Τo ανώτατο όριο των ασφαλιστέων αποδοχών, που σήμερα είναι 6.500 ευρώ τον μήνα, σχεδιάζει να μειώσει η κυβέρνηση, παράλληλα με τη μείωση των συντελεστών των ασφαλιστικών εισφορών, στην οποία αναφέρθηκε προχθές και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.

Η Ελλάδα έχει σήμερα ένα από τα υψηλότερα πλαφόν εισοδήματος για την επιβολή ασφαλιστικών εισφορών, κάτι που επιβαρύνει κυρίως τα σχετικά υψηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων. Το ποσοστό έχει μάλιστα αυξηθεί κατά τα μνημονιακά χρόνια, από τις 2.432 ευρώ τον μήνα που ήταν προ κρίσης.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η βούληση της κυβέρνησης είναι να μειωθεί το σημερινό πλαφόν των 6.500 ευρώ ακόμη και στο μισό, αλλά η τελική απόφαση θα εξαρτηθεί από τα δημοσιονομικά περιθώρια που θα υπάρξουν και τα οποία περιορίζει η υγειονομική κρίση.

Το πλαφόν των ασφαλιστέων αποδοχών (το οποίο ορίζεται από τον νόμο ως το 10πλάσιο του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού) αντιστοιχεί σήμερα στην Ελλάδα σε 3,9 φορές τον μέσο μισθό, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, και είναι από τα υψηλότερα όρια στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

«Το όριο υπερβαίνει κατά πολύ το ποσό των 40.000 ευρώ ετησίως που αποτελεί κατώφλι για την υψηλότερη φορολογική κλίμακα», σημειώνει σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ. Ως αποτέλεσμα, η μελέτη επισημαίνει ότι η οριακή επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στην κλίμακα εισοδήματος 40.000-80.000 ευρώ είναι εξαιρετικά υψηλή. Κάτι που αποτελεί αντικίνητρο για την προσέλκυση εκπαιδευμένων και παραγωγικών στελεχών στις ελληνικές επιχειρήσεις.

Με βάση το πλαφόν των 6.500 ευρώ, η ανώτατη εισφορά για την κύρια σύνταξη ανέρχεται σε 866,45 ευρώ για τον εργοδότη και 433,55 ευρώ για τον εργαζόμενο. Εννοείται ότι οι εισφορές πάνω από ένα επίπεδο δεν έχουν κανένα χαρακτήρα ανταποδοτικότητας για τον εργαζόμενο. Ουσιαστικά, τα στελέχη της ανώτερης μεσαίας τάξης «πληρώνουν» τις συντάξεις των άλλων. Σε κάθε περίπτωση, η πρακτική αυτή είναι αντιαναπτυξιακή, όπως υποστηρίζουν στην κυβέρνηση, που σχεδιάζουν να την αλλάξουν, επεμβαίνοντας ανάλογα με τα περιθώρια του προϋπολογισμού.

Οι επιχειρήσεις από τον Δεκέμβριο του 2019 είχαν ζητήσει από τον υπουργό Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα να προχωρήσει στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και όχι σε περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και συγκεκριμένα από το 24% στο 20%. Μάλιστα, όπως ανέφεραν οι επιχειρηματίες στο οικονομικό επιτελείο, το μέτρο στηρίζει το σύνολο των επιχειρήσεων ανεξάρτητα από το εάν κάποια είναι ζημιογόνα ή μη.

Πλέον, με τις περισσότερες επιχειρήσεις να παρουσιάζουν μείωση των ακαθάριστων εσόδων άνω του 20% και μάλιστα τον πρώτο μήνα (Μάρτιο) της υγειονομικής κρίσης, οπότε ξεκίνησε και το σταδιακό κλείσιμο της οικονομίας, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κυρίως για τις επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς τις καθιστά ανταγωνιστικές ενώ ταυτόχρονα μπορούν να διατηρήσουν σε αυτή τη δύσκολη περίοδο το προσωπικό. Αντιθέτως, η μείωση των φόρων στην παρούσα συγκυρία δεν θα έχει ουσιαστικό όφελος για πολλές επιχειρήσεις, αφού φέτος, λόγω της κρίσης, η κερδοφορία τους θα είναι μειωμένη.

Τα τελευταία συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για τις επιβαρύνσεις στην εργασία το 2019 δείχνουν ότι υπάρχουν περιθώρια μείωσης των εισφορών –και των φόρων–, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στη χώρα μας είναι η 14η υψηλότερη μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ. Για ένα εργαζόμενο ζευγάρι, το σύνολο φόρων και εισφορών «τρώει» το 40,8% του μισθού τους, με τάση αυξητική μετά το 2015.

Συγκεκριμένα, ένας εργαζόμενος χωρίς παιδιά το 2019 έπρεπε να δώσει το 40,8% των ακαθάριστων αποδοχών του σε φόρους και εισφορές. Για μια οικογένεια με δύο παιδιά οι επιβαρύνσεις εξανεμίζουν το 37,8% των αποδοχών των εργαζομένων. Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη υψηλότερη οικογενειακή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία που φθάνει στο 37,8%, με πρώτη την Ιταλία, στο 39,2%.

kathimerini.gr