Σημαντικό βήμα για την επιστροφή στη ομαλότητα αποτελεί η επαναλειτουργία των μικρότερων βαθμίδων της εκπαίδευσης που ξεκινά σήμερα. Κι είναι σημαντικό, όχι μόνο για τους γονείς που θα μπορέσουν να επιστρέψουν στην εργασία τους, αλλά κυρίως για την ίδια τα μικρά παιδιά, που από τις 10 Μαρτίου στερήθηκαν το σχολείο που αποτελεί βασικό πυλώνα για την πνευματική και ψυχοσωματική υγεία και ανάπτυξή τους.
Πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν τις σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των μαθητών από την παρατεταμένη αποχή από τη σχολική διαδικασία, ενώ οι σχετικές οδηγίες των μεγαλύτερων διεθνών οργανισμών ενθαρρύνουν την επιστροφή στη «σχολική κανονικότητα». Σύμφωνα με την UNESCO, από τις 8 Απριλίου 2020, 188 χώρες έθεσαν σε αναστολή τα σχολεία σε εθνικό επίπεδο σε μια προσπάθεια να περιορίσουν την καταστροφική επέλαση του κορωνοϊού. Το κλείσιμο των σχολείων, ωστόσο, (το οποίο στην Ελλάδα έγινε στις 10 Μαρτίου) αποφασίστηκε με τα επιστημονικά δεδομένα εκείνης της περιόδου, μεγάλο μέρος των οποίων στη συνέχεια αναθεωρήθηκε.
Ποια στοιχεία οδήγησαν στο κλείσιμο των σχολείων πριν από 2,5 μήνες
Το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO επισημαίνει ότι στα πρώτα στάδια θωράκισης της κοινότητας έναντι της νόσου οι επιστήμονες δεν είχαν προλάβει να μελετήσουν τη μεταδοτικότητα του νέου κορωνοϊού μέσα στα σχολεία και το ρόλο των σχολείων στη μετάδοσή του στην ευρύτερη κοινότητα.
“Το κλείσιμο των σχολείων χρησιμοποιήθηκε ως ένα μέτρο που είχε επαναληφθεί στο παρελθόν για την αντιμετώπιση προηγούμενων επιδημιών (όπως της γρίπης) και άρα βασίστηκε σε μελέτες μετάδοσης των λοιμώξεων που έδειχναν πως όταν τα παιδιά νοσούν, συμβάλλουν σημαντικά στη μετάδοση”, αναφέρουν οι επιστήμονες.
Ωστόσο, τα μετέπειτα δεδομένα για τη μετάδοση του SARS-CoV-2 έδειξαν ότι οι κορωνοϊοί δεν ακολουθούν το ίδιο μοντέλο μετάδοσης με τους ιούς της γρίπης. Ο SARS-CoV-2 που προκαλεί τον COVID-19 προσβάλλει κατά κύριο λόγο ενήλικες και μάλιστα άτομα της τρίτης ηλικίας και μόνο το 1% των ασθενών είναι παιδιά κάτω των 10 ετών. Αυτός πιθανολογείται πως είναι και ο λόγος που στην Ταϊβάν η εξάπλωση του COVID-19 ελαχιστοποιήθηκε χωρίς να κλείσουν τα σχολεία αλλά με περιοριστικά μέτρα μόνο για τις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Μολονότι ο ακριβής ρόλος των παιδιών στη μετάδοση του ιού δεν είναι ακομα απολύτως σαφής, τα έως τώρα δεδομένα, σύμφωνα με το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας CLEO, βεβαιώνουν ότι “ο ρόλος τους είναι πιο περιορισμένος σε σύγκριση με των ενηλίκων”.
Φυσικά, σε αυτή την κατεύθυνση συνεχίζονται συστηματικές έρευνες από τους επιστήμονες προκειμένου να ληφθούν όλες οι απαραίτητες πρόνοιες για τη μέγιστη θωράκιση και των σχολείων έναντι της διασποράς του ιού.
Τι έδειξαν οι πρόσφατες μελέτες
Σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση επιστημόνων από το Imperial College London (Ferguson et al., 2020) το κλείσιμο όλων των σχολείων δεν θα είχε αποτρέψει περισσότερο από 2% έως 4% των θανάτων από τον COVID-19 παγκοσμίως. “Τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης μπορούν να αποδειχθούν πολύ πιο αποτελεσματικά”, αναφέρει η μελέτη στα συμπεράσματά της.
Ο κ. Θεοκλής Ζαούτης, Παιδίατρος – Λοιμωξιολόγος και Επιστημονικός Διευθυντής του CLEO, αναφέρει ότι οι πρόσφατες μελέτες που είχαν ως στόχο τους την καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο COVID-19 επηρεάζει τις νεότερες ηλικίες, “υποδεικνύουν πως ένας από τους λόγους που τα παιδιά νοσούν σε μικρότερο βαθμό και σίγουρα πιο ήπια από τους ενήλικες είναι ότι έχουν λιγότερους υποδοχείς ενζύμου μετατροπής αγγειοτασίνης II (ACE-2) στους πνεύμονες. Το γεγονός αυτό περιορίζει την πιθανότητα ο ιός να εισέλθει σε ένα κύτταρο προκαλώντας σοβαρές βλάβες”.
Όπως επισημαίνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε πρόσφατη έκθεσή του νωρίτερα τον Μάιο σχετικά με τις επιπτώσεις του COVID-19 στα παιδιά, είναι επίσης πιθανό το ανοσοποιητικό σύστημα των παιδιών να μπορεί να ελέγξει τον ιό καλύτερα από των εφήβων και των ενηλίκων, εντοπίζοντας και εξαλείφοντάς τον πριν από την εμφάνισή του στους πνεύμονες.
Γιατί είναι σημαντική η επιστροφή στα θρανία;
“Το κλείσιμο των σχολείων οξύνει τις κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες”, επιβεβαιώνει πρόσφατο άρθρο των Esposito & Principi (2020), σύμφωνα με Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO, καθώς:
- προκειμένου να παρακολουθήσουν αποτελεσματικά την εκπαιδευτική διαδικασία μέσω Διαδικτύου τα παιδιά 5 έως 10 ετών χρειάζονται βοήθεια από τους γονείς τους, πράγμα που σημαίνει πως όταν εκείνοι δεν μπορούν να εργαστούν από το σπίτι θα πρέπει να επιλέξουν είτε να χάσουν εισόδημα προκειμένου να υποστηρίξουν τα παιδιά τους είτε να αφήσουν τα παιδιά χωρίς βοήθεια, και
- από σπίτι σε σπίτι υπάρχει μεγάλη διαφορά στη δυνατότητα πρόσβασης στα απαραίτητα τεχνολογικά εργαλεία.
Παράλληλα, η συνεχής συνύπαρξη των μελών της οικογένειας στον ίδιο χώρο εντείνει τα φαινόμενα ψυχολογικής και σωματικής βίας σε βάρος των παιδιών, κάτι που επιβεβαιώνεται από πλήθος μελετών οι οποίες έχουν δείξει πως σε τέτοιες περιπτώσεις καταγράφεται σημαντική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας.
Η σχολική ρουτίνα είναι σημαντικός μηχανισμός για τη διατήρηση της εσωτερικής ισορροπίας σε παιδιά και εφήβους, ιδιαίτερα σε αυτούς που ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας και στους οποίους η αποχή από το σχολείο στερεί μια «άγκυρα», με κίνδυνο να υποτροπιάσουν.
Επίσης, σε περιπτώσεις παιδιών με μαθησιακά προβλήματα, είναι ενδεικτικό ότι η πρόοδος σε συνεδρίες λογοθεραπείας και ομάδες κοινωνικών δεξιοτήτων μπορεί σταματήσει όταν αυτές διακόπτονται. Παράλληλα, παιδιά με ειδικές ανάγκες μπορεί να χάσουν την ευκαιρία να αναπτύξουν βασικές δεξιότητες.
Μια νέα πραγματικότητα για τα παιδιά
Η «πρώτη» ημέρα στο σχολείο θα είναι για τους μικρούς μαθητές μια μετάβαση και θα πρέπει να τους δοθεί χώρος και χρόνος, υποστηρίζουν οι ψυχολόγοι.
Η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Αρετή Βεργούλη, τονίζει ότι τα παιδιά πρέπει να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα:
“Θα πρέπει να προσαρμοστούν και να μάθουν να κάνουν τα πράγματα διαφορετικά. Οι μεταβάσεις είναι σημαντικές, όπως και οποιαδήποτε μείζων αλλαγή, που αρχικά μπορεί να προκαλέσει αποδιοργάνωση από τις καθιερωμένες δραστηριότητες και τους συνηθισμένους τρόπους λειτουργίας· ωστόσο, λόγω του αναπτυξιακού επιπέδου των μαθητών, στη φάση που συμβαίνουν δεν είναι τόσο δύσκολες αλλά αντίθετα αποδεικνύονται χρήσιμες, καθώς τα παιδιά μαθαίνουν να προσαρμόζονται στις συνθήκες και να τις χρησιμοποιούν προς όφελός τους αντί να στέκονται αμήχανα απέναντι σε αυτές”.
Αυτή η νέα μετάβαση είναι σημαντική και για τους μικρούς και για τους μεγάλους, αλλά κυρίως για τα παιδιά, έχει σημαντική παιδευτική σημασία, σύμφωνα με την κα. Βεργούλη: “Ο άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του πολύ συχνά έρχεται αντιμέτωπος με μεταβάσεις, με αλλαγές στις οποίες καλείται να προσαρμοστεί – πράγματα που μας είναι γνωστά μέσα από τη θεωρία του Δαρβίνου”, αναφέρει.
Συμβουλές προς τους γονείς
Τι θα πρέπει να κάνουν , όμως, οι γονείς ώστε να γίνει πιο ομαλή αυτή η μετάβαση; Κατ’ αρχάς, οι γονείς πρώτοι από όλους πρέπει να πειθαρχήσουν στα μέτρα προστασίας, να κρατάνε οι ίδιοι τις αποστάσεις δίνοντας το παράδειγμα στα παιδιά τους. Επίσης, σύμφωνα με την ειδικό, έχει σημασία ο γονιός να εκπαιδεύσει το παιδί στην πειθαρχία, αφού η πειθαρχία είναι σωτήρια στην περίπτωση της πανδημίας.
Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου οι γονείς θα πρέπει:
- Να έχουν ενημερωθεί από τις επίσημες υπηρεσίες για τα μέτρα πρόληψης και τους κανόνες υγιεινής που πρέπει να τηρούνται.
- Να μοιραστούν με τα παιδιά τις πληροφορίες και τις οδηγίες αυτές, με βάση την αναπτυξιακή φάση του κάθε παιδιού και με τρόπο απλό και ξεκάθαρο.
- Να εκπαιδεύσουν τα παιδιά στα μέτρα προφύλαξης και στους κανόνες υγιεινής με επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, με στόχο να δημιουργηθεί μια «ρουτίνα» που θα την ακολουθούν, για παράδειγμα το συχνό πλύσιμο χεριών, η χρήση αντισηπτικών κτλ.
Παράλληλα, “ο γονιός πρέπει να είναι σε επαφή με τα συναισθήματά του και να μην προβάλλει πάνω στο παιδί άγχη δικά του· να υπάρχει ένα «φρένο» στη συμπεριφορά του, ώστε να μην προσθέτει στο παιδί και το δικό του στρες”, καταλήγει η Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Αρετή Βεργούλη.