Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έκανε λόγο για μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2020. Αυτά με δεδομένο ότι η κρίση θα κρατήσει έως και το δεύτερο τρίμηνο, θα σταθεροποιηθεί το τρίτο και θα υπάρξει ανάκαμψη το τέταρτο.
Αντιμέτωπη με το φάσμα της ύφεσης βρίσκεται και πάλι η ελληνική οικονομία, τη στιγμή ακριβώς που προσέβλεπε σε μια επιτάχυνση της ανάκαμψης των τριών προηγούμενων ετών και ενώ είναι ακόμη νωπή η επώδυνη μνήμη από την απώλεια του 1/4 του ΑΕΠ στην περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Οι αναλυτές, σε Ελλάδα και παγκοσμίως, δυσκολεύονται να προβλέψουν με ακριβή μεγέθη την έκταση της καταστροφής που φέρνει ο κορωνοϊός. Και όσοι προβλέπουν διαψεύδονται –μέχρι στιγμής προς το χειρότερο–, καθώς η πανδημία κορυφώνεται και δεν είναι σαφές πότε θα τελειώσει. Πριν από δύο εβδομάδες όλοι μιλούσαν για υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης κατά κάποια δέκατα της μονάδας. Η ΕΚΤ εκτίμησε ρυθμό 0,8% αντί προηγούμενης πρόβλεψής της για 1,1% στη Ζώνη του Ευρώ. Πριν από έξι μέρες ο επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς Τιερί Μπρετόν μίλησε ξεκάθαρα για ύφεση, λέγοντας ότι το πλήγμα που θα δοθεί στο ΑΕΠ της Ε.Ε. θα είναι της τάξεως του 2%-2,5% έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για ανάπτυξη 1,4%.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα στην Ελλάδα. Στην αρχή υπήρχε η ελπίδα ότι θα μπορούσαμε να κερδίσουμε την τουριστική περίοδο του Πάσχα. Τώρα αυτό δείχνει μάλλον απίθανο και υπάρχουν ανησυχίες ακόμη και για την καλοκαιρινή σεζόν. Στην αρχή θεωρούσαμε επίσης ότι το πλήγμα θα ερχόταν κυρίως από την πλευρά της ζήτησης, τον τουρισμό, τη ναυτιλία. Τώρα το πλήρες κλείσιμο καταστημάτων και επιχειρήσεων βάζει και την πλευρά της προσφοράς στο αρνητικό παιχνίδι.
Ετσι, οι τελευταίες εκτιμήσεις των αναλυτών από τον τραπεζικό και τον ακαδημαϊκό χώρο που μίλησαν στην «Κ» για τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ κυμαίνονται από 0% έως -3% για το σύνολο του έτους, έναντι αρχικών προβλέψεων των περισσότερων επίσημων φορέων για ανάπτυξη 2,5% (και της κυβέρνησης για 2,8%).
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μίλησαν για μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2020. Αυτά με δεδομένο ότι η κρίση θα κρατήσει έως και το δεύτερο τρίμηνο, θα σταθεροποιηθεί στο τρίτο και θα υπάρξει ανάκαμψη στο τέταρτο. Θα έχει σχήμα V, όπως λέγεται.
Το αισιόδοξο σενάριο
Ο Παναγιώτης Καπόπουλος, επικεφαλής οικονομολόγος της Alpha Bank, μιλώντας στην «Κ» τονίζει ότι έχουμε ήδη μια ισχυρή διαταραχή από την πλευρά της ζήτησης από το εξωτερικό, προβλέπει προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες λόγω περιοριστικών μέτρων και σημειώνει ότι «η ενίσχυση της αβεβαιότητας μπορεί να αποδυναμώσει σημαντικά την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις επιχειρηματικές προσδοκίες, συμπιέζοντας την καταναλωτική δαπάνη και ενδεχομένως προσωρινά την επενδυτική δαπάνη. Το γεγονός, ωστόσο, ότι πρόκειται για μια διαταραχή σχήματος V, που πιθανότατα θα εξαντληθεί εντός μερικών μηνών, μετριάζει σημαντικά τον κίνδυνο αναστολής επενδυτικών σχεδίων μεγαλύτερου χρονικού ορίζοντα». Ο οικονομολόγος σημειώνει ότι είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί η αναμενόμενη υποχώρηση του ΑΕΠ, ενώ σημειώνει έναν λόγο σχετικής αισιοδοξίας: «Η αντίδραση των σχεδιαστών οικονομικής πολιτικής είναι άμεση και ισχυρή.
Πρώτον, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ με το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων –στο οποίο αυτή τη φορά συμμετέχει η Ελλάδα– αναμένεται να συμπιέσει το κόστος δανεισμού και να τονώσει τις συνθήκες ρευστότητας. Δεύτερον, η άσκηση της επιθετικής επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση στο πλαίσιο της ευελιξίας γύρω από το ύψος του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος, με τη διοχέτευση στην αγορά ενός μεγάλου ποσού, είναι βέβαιο πως όχι μόνο θα αμβλύνει μεσοπρόθεσμα το μέγεθος της διαταραχής, αλλά θα επιταχύνει την ανάκαμψη σε επόμενη φάση».
Το στοίχημα της αναπτυξιακής προοπτικής
Aν αυτό αποτελεί παρηγοριά, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με ποσοστά πολύ βαθύτερης ύφεσης τα χρόνια της οικονομικής κρίσης: -7,1% το 2011, -6% το 2012, -4,9% το 2010, -4,2% το 2009 και το 2013.
Η ανησυχία αυτή τη φορά είναι αν το φως που είχε αρχίσει να βλέπει στην άκρη του τούνελ απλώς απομακρύνεται για λίγο ή κινδυνεύει να χαθεί εντελώς. Αν η δημοσιονομική εκτροπή που επιβάλλει η κρίση του κορωνοΐου απειλεί όσα κερδήθηκαν με κόπο τα προηγούμενα χρόνια. Οι οικονομολόγοι, που προσπαθούν να δουν την επόμενη μέρα, εφιστούν την προσοχή: «Είναι σημαντικό να διαφυλάξουμε τις προοπτικές της ανάκαμψης», τονίζει ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών.
Ο κ. Αναστασάτος προβλέπει σημαντική αρνητική επίπτωση στα επίπεδα της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω μέτρων περιορισμού της εξάπλωσης του κορωνοϊού και –στον αντίποδα– θετική επίδραση των πρωτοφανών μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, στην Ελλάδα και διεθνώς. Αναλύοντας την επίπτωση του πακέτου δημοσιονομικών μέτρων 10 δισ. ευρώ, σημειώνει ότι θα συνεισφέρει στη στήριξη της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και στα διαθέσιμα εισοδήματα και προσθέτει: «Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων προέρχεται από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. και ότι η συμμετοχή στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ θα κρατάει τα επιτόκια δανεισμού υπό έλεγχο, η επίπτωση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους είναι διαχειρίσιμη. Επομένως, το κρίσιμο είναι να διαφυλαχθεί η μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική της χώρας με την επιμονή σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και την αποφυγή ενεργειών που διαταράσσουν την κουλτούρα πληρωμών».
Προφανώς, το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού είναι πλέον ένα μέγεθος που έχει χάσει τη σημασία του. Αρκεί να περιοριστεί η εκτροπή στη φετινή χρονιά, λένε οι οικονομολόγοι. Την ερχόμενη εβδομάδα η κυβέρνηση θα καταθέσει ένα συμπληρωματικό προϋπολογισμό με αύξηση του αποθεματικού του κατά 4 δισ. ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν τα δημοσιονομικά μέτρα που ανακοινώθηκαν. Περίπου 2% του ΑΕΠ αντιστοιχούν στα 4 δισ. ευρώ.
Ο φόβος που διατυπώνεται από κυβερνητικές και τραπεζικές πηγές είναι ότι εκτός από τις αυξημένες δαπάνες και τη δικαιολογημένη πτώση των εσόδων, λόγω ύφεσης, θα εμφανιστούν και πάλι φαινόμενα άρνησης πληρωμών, δημιουργώντας μια νέα γενιά οφειλών σε Δημόσιο και τράπεζες.