ηρακλής» για τα κόκκινα δάνεια, αλλά δεν αρκεί
Θα χρειαστεί χρόνος για τις ελληνικές τράπεζες ώστε να φτάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα κερδοφορίας, λέει ο Πάου Λαμπρό, επικεφαλής αξιολογήσεων της Fitch για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Περνώντας στις τράπεζες, ο Πάου Λαμπρό επικεφαλής αξιολογήσεων της Fitch για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο τόνισε πως είναι σημαντικό να λυθεί άμεσα το θέμα για τη στάθμιση κινδύνου των τίτλων του «Ηρακλή», ενώ επισήμανε πως οι πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών θα συνεχιστούν.
– Κύριε Λαμπρό, το σχέδιο «Ηρακλής» το οποίο προωθείται, αρκεί για την επιστροφή των NPEs των ελληνικών τραπεζών στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα»; Είναι κρίσιμη για τη Fitch η μηδενική στάθμιση κινδύνου στους τίτλους που θα εκδοθούν στο πλαίσιο του σχεδίου;
– Το σχέδιο «Ηρακλής APS» είναι ένα σημαντικό θετικό βήμα για την επιτάχυνση της μείωσης των NPEs, αλλά θα πρέπει να συμπληρωθεί από μια μεγαλύτερη οργανική μείωση των NPEs από τις τράπεζες (συμπεριλαμβανομένων περισσότερων ανακτήσεων και χαμηλότερων ποσοστών εκ νέου αθέτησης). Αλλες συστημικές λύσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρότασης από την ΤτΕ, θα μπορούσαν επίσης να επιταχύνουν την περαιτέρω τη μείωση των NPE.
Το APS παρέχει εγγυήσεις ύψους περίπου 12 δισ. ευρώ για τα τμήματα υψηλής διασφάλισης (senior), καλύπτοντας περίπου 40 δισ. ευρώ NPE, περισσότερο από το ήμισυ των σημερινών επιπέδων. Πράγματι, αντιλαμβανόμαστε ότι η στάθμιση κινδύνου των senior τίτλων εξακολουθεί να αποτελεί βασική εκκρεμότητα και ευαίσθητο στοιχείο στην εφαρμογή του APS. Ωστόσο, είμαστε θετικοί ότι αυτό θα αντιμετωπιστεί προς όφελος της επιτυχίας του σχεδίου, περιορίζοντας τον αντίκτυπο στα κεφάλαια των τραπεζών.
– Είναι τελικά εφικτός ο στόχος των ελληνικών τραπεζών για μονοψήφιους δείκτες NPE σε διάστημα 2-4 ετών;
– Μέχρι στιγμής, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανακοινώσει ότι σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν περίπου 8 δισ. ευρώ των εγγυήσεων του APS για τιτλοποιήσεις, που αντιπροσωπεύουν περίπου 25 δισ. ευρώ NPEs. Βάσει αυτής της χρήσης και άλλων συμπληρωματικών μέτρων, εκτιμούμε ότι ο δείκτης NPE θα μπορούσε να μειωθεί σε περίπου 25% στα τέλη του 2020, ο οποίος εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλός σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Επί του παρόντος, μόνο οι κυπριακές τράπεζες έχουν δείκτη NPE άνω του 20%.
Πάντως, η Fitch είναι θετική σε ό,τι αφορά τα σχέδια των τραπεζών για μείωση των δεικτών NPE σε μονοψήφια επίπεδα σε 2-4 χρόνια, αν και υπάρχουν κίνδυνοι εκτέλεσης. Τα σχέδια αυτά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη σταθερότητα του επιχειρησιακού περιβάλλοντος και την επενδυτική διάθεση για τα ελληνικά προβληματικά περιουσιακά στοιχεία –η οποία μέχρι στιγμής ήταν ισχυρή– καθώς τα σχέδια εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις πωλήσεις NPEs και τις τιτλοποιήσεις. Ενας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι οι εξελίξεις στο νομικό πλαίσιο, ιδιαίτερα ο αντίκτυπος της επέκτασης του νόμου περί προστασίας της α΄ κατοικίας μέχρι το τέλος Απριλίου και το νέο πτωχευτικό δίκαιο που αναμένεται τον Μάιο.
– Γιατί η Fitch αξιολογεί τις ελληνικές τράπεζες με «CCC», παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο «ΒΒ», και πολλές βαθμίδες υψηλότερα;
– Οι θετικές εξελίξεις του λειτουργικού περιβάλλοντος, που αντικατοπτρίζονται στην αναβάθμιση της Ελλάδας σε «ΒΒ» με θετικές προοπτικές, είναι πράγματι σημαντικές για τα πιστωτικά χαρακτηριστικά και τις επιχειρηματικές προοπτικές των τραπεζών. Ωστόσο, εξακολουθούμε να αξιολογούμε τις τέσσερις συστημικές τράπεζες στην κατηγορία «CCC», δεδομένου του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και του γεγονότος ότι η κεφαλαιοποίηση παραμένει ιδιαίτερα ευάλωτη στις διαταραχές της ποιότητας του ενεργητικού.
Εναυσμα για την αναβάθμιση των αξιολογήσεων των ελληνικών τραπεζών θα ήταν η σημαντική μείωση των αποθεμάτων NPE, χωρίς να υπονομεύεται σημαντικά το κεφάλαιο των τραπεζών. Η εξέλιξη της κερδοφορίας –δηλαδή η εσωτερική παραγωγή κεφαλαίου– καθώς και η θέση ρευστότητας αποτελούν επίσης σημαντικούς παράγοντες στην εκτίμησή μας.
– Αναφορικά με την κερδοφορία καθώς και τον νέο δανεισμό αναμένεται βελτίωση φέτος;
– Περιμένουμε κάποια βελτίωση στη λειτουργική κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, με τη στήριξη των μέτρων περικοπής κόστους και της προόδου στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού. Η συμβολή των εσόδων από προμήθειες θα πρέπει επίσης να είναι θετική χάρη στην αύξηση των πληρωμών με συναλλαγές και στην αύξηση της δραστηριότητας του bancassurance.
Οσον αφορά τον νέο δανεισμό, αναμένουμε ότι οι τράπεζες θα αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων κυρίως στον εταιρικό τομέα, ο οποίος θα αντισταθμίσει εν μέρει την απομόχλευση του αποθέματος των συνολικών δανείων.
Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, η λειτουργική κερδοφορία του κλάδου ωστόσο θα παραμείνει χαμηλή, επηρεασμένη από τις υψηλές προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις και τις πιέσεις από το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Κατά την άποψή μας, θα χρειαστεί χρόνος για τις ελληνικές τράπεζες να φτάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα κερδοφορίας.