Μια νέα τάση που επιβάλλει άκρα σιωπή κατά τη διαρκεια του κουρέματος κερδίζει έδαφος στα κομμωτήρια της Γερμανίας.
Αναφέρεται ως «silent cut», μια διαδικασία κατά την οποία πελάτης και κομμωτής δεν ανταλάσσουν κουβέντα.
«Για όσους όμως δεν έχουν διάθεση οι κομμωτές προσφέρουν πια “σιωπηλά” ραντεβού», αναφέρει δημοσίευμα της Deutsche Welle.
Το δημοσίευμα περιγράφει ακριβώς τη διαδικασία στο κατάστημα:
«Σιωπή κατά παραγγελία: Αντί για συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων, οι πελάτες μπορούν να κλείσουν ένα “silent cut”. Η Αντρέα Ζίπερτ-Φίχτερ, από το κομμωτήριο Wild Hair στο Βερολίνο, έβαλε κι αυτή «σιωπηλά κουρέματα» στις υπηρεσίες που προσφέρει, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα χαλάρωσης όπου μπορεί κανείς να ξεχάσει τις έγνοιες του. Για κάποιον που μιλάει με ανθρώπους όλη την ημέρα είναι υπέροχο να μην τον ζαλίζουν ακόμα και στο κομμωτήριο. Επιτέλους μπορεί να αφεθεί στις σκέψεις του. Άλλοι κομμωτές πάλι δεν βρίσκουν τίποτα το ιδιαίτερο στα σιωπηλά κουρέματα, βλέποντάς τα ως απλή μόδα, ένα κομμάτι του μάρκετινγκ.
Εννοείται ότι οι προσωπικές συζητήσεις στο κομμωτήριο ερμηνεύονται ψυχολογικά. Το άγγιγμα ενός ανθρώπου για κάμποση ώρα μπορεί να προκαλέσει τα απαραίτητα αισθήματα οικειότητας, όπως αντιστοίχως μπορεί να συμβεί και με έναν φυσιοθεραπευτή ή έναν μασέρ. Για τους κομμωτές βέβαια αυτό μπορεί να είναι και εξαντλητικό, αφού το ένα ραντεβού – και το ανάλογο μπλα-μπλα – διαδέχεται το επόμενο, ενώ ο φρεσκοκουρεμένος πελάτης γυρίζει ανανεωμένος σπίτι του. Γι’ αυτό και η Αντρέα απολαμβάνει τα ραντεβού χωρίς κουβεντούλα. «Είμαι κι εγώ άνθρωπος και όχι μηχανή και δεν έχω πάντα διάθεση για κουβέντα. Μου αρέσει να ονειροπολώ», λέει. Γι’ αυτό και όλο και περισσότεροι κομμωτές επιλέγουν να προσφέρουν την υπηρεσία των “silent cuts”».
Τι γίνεται όταν οι άνθρωποι νιώθουν οικεία;
«Αυτός ήταν και ο λόγος που η Άννα Βέμπερ άρχισε να προσφέρει “silent cuts” πριν από πέντε χρόνια, σε μία περίοδο που υπέφερε η ίδια από άγχος. Για πολλούς πελάτες, λέει, είναι ευκολότερο να κλείσουν ραντεβού με έναν κομμωτή παρά με έναν ψυχολόγο. Και αρχίζουν μετά να διηγούνται τα προσωπικά τους. «Κι όμως, εγώ το μόνο που θέλω είναι να κόβω μαλλιά», λέει η 62χρονη. «Αλλά δυστυχώς μόνο τρεις με τέσσερις πελάτες με στρες θέλουν να κουρεύονται τακτικά χωρίς συζητήσεις». Ιδίως για τους κομμωτές που κάνουν μόνο επισκέψεις κατ’ οίκον, τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα: εκεί οι άνθρωποι νιώθουν ακόμα πιο γρήγορα οικεία, ανοίγονται και μιλούν για την ιδιωτική τους ζωή. Στο μεταξύ στην Αυστρία και την Ελβετία οι πελάτες μπορούν επίσης να αποκλείσουν την κουβεντούλα στο κομμωτήριο από την αρχή».
«”Hair talk but no small talk” – έτσι διαφημίζει το κομμωτήριο «Salon Rohn» στο Σαρλότενμπουργκ τις «σιωπηλές υπηρεσίες» του. Στην πραγματικότητα βέβαια τόσο σαφείς συμφωνίες εκ των προτέρων δεν είναι απολύτως απαραίτητες. Εξάλλου, πάντα ο πελάτης είναι αυτός που αποφασίζει αν θα μιλήσει. Ο κομμωτής, από τη μεριά του, μπορεί να αντιληφθεί τη διάθεση του πελάτη του, όπως και να δείξει την ανάλογη ευαισθησία. Εξάλλου δεν ταιριάζει και στην ιδιοσυγκρασία όλων να μην βγάζουν άχνα».
Άλλο συζήτηση και άλλο λογοδιάρροια
«Η συζήτηση μάλιστα θεωρείται και ένδειξη ευγένειας. Απλά όταν γίνει λογοδιάρροια έχει και αυτή τις συνέπειές της για τους κομμωτές: από κάποιο σημείο κι έπειτα, κανείς τους δεν μπορεί πλέον να συγκεντρωθεί σε κάτι για πολύ. Εκεί που η κουβεντούλα έχει σίγουρα τη θέση της είναι στην επαγγελματική ζωή, αφού κάνει τη συνεργασία με τους ανθρώπους πολύ πιο εύκολη, όταν έχεις βρει κάποια κοινά σημεία και έχεις διαπιστώσει αν συμπαθεί ή αντιπαθεί ο ένας τον άλλον».
«Ο κομμωτής πολλών διασήμων Ντίτερ Μπονστέτερ δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί να προσφέρει ένα “silent cut”. “Ο διάλογος με τους πελάτες είναι κάτι πολύ ωραίο”, λέει. Η κουβεντούλα στο κομμωτήριο πάντως δεν έχει εκλείψει πλήρως ούτε για την Αντρέα: περίπου πέντε έως δεκαπέντε πελάτες της επιλέγουν το σιωπηλό σέρβις κάθε εβδομάδα. Αλλά με πολλούς από τους πελάτες της θέλει και η ίδια να μιλάει. “Με τους τακτικούς πελάτες, τους οποίους γνωρίζω εδώ και 20 χρόνια, υπάρχει πλέον ένας πολύ προσωπικός δεσμός”».
πηγή