Οι εγχώριες επιχειρήσεις υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια από τις αγορές με έκδοση ομολόγων.

Την ώρα που οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης αυξάνουν τα δανειακά τους προγράμματα για το τρέχον έτος, με όπλο και το νέο έκτακτο QE της ΕΚΤ, έτσι ώστε να μπορέσουν να εξασφαλίσουν την απαραίτητη ρευστότητα για να χρηματοδοτήσουν τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας για την αντιμετώπιση του σοκ που προκαλεί η πανδημία, είναι φυσικό να γεννάται το ερώτημα για το ποια είναι η στρατηγική του ΟΔΔΗΧ. Εάν δηλαδή το ελληνικό Δημόσιο θα βγει το επόμενο διάστημα στις αγορές και εάν αυτή η έκτακτη κατάσταση την οποία βιώνουμε σημαίνει πως θα πρέπει να ακολουθήσει τις άλλες χώρες του ευρώ και να αυξήσει τους στόχους άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές φέτος.

Παράλληλα, αυξάνονται οι ανησυχίες γύρω από τη ρευστότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες πέραν από τα μέτρα στήριξης που λαμβάνουν, ενδέχεται να χρειαστούν περαιτέρω «καύσιμα» που υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορούν να αντλήσουν από τις αγορές με έκδοση ομολόγων. Ηδη, οι εκδόσεις που είχαν προγραμματιστεί έχουν ανασταλεί, ενώ υπάρχουν σκέψεις για καθυστέρηση στη διανομή μερισμάτων, κάτι που ισχύει και για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, με στόχο να προστατεύσουν τους ισολογισμούς και τους εργαζομένους. Η Γερμανία αποφάσισε να στηρίξει τον εταιρικό τομέα εφαρμόζοντας ένα νέο σχέδιο όπου οι εταιρείες οι οποίες λόγω της κρίσης του κορωνοϊού δεν έχουν πρόσβαση με ευνοϊκούς όρους στις αγορές, θα μπορούν να εκδώσουν εταιρικά ομόλογα με εγγύηση του Δημοσίου. Αν και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην Ελλάδα, ωστόσο υπάρχουν σκέψεις για ένα παρεμφερές σχέδιο το οποίο θα προσαρμόζεται στην ελληνική πραγματικότητα.

Την περασμένη εβδομάδα ο ΣΕΒ επισήμανε πως λόγω των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόζει η κυβέρνηση και της μείωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων, η επιβάρυνση του προϋπολογισμού είναι γύρω στα 6 δισ. ευρώ τον μήνα και σύστησε μέρος της επιβάρυνσης αυτής να καλυφθεί από κάποιο συνδυασμό έκτακτου δανεισμού και ανάληψης πόρων από τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους.

Προς το παρόν, δεν υπάρχει σχέδιο για χρήση του «μαξιλαριού» ρευστότητας του Δημοσίου που διαμορφώνεται στα 32 δισ. ευρώ περίπου, των οποίων τα 15 δισ. είναι «δεσμευμένα» από τον ESM. Το οικονομικό επιτελείο δεν κρίνει πως είναι αναγκαίο αυτή τη στιγμή, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες θεωρείται προτιμότερο να διατηρηθεί ανέπαφο για μετά την κρίση, ώστε να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές τότε και να προστατεύσει την αξιολόγηση της χώρας από τους οίκους. Το Δημόσιο έχει ρευστότητα μέχρι και τον Μάιο χωρίς να χρειαστεί να πειράξει το cash buffer, ενώ ανάλογα και με το τι θα συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο το αμέσως επόμενο διάστημα και το ύψος της ρευστότητας που μπορεί να εξασφαλιστεί, τότε θα εξεταστεί και η δυνατότητα να βγει η Ελλάδα στις αγορές.

Πάντως, σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν αναμένεται να μείνει στο περιθώριο και να μην προχωρήσει σε κάποια έκδοση, τη στιγμή που έχει και το δίχτυ ασφαλείας του νέου QE της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, το ελληνικό Δημόσιο θα παρακολουθεί τις κινήσεις των υπολοίπων εκδοτών αυτό το διάστημα και θα κινηθεί ανάλογα, με στόχο όχι το επιτόκιο ούτε την άντληση ενός μεγάλου ποσού, αλλά να δηλώσει την παρουσία και της Ελλάδας στις αγορές.

Αυτή η κίνηση από τον ΟΔΔΗΧ, η οποία όπως φαίνεται δεν θα αργήσει, καθώς το αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται κύμα εκδόσεων χρέους από τις χώρες της Ευρωζώνης, θα δώσει και το «σήμα» και για κάποιες εισηγμένες που μπορούν να προχωρήσουν και αυτές σε έκδοση ομολόγων.

Μία νέα έκδοση 10ετούς της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ, το οποίο και θεωρείται και τίτλος «ορόσημο», θα αποτελούσε ένα σημείο αναφοράς (benchmark) σε όρους επιτοκίου για το κόστος δανεισμού το οποίο θα «αντιμετωπίσουν» οι εταιρείες.

Σε ό,τι αφορά τη στήριξη που μπορεί να προσφέρει το ελληνικό Δημόσιο στις εκδόσεις χρέους των ελληνικών επιχειρήσεων στις αγορές το επόμενο διάστημα, το γερμανικό μοντέλο αφενός δεν μπορεί να εφαρμοστεί, αφετέρου η Ελλάδα μπορεί να προχωρήσει σε παρεμφερή κίνηση η οποία ωστόσο δεν θα θέσει σε κίνδυνο το ελληνικό χρέος και την αξιολόγηση της χώρας.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», εξετάζονται διάφορα σενάρια τα οποία βρίσκονται σε πολύ ακόμη πρώιμο στάδιο, ενώ ανοιχτό παραμένει το ενδεχόμενο να υπάρξει κάποια είδους «κάλυψη» στο νέο QE της ΕΚΤ και για τα ελληνικά εταιρικά ομόλογα αναλόγως της διαβάθμισης που έχουν. Ετσι, δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα να μπουν και άλλα «όπλα» στο τραπέζι για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης των ελληνικών εταιρειών, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας.

Αξίζει να σημειωθεί πως η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να δώσει, όπως η Γερμανία, εγγυήσεις, καθώς ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ είναι πολύ υψηλός και αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο λόγω της σημαντικής πτώσης που αναμένεται να δεχθεί το ΑΕΠ λόγω του σοκ που προκαλεί η πανδημία.

Επίσης, αντίθετα με τη Γερμανία, είναι λίγες οι ελληνικές επιχειρήσεις που λαμβάνουν αξιολόγηση από τους οίκους, δεν ξεπερνούν τις 10, και που μπορούν θεωρητικά να έχουν πρόσβαση στις αγορές με το ανάλογο «κόστος».

Αναπροσαρμογή 

Προς το παρόν ο ΟΔΔΗΧ κινείται με στόχο το κατώτερο εύρος που έχει θέσει για φέτος σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση από τις αγορές, δηλαδή τα 4 δισ. ευρώ, ωστόσο δεν αποκλείεται να κινηθεί προς το ανώτερο εύρος των 8 δισ. ευρώ ή και ακόμη υψηλότερα, εάν οι συνθήκες το επιτρέψουν ή τελικά το επιβάλλουν.

Οι αναλυτές της DZ Bank για παράδειγμα αναμένουν διπλασιασμό των δανειακών προγραμμά-των των χωρών της Ευρωζώνης φέτος.

Η Citigroup εκτιμά πως, ανάλογα με το πόσο θα διαρκέσουν τα περιοριστικά μέτρα και πόσο θα είναι το «χτύπημα» στο ελληνικό ΑΕΠ, ο ΟΔΔΗΧ θα προχωρήσει σε πρόσθετη άντληση πέραν των 4 δισ. ευρώ που έχει τεθεί ως στόχος αυτή τη στιγμή.

Αυτή αναμένεται να κινηθεί μεταξύ των 5 δισ. ευρώ (εάν οι περιορισμοί διαρκέσουν συνολικά 10 εβδομάδες και το χτύπημα στο ΑΕΠ κινηθεί στο 4,4%) και των 20 δισ. ευρώ (εάν το «χτύπημα» στο ΑΕΠ είναι της τάξης του 12,4% και οι περιορισμοί διαρκέσουν μεγαλύτερο διάστημα).

kathimerini.gr