Μπορεί οι διπλωματικές εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, σε συνδυασμό με τις ανησυχίες γύρω από την εξέλιξη και τις επιπτώσεις της πανδημίας, να έστρεψαν χθες τους επενδυτές προς την «ασφάλεια» των γερμανικών ομολόγων (και του χρυσού), ωστόσο τα ελληνικά ομόλογα συνέχισαν να κερδίζουν έδαφος και να καταγράφουν πολύ καλές επιδόσεις, παρά τη νευρικότητα που κυριάρχησε στην αγορά της περιφέρειας της Ευρωζώνης.

Η «ετυμηγορία» της Fitch την Παρασκευή, η οποία διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας στο ΒΒ με σταθερές προοπτικές, έδωσε ένα ισχυρό σήμα στην αγορά πως η «βαθμολογία» της Ελλάδας, πέντε μήνες μετά το ξέσπασμα του σοκ λόγω κορωνοϊού και ενώ η οικονομία της βιώνει ίσως το χειρότερο τρίμηνο πολλών ετών, δεν κινδυνεύει, ενώ οι αναλυτές υπογραμμίζουν πως οι προοπτικές επιστροφής των αναβαθμίσεων είναι ισχυρές.

Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε χθες κατά 4,8% και στο 1,054%, με το spread στις 153 μονάδες βάσης, ενώ αντίστοιχη βελτίωση σημείωσε ολόκληρη η ελληνική καμπύλη με την απόδοση του 5ετούς να καταγράφει ιστορικά χαμηλά στο 0,28%, χάρη στη στήριξη από τη συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης καθώς και των σχολίων της Fitch κατά την προγραμματισμένη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Την ίδια στιγμή, ράλι σημείωσαν τα γερμανικά ομόλογα, με την απόδοσή τους να σημειώνει βουτιά άνω του 9% και στο -0,485%, ενώ ελαφρώς ανοδικά κινήθηκαν οι αποδόσεις στους 10ετείς ιταλικούς τίτλους φτάνοντας το 1,08%. Οπως σημείωσε η Fitch, η οποία λαμβάνει ακόμη υπόψη στην αξιολόγησή της τα θετικά του Ταμείου Ανάκαμψης, σημαντικό «όπλο» της Ελλάδας, και κατά συνέπεια των ελληνικών ομολόγων, είναι η στήριξη από το νέο QE (PEPP) μέσω του οποίο η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει τίτλους 27 δισ. ευρώ (ή  16% του ελληνικού ΑΕΠ), γεγονός το οποίο παρέχει μια σημαντική πρόσθετη πηγή ευελιξίας χρηματοδότησης για τη χώρα και θα συμβάλει στη διατήρηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους σε χαμηλά επίπεδα.

Παράλληλα, αναφέρει, αν και το ελληνικό χρέος παραμένει υψηλό (αναμένει πως θα μειωθεί από το 2021 και μετά), ωστόσο υπάρχουν παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητά του: τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα (20% του ΑΕΠ) τα οποία μπορούν να αντιμετωπίσουν απρόσμενες αυξήσεις στις δαπάνες, καθώς και το ευνοϊκό προφίλ του.

Πάντως ο οίκος για ακόμη μία φορά τονίζει πως οι αδυναμίες της αξιολόγησης της Ελλάδας οφείλονται στο υπερβολικά υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών, σε συνδυασμό με τις αδύναμες αναπτυξιακές προοπτικές μεσοπρόθεσμα.

kathimerini.gr