Βάσει της έκθεσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού που δημοσιοποιήθηκε στις 5 Μαρτίου, οι απώλειες για τον ελληνικό τουρισμό θα ανέλθουν στα 680 εκατ. ευρώ.
Σε συνεχείς αναθεωρήσεις επί τα χείρω των εκτιμήσεων για τις οικονομικές επιπτώσεις της επιδημίας στον τουρισμό προβαίνουν οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί, των οποίων τα μοντέλα προσώρας δείχνουν πλήγμα από 680 εκατ. ευρώ έως και 4,32 δισ. στα έσοδα της Ελλάδας από τις δαπάνες των επισκεπτών από το εξωτερικό. Δηλαδή από 0,34 μονάδες έως και 2,16 μονάδες επί του ΑΕΠ. Υπάρχουν όμως και πιο δυσμενείς εκτιμήσεις, για έως και 3,5 μονάδες.
Ο λόγος που οι προβλέψεις έχουν τόσο μεγάλη απόκλιση είναι αφενός η διαφορετική στιγμή που έγινε από τον κάθε οργανισμό η εκτίμηση και αφετέρου το ότι η επιδημία συνεχώς εξαπλώνεται αποκαλύπτοντας ένα διαρκώς διογκούμενο πρόβλημα.
Τα 680 εκατ., που είναι και η πλέον αισιόδοξη πρόβλεψη, προκύπτουν από την έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (UNWTO) που δημοσιοποίησε στις 5 Μαρτίου. Σε αυτή αναθεώρησε τις προβλέψεις του για τις διεθνείς αφίξεις τουριστών για το 2020 σε αρνητική ανάπτυξη από -1% έως -3%, κάτι που εκτιμά πως ισοδυναμεί με απώλεια 30-50 δισ. δολ. σε διεθνείς εισπράξεις από τον τουρισμό. Πριν από την έκρηξη της επιδημίας του COVID-19, ο UNWTO προέβλεπε θετική αύξηση της τάξης 3%-4% για το τρέχον έτος.
Με δεδομένο πως η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η Ελλάδα έχει μερίδιο 2% στις διεθνείς αφίξεις και 1,3% στις δαπάνες κατά μέσον όρο την περίοδο 2010-2018 και την υπόθεση πως το 2019 αυτά τα ποσοστά βρέθηκαν πλησιέστερα στο 2,1% και 1,5% αντίστοιχα, εξαιτίας του ότι η Ελλάδα αναπτύχθηκε ταχύτερα από τον διεθνή μέσο όρο, προκύπτουν τα 680 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, από τα 50 δισ. δολ. που βλέπει ο UNWTO ως χαμένα από τον COVID-19 το 1,5% αντιστοιχεί περίπου σε 680 εκατ. ευρώ. Ομως αυτή η εκτίμηση του UNWTO εκτιμάται ευρέως από την αγορά πως είναι λίαν συντηρητική και αισιόδοξη, ενώ έχει γίνει με δεδομένα προ δεκαημέρου που δεν αποτυπώνουν την έκταση του προβλήματος στις εκτός Ασίας περιοχές. Ετσι αναμένεται να αναθεωρηθεί σύντομα.
Μια επί τα χείρω αναθεώρηση άλλωστε έχει κάνει ήδη η Διεθνής Ενωση Αερομεταφορών (IATA). Αυτή έγινε με επιδημιολογικά δεδομένα της 2ας Μαρτίου και από αγορές που είχαν εκείνη τη στιγμή 10 ή περισσότερες επιβεβαιωμένες περιπτώσεις COVID-19. Με βάση αυτή την πρόβλεψη, η κίνηση των διεθνών αφίξεων θα μειωθεί κατά 24% σε Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Νορβηγία, Ισπανία, Ελβετία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο και κατά 9% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αν και μπορεί κανείς να εικάσει εύλογα πως η Ελλάδα μπορεί να είναι τελικά στην πρώτη ομάδα και όχι στη δεύτερη, το 9% στην μείωση των επιβατών μπορεί με αναγωγή να μεταφραστεί σε απώλεια 1,62 δισ. ευρώ για τη χώρα ή 0,8% του ΑΕΠ. Αν τελικά η Ελλάδα βρεθεί στην ομάδα του 24%, το πλήγμα ανεβαίνει στα 4,32 δισ. ή 2,16 % του ΑΕΠ.
Ούτε αυτές οι προβολές είναι όμως ασφαλείς, αφού η επιδημία εξελίσσεται και ο κάθε προορισμός θα δώσει «εξετάσεις» τις επόμενες εβδομάδες και μήνες για να προσελκύσει επισκέπτες.
Η χειρότερη εκτίμηση
Επί του παρόντος υπάρχει ακόμα μία εκτίμηση διεθνούς συμβουλευτικού οίκου από την οποία μπορούν να εξαχθούν διά της αναγωγής κάποια συμπεράσματα για το πλήγμα στον ελληνικό τουρισμό. Εκτιμήσεις εμπιστευτικής έκθεσης της McKinsey βλέπουν το πλήγμα στον τουρισμό διεθνώς να εκτείνεται χρονικά έως και το τρίτο τρίμηνο του 2020 και υπολογίζουν την κάμψη της ζήτησης στον τουρισμό διεθνώς έως και στο 40%. Αυτό στην ελληνική περίπτωση θα σήμαινε απώλειες εσόδων από διεθνείς επισκέπτες της τάξης των 7 δισ. ευρώ ή 3,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.