Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις αρχές Φεβρουαρίου ένα σημαντικό κείμενο (COM 55/2020) σχετικό με την αξιολόγηση του ισχύοντος συστήματος οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Υπενθυμίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση έλαβε την περίοδο 2011-2013 μία σειρά μέτρων ενίσχυσης της οικονομικής  διακυβέρνησης, που όμως επικεντρώθηκαν ιδίως στην εποπτεία των δημόσιων οικονομικών των κρατών-μελών και των ενδεχόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών τους. Τα μείζονα ζητήματα της οικονομικής ένωσης, όπως η συντονισμένη και ιδίως η κοινή δημοσιονομική και αναπτυξιακή πολιτική, η κοινωνική πολιτική, ή η μεταρρύθμιση της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, ώστε να ξεπεράσει τον αφόρητο διακυβερνητισμό της και να ενταχθεί στην κοινοτική μέθοδο, δεν εθίγησαν επί της ουσίας τους, ούτε στην περίοδο της μεγάλης κρίσης 2010-2013, ούτε μετά απ’ αυτήν.

Τα μέτρα που ελήφθησαν το 2011-2013 αποτελούσαν κυρίως αντίδραση και απάντηση σε κάποια αδύνατα σημεία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στον τομέα της κοινής εποπτείας των δημόσιων οικονομικών, αδυναμίες που ανέδειξε η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 και ιδιαίτερα η κρίση του ευρώ που ακολούθησε το 2010-2013, κατά βάση στον Νότο της Ευρωζώνης, δηλαδή σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρο, Ιταλία, και σε μια χώρα του Βορρά, στην Ιρλανδία.

Δύο δέσμες νομοθετικών – κανονιστικών μέτρων, το «εξάπτυχο – six pack» και το «δίπτυχο – two pack», θεσπίστηκαν το 2011 και το 2013 αντίστοιχα, για να ενισχύσουν τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής και να προωθήσουν τη σταθερή σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων, σχεδόν αποκλειστικά μέσω της ενίσχυσης της εποπτείας των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), και κατά δεύτερο λόγο μέσω μη δεσμευτικών συστάσεων για τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε., και βεβαίως της Ευρωζώνης.

Τα νομοθετικά αυτά πακέτα με τη μορφή κανονισμών, εισήγαγαν συγκεκριμένες απαιτήσεις για τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια και διεύρυναν το πεδίο της εποπτείας συμπεριλαμβάνοντας και διαδικασίες για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών στα κράτη-μέλη. Ολα αυτά τα μέτρα ενσωματώθηκαν στο ευρωπαϊκό εξάμηνο, που αποτελεί πλέον το πλαίσιο συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών. Ενα πλαίσιο που στηρίζεται κυρίως σε λεπτομερείς κανόνες ελέγχου των δημόσιων οικονομικών, των ετήσιων ελλειμμάτων και των ενδεχόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών των κρατών-μελών.

Εχουμε να κάνουμε εδώ με την επικράτηση μιας λογικής αυστηρού ελέγχου για να αποφευχθούν μελλοντικές δυσάρεστες εκπλήξεις και κρίσεις στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, όπως αυτές της περιόδου 2010-2013.

Απουσιάζουν όμως πάντα κοινές πολιτικές που θα στηρίζονται σε μια θετική προσέγγιση των προκλήσεων του μέλλοντος, μέσω κοινής και συντονισμένης προσπάθειας και πορείας των κρατών-μελών προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και την τεχνολογική, περιβαλλοντική και ψηφιακή επανάσταση που απαιτεί ο 21ος αιώνας! Η μονόπλευρη επικράτηση αυτής της ελεγκτικής λογικής και προσέγγισης στα χρόνια της κρίσης του ευρώ 2010-2013, χωρίς να αναπτύσσεται παράλληλα στην πράξη και κάποια θετική κοινή προσέγγιση και προσπάθεια προς το κοινό μέλλον, όσο κι αν στα λόγια και στα ευχολόγια διαφόρων κειμένων και ανακοινώσεων της Ε.Ε. υπήρχε και υπάρχει πάντα παρούσα η βούληση για μια πιο θετική προσέγγιση, κατά βάση ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης της εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης στην περίοδο της κρίσης της νότιας ζώνης του ευρώ και της Ιρλανδίας, στο διάστημα 2010-2013.

Μιας κρίσης που προκλήθηκε και αυτή  κυρίως από την κατάρρευση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο της Ευρωζώνης, και όχι κατά πρώτο λόγο από τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση του 2008-2009. Η κρίση εμπιστοσύνης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης οδήγησε στην απότομη και ολοκληρωτική διακοπή της ροής ιδιωτικών κεφαλαίων από τον Βορρά προς τον Νότο της Ευρωζώνης, στην περίοδο 2010-2013! Αυτή η πλήρης διακοπή ροής ιδιωτικών κεφαλαίων απαγόρευσε αρχικά στην Ελλάδα να αναχρηματοδοτήσει το πράγματι υπέρογκο συσσωρευμένο δημόσιο χρέος της, και στη συνέχεια στα τραπεζικά συστήματα της Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας και Κύπρου, να αναχρηματοδοτήσουν τα δανειακά κεφάλαια που είχαν χρησιμοποιήσει για την πιστωτική επέκτασή τους στην περίοδο 2003-2009. Με άλλα λόγια, η κρίση του ευρώ θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποφευχθεί εάν δεν είχε διαταραχθεί τότε σοβαρά η εμπιστοσύνη ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο της Ευρωζώνης!

Η αποκατάσταση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών, έστω και μέσω του αυστηρού ελέγχου των δημόσιων οικονομικών  και των μακροοικονομικών ισορροπιών των κρατών-μελών, είναι όντως μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την καλή λειτουργία της Ευρωζώνης και του ευρώ. Το πλαίσιο για την κοινή οικονομική εποπτεία που αναπτύχθηκε στην περίοδο 2011-2013 έδωσε όντως κάποια καθοδήγηση, που όμως μόνον ορισμένα κράτη-μέλη ακολούθησαν για την επίτευξη των στόχων τους ως προς την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική τους. Οι συστάσεις της Ε.Ε., π.χ., προς τη Γερμανία και την Ολλανδία, χώρες με μεγάλα εμπορικά και δημοσιονομικά πλεονάσματα, για σημαντικά περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, ουδέποτε εφαρμόσθηκαν στην πράξη.

Το ευρωπαϊκό εξάμηνο συνέβαλε  λοιπόν στην ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών, στην αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, καθώς και στη μείωση των δημόσιων ελλειμμάτων και του επιπέδου χρέους αρκετών κρατών-μελών. Συνέβαλε όμως και στην εφαρμογή προ-κυκλικών πολιτικών μείωσης των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, από τα κράτη-μέλη που τις είχαν περισσότερο ανάγκη στην περίοδο της κρίσης, δηλαδή αυτά τα οποία χτυπήθηκαν από την κατάρρευση της εμπιστοσύνης, όσο κι αν αυτή ήταν εν μέρει δικαιολογημένη, και την απότομη διακοπή των ροών χρηματοδότησής τους.

Δεν είναι όμως δυνατόν η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, αλλά ούτε και η κοινή πορεία της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης προς το μέλλον του 21ου αιώνα, να συνεχίζει σήμερα να στηρίζεται αποκλειστικά σε ένα ιδιαίτερα λεπτομερές και περίπλοκο σύστημα εποπτείας και ελέγχων αποκλειστικά των δημόσιων οικονομικών! Το «εξάπτυχο» και το «δίπτυχο» θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση των σημείων ευπάθειας που τόνισε η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Εκτοτε, το οικονομικό πλαίσιο έχει εξελιχθεί σημαντικά. Η ευρωπαϊκή οικονομία έχει γνωρίσει επτά συνεχή έτη ανάπτυξης. Κανένα κράτος-μέλος δεν υπόκειται πλέον στο διορθωτικό σκέλος του ΣΣΑ –στη λεγόμενη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος– από 24 κράτη-μέλη το 2011. Ωστόσο, σε πολλά από αυτά το αναπτυξιακό δυναμικό δεν έχει ανακάμψει στα προ κρίσης επίπεδα, ενώ σε ορισμένα τα επίπεδα δημόσιου χρέους παραμένουν υψηλά. Η δυναμική των μεταρρυθμίσεων έχει ατονήσει, η δε πρόοδος έχει καταστεί άνιση μεταξύ των χωρών και μεταξύ των τομέων πολιτικής, και η σύγκλιση Βορρά – Νότου που επετεύχθη στα πρώτα χρόνια του ευρώ, έχει αντιστραφεί και έχει μετατραπεί σε απόκλιση μετά το 2007. Μακροπρόθεσμα, αυτή η απόκλιση δεν είναι δυνατόν να συνεχισθεί, εάν θέλουμε να συνεχίσει να υπάρχει και να προοδεύει η Ε.Ε. και ιδίως η Ευρωζώνη! Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη έχει ως στόχο να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος παγκοσμίως και να αξιοποιήσει τις νέες ευκαιρίες της ψηφιακής εποχής και της τεχνητής νοημοσύνης, τομείς στους οποίους υστερεί σήμερα σημαντικά έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας!

Τονίζουμε στο σημείο αυτό, ότι η νέα Επιτροπή της προέδρου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με πρωτεργάτη βέβαια τον αρμόδιο επίτροπο για τις οικονομικές υποθέσεις Πάολο Τζεντιλόνι, επισημαίνει στην ανακοίνωσή της ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ευπαθή και αδύνατα σημεία στην οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, ενώ το δημοσιονομικό πλαίσιο έχει γίνει τόσο πολύπλοκο, ώστε να δυσχεραίνεται η αποδοχή του και από τις εθνικές αρχές και από την κοινή γνώμη σε πολλά κράτη-μέλη! Επιπλέον, σήμερα η Ε.Ε. αντιμετωπίζει μια οικονομική συγκυρία που έχει αλλάξει σημαντικά από τότε που θεσπίστηκαν οι κανόνες.

Η έναρξη του νέου πολιτικού κύκλου στην Ενωση το 2020, και ιδίως η νέα Επιτροπή, μας προσφέρουν μια  πραγματική ευκαιρία για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης και δημοσιονομικής εποπτείας, και την αναζήτηση καλύτερων λύσεων και πολιτικών για το μέλλον.

Ετσι λοιπόν, η Επιτροπή καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των λοιπών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, των εθνικών αρχών, των κοινωνικών εταίρων, αλλά και της ακαδημαϊκής κοινότητας, να συμμετάσχουν σε συζήτηση και δημόσια διαβούλευση, και να διατυπώσουν τις απόψεις τους σχετικά με τη λειτουργία του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης έως σήμερα και τους πιθανούς τρόπους ενίσχυσης της αποτελεσματικότητάς του.

Η συμμετοχή στη συζήτηση θα πραγματοποιηθεί με διάφορα μέσα, όπως ειδικές συνεδριάσεις, εργαστήρια, καθώς και μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας διαβούλευσης, που θα είναι ανοικτή μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2020. Η Επιτροπή δεσμεύεται ότι θα λάβει υπόψη τις απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών και το αποτέλεσμα των εν λόγω διαβουλεύσεων.

Η όλη διαδικασία της ανάλυσης και σύνθεσης των ιδεών και προτάσεων θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2020, τονίζει η Επιτροπή.

Ο πολίτης της Ε.Ε. βλέπει το σημερινό αδιέξοδο της διαπραγμάτευσης για το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027 της Ε.Ε., όπου και πάλι τμήμα του πλουσιότερου Βορρά της Ε.Ε. αρνείται έως τώρα να διατηρήσει τους πόρους της Ε.Ε. μετά το Brexit, στα ελάχιστα επίπεδα που απαιτούν οι μεγάλες σημερινές προκλήσεις, και ούτε καν τον συμβιβασμό του 1,074 του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της Ε.Ε., που προτείνει ο Βέλγος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.

Βλέπει ο πολίτης ότι έπειτα από πολυετείς συζητήσεις και ελπιδοφόρες προτάσεις της Γαλλίας και άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ο νέος ειδικός προϋπολογισμός της Ευρωζώνης για τη σύγκλιση και την ανταγωνιστικότητα περιορίζεται σήμερα σε προτεινόμενο ποσό μόνον 17 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027. Βλέπει την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και της κοινής αγοράς ιδιωτικών κεφαλαίων στην Ευρωζώνη, που δεν πρόκειται να ολοκληρωθούν το νωρίτερο πριν από το 2025. Επιπλέον, η εφαρμογή της κοινής εγγύησης των καταθέσεων μέχρι 100.000 ευρώ για όλη την Ευρωζώνη μετατίθεται συνεχώς χρονικά, και τώρα τοποθετείται πέραν του 2026.

Δικαιολογημένα μπορεί να διερωτάται λοιπόν ο πολίτης εάν αξίζει τον κόπο να απαντήσει κανείς στη δημόσια διαβούλευση που ξεκίνησε η Επιτροπή για τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, εφόσον οι καλύτερες ιδέες που, π.χ., θα συγκεράσουν με επιτυχία την ανάγκη ταυτόχρονης εμπιστοσύνης και σύγκλισης του Βορρά και του Νότου, οι οποίες εντέλει μπορεί να γίνουν αξιόλογες νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής, ενδέχεται στο τέλος να προσκρούσουν στο τείχος της άρνησης και της έλλειψης εμπιστοσύνης από τμήμα του πλούσιου ευρωπαϊκού Βορρά. Ενός Βορρά που αρνείται έως τώρα να παραδεχθεί στην πράξη ότι είναι ο πρώτος και περισσότερο από τα άλλα κράτη-μέλη, ωφελημένος από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά και το ενιαίο νόμισμα, που στερεί στις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες της Ευρωζώνης το πρόσκαιρο έστω όπλο της μικρής και ανταγωνιστικής υποτίμησης του εθνικού νομίσματός τους!

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μία και μοναδική. Οχι απλώς αξίζει τον κόπο να εξετάσουν τα κράτη-μέλη, οι φορείς και η ακαδημαϊκή κοινότητα σε βάθος τα θέματα που αφορά αυτή η δημόσια διαβούλευση, και να συμμετέχουν με τις προτάσεις τους, αλλά είναι επιβεβλημένο. Η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη είναι σχεδόν εξ ορισμού ένας χώρος συνεχούς αναζήτησης και διαπραγμάτευσης. Παραίτηση και αποχή από το δικαίωμα της αναζήτησης και διαπραγμάτευσης κοινά αποδεκτών και ωφέλιμων λύσεων και προτάσεων για το μέλλον της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, θα σήμαινε επί της ουσίας παραίτηση από το γίγνεσθαι και το μέλλον της Ε.Ε.,  και επί της ουσίας περιθωριοποίηση του φορέα, της ακαδημαϊκής κοινότητας ή του κράτους-μέλους που θα επέλεγε αυτήν την οδό.

* Ο κ. Γιώργος Κολυβάς είναι πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πρώην αντιπρόεδρος του ΤΕΜΠΜΕ και του ΕΤΕΑΝ. Επιστημονικός συνεργάτης του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών Dusan Sidjanski, του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

kathimerini.gr