Ο άγιος Ανδρέας, αρχιεπίσκοπος Κρήτης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Δαμασκό της Συρίας. Οι γονείς του ήταν πολύ ευσεβείς και τον μόρφωσαν πάρα πολύ πλούσια, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής. Συγκεκριμένα ο Ανδρέας επιδόθηκε στην σπουδή της θύραθεν παιδείας, δηλ. της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας και κατόπιν αφοσιώθηκε στην μελέτη των Αγίων Γραφών και της Παράδοσης της Εκκλησίας, δηλ. την κατά Θεό φιλοσοφία.
Στην συνέχεια, έγινε μοναχός και υπηρέτησε κοντά στον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο, του οποίου αναδείχθηκε γραμματέας. Ο Πατριάρχης τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε τόσο πολύ για τις γνώσεις του, την καθαρότητα της σκέψης του, καθώς και την ευθύτητα του χαρακτήρα του, ώστε τον έστειλε ως αντιπρόσωπό του στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, που συγκροτήθηκε στην Κων/πολη το 680 μ. Χ. Αφορμή για την σύγκληση της Οικουμενικής Συνόδου ήταν η κακοδοξία των αρχιεπισκόπων Κων/πόλεως Σεργίου και Ρώμης Ονωρίου, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο Χριστός έχει μόνο μία θέληση. Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοθελητισμό και όρισε ότι, όπως στο πρόσωπο του Χριστού υπάρχουν δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη, έτσι υπάρχουν και δύο θελήσεις και ενέργειες, η θεία και η ανθρώπινη, με την σαφή θεολογική εξήγηση ότι η ανθρώπινη, υποτάσσεται στην θεία θέληση.
Ο Άγιος Ανδρέας είναι ο συγγραφέας μεταξύ άλλων υμνολογικών κειμένων και του «Μεγάλου Κανόνα», που είναι ένα μακροσκελές ποιητικό έργο γραμμένο με συντριβή καρδίας και το οποίο καλεί τους πιστούς σε μετάνοια, κατά την περίοδο της μεγάλης τεσσαρακοστής. Ψάλλεται σε πέντε μέρη την Α΄ Εβδομάδα των Νηστειών και ολόκληρος το εσπέρας της Τετάρτης του Μεγάλου Κανόνος, της Ε΄ Εβδομάδας των Νηστειών.
Η θεολογική γνώση, η εκκλησιαστική πνευματική εμπειρία και τέχνη, όπως η ποίηση και μουσική, συνδυάζονται κατά τον καλύτερο τρόπο στο πρόσωπο του ανθρώπου που αξιοποιεί και εμπλουτίζει με ταπείνωση τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου