Η παγκόσμια αγορά εργασίας θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο προκειμένου να ανακάμψει από ό,τι εκτιμάτο προηγουμένως, με το επίπεδο της ανεργίας να παραμένει πάνω από τα επίπεδα προ COVID-19 έως τουλάχιστον το 2023, λόγω της αβεβαιότητας για την πορεία και τη διάρκεια της πανδημίας, δήλωσε σήμερα η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO).
Η υπηρεσία του ΟΗΕ εκτιμά πως θα υπάρξουν περίπου 52 εκατ. λιγότερες θέσεις εργασίας το 2022 σε σχέση με τα επίπεδα προ COVID-19, το οποίο ισοδυναμεί περίπου με το διπλάσιο της προηγούμενης εκτίμησής της τον Ιούνιο του 2021.
Η διαταραχή αναμένεται να συνεχιστεί το 2023 όταν θα εξακολουθούν να υπάρχουν περίπου 27 εκατ. λιγότερες θέσεις εργασίας, ανέφερε, προειδοποιώντας για μια “αργή και αβέβαιη” ανάκαμψη στην έκθεση World Employment and Social Outlook για το 2022.
“Η προοπτική της παγκόσμιας αγοράς εργασίας έχει επιδεινωθεί μετά τις τελευταίες προβολές της ILO — η επιστροφή στην προ πανδημίας επίδοση πιθανόν θα εξακολουθήσει να διαφεύγει για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου τα επόμενα χρόνια”, σύμφωνα με την έκθεση.
Ο γενικός διευθυντής της οργάνωσης Γκάι Ράιντερ δήλωσε στους δημοσιογράφους πως υπάρχουν πολλοί παράγοντες για αυτή την αναθεώρηση, λέγοντας πως ο “πρωταρχικός είναι η συνεχιζόμενη πανδημία και οι παραλλαγές της, κυρίως η Όμικρον”.
Συνολικά, περίπου 207 εκατ. άνθρωποι θα είναι άνεργοι το 2022 σύμφωνα με τις εκτιμήσεις (5,9%), έναντι 186 εκατ. το 2019. Ωστόσο η έκθεση σημειώνει πως οι συνέπειες θα είναι σημαντικά μεγαλύτερες εφόσον πολλοί άνθρωποι αποχώρησαν από την αγορά εργασίας και δεν έχουν επιστρέψει ακόμη.
“Δεν θα αναλάβουμε από αυτή την πανδημία χωρίς μια μεγάλη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας. Και για να είναι βιώσιμη, αυτή η ανάκαμψη πρέπει να βασίζεται στις αρχές της αξιοπρεπούς εργασίας, περιλαμβανομένων ό,τι αφορούν την υγεία και την ασφάλεια, την ισότητα, την κοινωνική προστασία και τον κοινωνικό διάλογο”, προειδοποίησε ο Ράιντερ.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Βόρεια Αμερική και η Ευρώπη παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες ενδείξεις ανάκαμψης, αντίθετα με τη Νοτιοανατολική Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική. Σε εθνικό επίπεδο, η ILO διαπιστώνει, όπως αναμενόταν, πως “η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας είναι πιο ισχυρή στις χώρες με αυξημένο εισόδημα και πιο αδύναμη στις οικονομίες με μέσο κατώτερο εισόδημα”.
“Οι δυσανάλογες συνέπειες της κρίσης στην απασχόληση των γυναικών αναμένεται να διατηρηθούν τα επόμενα χρόνια”, αναφέρεται ακόμη στην έκθεση, όπου υπογραμμίζεται επίσης πως το κλείσιμο των σχολείων –μερικές φορές για μακρές περιόδους– “θα έχει σωρευτικές επιπτώσεις μακροπρόθεσμα” στους νέους, ιδιαίτερα σε εκείνους που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Για τον Γκάι Ράιντερ “χωρίς συντονισμένη προσπάθεια και αποτελεσματικές πολιτικές σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, είναι πιθανόν πως θα χρειαστούν πολλά χρόνια σε ορισμένες χώρες προκειμένου να διορθώσουν τις ζημιές”, με μακροπρόθεσμες συνέπειες “για το ποσοστό συμμετοχής, το εισόδημα των νοικοκυριών αλλά και για την κοινωνική, ακόμη και την πολιτική, συνοχή”.
Πηγή