Ο άγιος Παύλος, ο ομολογητής καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε γραμματέας του αγιοτάτου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου.
Όταν απεβίωσε ο Αλέξανδρος, ο άγιος Παύλος εξελέγη Πατριάρχης. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος, όταν το πληροφορήθηκε δυσανασχέτησε, καθώς ήταν οπαδός της αίρεσης των Αρειανών.
Όταν ο Κωνστάντιος επέστρεψε από την Αντιόχεια στην Κωνσταντινούπολη, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Παύλο και ανακήρυξε αυθαίρετα Πατριάρχη τον αρειανόφρονα Νικομήδειας Ευσέβιο. Τότε ο άγιος Παύλος πήγε στη Ρώμη.
Εκεί βρήκε τον Μέγα Αθανάσιο, τον οποίο είχε απομακρύνει από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας ο Κωνστάντιος. Πληροφορηθείς τα γεγονότα, ο αυτοκράτορας Κώνστας, έστειλε γράμμα στον αδελφό του τον Κωνστάντιο, διαμαρτυρόμενος για τη στάση του. Έτσι ο Παύλος και ο Αθανάσιος επανήλθαν στο αξίωμά τους.
Δυστυχώς μετά από λίγο καιρό ο Κώνστας πέθανε. Έτσι ο Κωνστάντιος διέταξε, από την Αντιόχεια που ήταν, να απομακρύνουν τον Παύλο από τον Πατριαρχικό θρόνο. Μάλιστα τον εξόρισε στην Κουκουσό της Αρμενίας. Μία μέρα που τελούσε την Θεία Λειτουργία όρμησαν καταπάνω του Αρειανοί και τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο. Έτσι ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Μέρος της Κάρας του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Σιμωνόπετρας Αγίου Όρους. Το Λείψανο του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορο στον ρωμαιοκαθολικό Ναό του Αγίου Γεωργίου του Μείζονος Βενετίας. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.