Μεταξύ των προϊόντων που παρακολουθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι οι χειρουργικές μάσκες. Στόχος της Επιτροπής είναι να εντοπίσει πιθανές αντιανταγωνιστικές πρακτικές που έχουν ως απώτερο σκοπό τις υπερτιμολογήσεις.
«Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται», λέει μια γνωστή παροιμία. Και ακριβώς αυτό είναι που ανησυχεί την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Eτσι, στο «ραντάρ» της ανεξάρτητης αρχής μπαίνουν οι κατηγορίες προϊόντων με τη μεγαλύτερη ζήτηση αυτή την εποχή, λόγω κορωνοϊού, όπως είναι οι χειρουργικές μάσκες, τα αλκοολούχα διαλύματα, τα αντισηπτικά, τρόφιμα μακράς διαρκείας, όπως για παράδειγμα τα ζυμαρικά. Στόχος της Επιτροπής Ανταγωνισμού είναι να εντοπίσει πιθανές αντιανταγωνιστικές πρακτικές, από την ύπαρξη καρτέλ μέχρι τον περιορισμό της διάθεσης, πρακτικές που έχουν ως απώτερο σκοπό τις υπερτιμολογήσεις. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει καταγγελίες στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ούτε η ανεξάρτητη αρχή έχει κάποιες συγκεκριμένες ενδείξεις, τα στελέχη τους θεωρούν σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξουν τέτοια φαινόμενα ή έστω απόπειρες από μερίδα επιχειρήσεων.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι το Σάββατο η Επιτροπή Ανταγωνισμού προχώρησε στην έκδοση ανακοίνωσης στην οποία επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Το δίκαιο του ανταγωνισμού, σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, επιβάλλει στις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες, χαράσσοντας αυτόνομη εμπορική πολιτική με μέσα που δεν στρεβλώνουν και δεν νοθεύουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ανεξάρτητα η μία προς την άλλη. Επομένως, ενδεχόμενη επιδίωξη αύξησης ή διατήρησης των κερδών των επιχειρήσεων ή μετακύλισης οικονομικών βαρών στον καταναλωτή μέσα από παράνομες συμπράξεις θέτει σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον και βλάπτει τον καταναλωτή, χωρίς κανένα αντισταθμιστικό όφελος για το κοινωνικό σύνολο.
Τέτοιες απαγορευμένες πρακτικές μπορεί να αφορούν (εντελώς ενδεικτικά): α) τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, μέσω σύμπραξης, β) τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης, γ) την κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού, δ) την εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. Επίσης, το δίκαιο ανταγωνισμού μπορεί να εφαρμοστεί και σε μονομερείς καταχρηστικές πρακτικές, είτε αυτές αποκλείουν τους ανταγωνιστές σε μία αγορά (ενδεικτικά αναφέρονται η εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές ή η αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, κατά τρόπο που δυσχεραίνει τη λειτουργία του ανταγωνισμού), είτε αυτές είναι μονομερείς πρακτικές εκμετάλλευσης του καταναλωτικού κοινού (π.χ. υπερτιμολόγηση προϊόντων ή υπηρεσιών) από εταιρείες με δεσπόζουσα θέση στην αγορά».
Στην ίδια ανακοίνωση η Επιτροπή Ανταγωνισμού «προειδοποιεί» ότι θα εξετάζει, κατά άμεση προτεραιότητα, κάθε σχετική περίπτωση που θα υποπέσει στην αντίληψή της, μέσω καταγγελίας, αίτησης επιείκειας από μέλος καρτέλ, ή άλλων πηγών πληροφόρησης (Τύπος, Διαδίκτυο, δημόσιες ανακοινώσεις κ.λπ.) εκμεταλλευόμενες το ειδικό αυτό ζήτημα δημόσιας υγείας και τις ευαισθησίες του καταναλωτικού κοινού και θα επιβάλλει αυστηρότατες κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν παρόμοιες αντιανταγωνιστικές πρακτικές. Σημειώνεται ότι σε ανάλογες προειδοποιήσεις προέβη την περασμένη Πέμπτη και η αντίστοιχη αρχή στο Ηνωμένο Βασίλειο (CMA – Competition & Markets Authority).