Περισσότεροι από 30 δήμοι έχουν ολοκληρώσει τις διαγωνιστικές διαδικασίες αναβάθμισης του δικτύου οδοφωτισμού τους και στους μισούς περίπου εξ αυτών ανάδοχος έχει αναδειχθεί η ίδια κοινοπραξία.
Πυκνώνουν οι επώνυμες και ανώνυμες καταγγελίες για επιεικώς αμφιλεγόμενες συμβάσεις δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για έργα οδοφωτισμού εξοικονόμησης ενέργειας σε ανά την επικράτεια δήμους, σύμφωνα με τις οποίες μία κυρίως ένωση εταιρειών δεσπόζει ως ανάδοχος. Το ζήτημα απασχολεί την αγορά εδώ και τουλάχιστον δύο έτη, αλλά μετά τις δημοτικές εκλογές έλαβε νέες διαστάσεις, καθώς υπάρχουν νεοεκλεγέντες δήμαρχοι που αρνούνται ακόμα και να εφαρμόσουν συμβάσεις των προηγουμένων. Οι καταγγελίες, που συχνά προέρχονται και από εταιρείες του κλάδου, σε γενικές γραμμές μιλούν για φωτογραφικούς διαγωνισμούς, που είναι έτσι σχεδιασμένοι ώστε να οδηγούν προς μία ανάδοχο εταιρεία που αποτελεί κοινοπραξία δύο ισχυρών επιχειρήσεων, εκ των ισχυρότερων στον τομέα τους.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Περισσότεροι από 30 δήμοι έχουν ολοκληρώσει τις διαγωνιστικές διαδικασίες αναβάθμισης του δικτύου οδοφωτισμού τους. Στους μισούς περίπου εξ αυτών, ανάδοχος έχει αναδειχθεί η κοινοπραξία. Τον σχεδιασμό των περισσότερων διαγωνισμών έχει κάνει ένας μελετητής που συχνά τοποθετείται και ως επιβλέπουσα αρχή της εκτέλεσης των συμβάσεων. Πρόκειται για μια δραστηριότητα η αξία της οποίας υπολογίζεται από τους συμμετέχοντες στην εν λόγω αγορά άνω των 700 εκατ. ευρώ για το σύνολο των 332 δήμων και 13 περιφερειών της χώρας, καθώς πολλοί εξ αυτών προετοιμάζουν τη μετάβασή τους σε smart cities μέσω διαγωνισμών εξοικονόμησης ενέργειας από σύγχρονα φωτιστικά led και αναβάθμισης του δικτύου τους. Οι διαγωνισμοί το τελευταίο διάστημα έχουν τη μορφή συμβάσεων ενεργειακής αναβάθμισης (ΣΕΑ). Αρχικά είχαν προωθηθεί περισσότερες συμπράξεις δημόσιου ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) ή και απλές συμβάσεις προμήθειας λαμπτήρων, αλλά τα αποτελέσματα εν μέσω πλήθους αντιδράσεων για τον τρόπο σχεδιασμού τους, όπως και η ανάγκη για συμμετοχή των αναθετόντων φορέων με κεφάλαια, οδήγησαν στις ΣΕΑ. «Αυτές οι συμβάσεις συγκεντρώνουν τα περισσότερα πλεονεκτήματα παγκοσμίως», αναφέρουν στην «Κ» κύκλοι της βιομηχανίας, «αφού η επένδυση πραγματοποιείται από τους αναδόχους, οι οποίοι έχουν και την ευθύνη εγγύησης – λειτουργίας και συντήρησης για περιόδους άνω των 10 ετών». Σε πολλές περιπτώσεις οι δήμοι μέσα από τα έξυπνα φωτιστικά led θα μπορούν να υποστηρίξουν και πολλές ευρυζωνικές υπηρεσίες και smart solutions μέσω αναμεταδοτών αισθητήρων κ.λπ. Οι ανάδοχοι αμείβονται για τη διάρκεια της παραχώρησης με ένα ποσοστό από την εξοικονόμηση που επιτυγχάνεται για την ηλεκτροδότηση του δικτύου οδοφωτισμού σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση. Αν, δηλαδή, ο λογαριασμός της ΔΕΗ για τον δήμο μειωθεί με τις επενδύσεις π.χ. από 1 εκατ. σε 300.000 ευρώ, τότε ο ανάδοχος εισπράττει από τον δήμο ποσοστό της διαφοράς των 700.000 ευρώ. Ομως, όπως υπολογίζεται από τις ίδιες πηγές, το αποτέλεσμα των σχετικών διαγωνιστικών διαδικασιών που έχουν μέχρι στιγμής ολοκληρωθεί είναι ξεκάθαρα επωφελές μόνο για περίπου 8 από τους 30 δήμους. Κι αυτό διότι σε αυτούς τους οκτώ η επιτευχθείσα εξοικονόμηση μοιράζεται περίπου σε 50%-50% μεταξύ δήμου και αναδόχου.
Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, σύμφωνα με όσα ισχυρίζονται ανταγωνιστικές εταιρείες, δημοτικοί σύμβουλοι ή νέοι δήμαρχοι και άλλοι αυτοδιοικητικοί παράγοντες, οι δήμοι είναι «ριγμένοι», αφού η τελική ωφέλεια μοιράζεται περίπου κατά 80% στον ανάδοχο και 20% στον δήμο. Τέτοιοι ισχυρισμοί, αντιδράσεις και καταγγελίες υπήρξαν από αντιπολιτευόμενες παρατάξεις προεκλογικά (π.χ. σε Ζάκυνθο, Ρόδο, Σαρωνικό, Διόνυσο κ.α.), με αποτέλεσμα οι νέες δημοτικές αρχές να εξετάζουν ακόμα και την προσφυγή στη δικαστική οδό για να μην προχωρήσουν τα έργα αυτά. Μία εκ των πηγών της «Κ» μιλάει για φωτιστικά που προκρίθηκαν «από κινεζικά κάτω ράφια» της δεσπόζουσας στην αγορά ανάδοχου εταιρείας. «Η κοινοπραξία αυτή φέρεται να επηρεάζει τις προδιαγραφές και τα κριτήρια στους διαγωνισμούς μέσω της προαπαιτούμενης μελέτης που διαμορφώνει τα τεύχη δημοπράτησης», εξηγούν κύκλοι της αγοράς. Μελετητής σύμβουλος στα περισσότερα από αυτά τα έργα, στα οποία έχουν υπάρξει έντονες αντιδράσεις, φέρεται να είναι μία συγκεκριμένη εταιρεία. Και καθώς τα περισσότερα από αυτά τα έργα καταλήγουν στο ένα κυρίαρχο σχήμα, αυτό που προαναφέρθηκε, εγείρονται εύλογα ερωτήματα για την ακεραιότητα των διαδικασιών. Ειδικά αφού, στη συντριπτική πλειονότητα των εν λόγω διαγωνισμών, τελικά αξιολογείται μόνο μία προσφορά «λόγω του τεύχους δημοπράτησης που αφήνει εκτός τον ανταγωνισμό», ισχυρίζονται οι ίδιες πηγές.
Διόγκωση του κόστους κατασκευής
Επιπλέον καταγγέλλεται πως συχνά ο προϋπολογισμός των έργων είναι ιδιαίτερα διογκωμένος (σε σχέση με τον πολλαπλασιαστή τιμής ευρώ ανά watt της υπάρχουσας κατάστασης ονομαστικής ισχύος προ της αναβάθμισης) και υποστηρίζεται μέσα από υποκειμενικές και αυθαίρετες παραδοχές και υπολογισμούς. Εν τω μεταξύ, σε πολλές προκηρύξεις περιλαμβάνονται δικαιώματα προαιρέσεων που μπορούν να αυξήσουν σημαντικά το κόστος του έργου, δίχως να υπάρχει μηχανισμός προσδιορισμού της αξίας αυτών των options. Η προαίρεση αυτή είναι, σύμφωνα πάντα με αυτά τα τεύχη δημοπράτησης, αποτέλεσμα πρότασης του μελετητή-συμβούλου. Αλλά «ο ασαφής προσδιορισμός της αξίας της προαίρεσης μπορεί να οδηγήσει τελικά τον δήμο όχι μόνο στη μικρή σχέση ωφέλειας αλλά ακόμα και σε αρνητικό οικονομικό αποτέλεσμα», ισχυρίζονται ορισμένες πλευρές.
Ακόμα πιο ανησυχητικό για ορισμένους, όμως, είναι το γεγονός πως οι διαγωνισμοί αυτοί προβλέπουν σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων προσφυγή σε μια διαιτησία η οποία αποτελείται από τον σύμβουλο-μελετητή (που συχνά πυκνά ορίζεται και ως υπεύθυνος πιστοποίησης της εξοικονόμησης), τον ανάδοχο και τον δήμο και όχι κάποια ανεξάρτητη αρχή ή εξειδικευμένο φορέα.
Των διαγωνισμών ΣΕΑ στην Ελλάδα είχαν προηγηθεί από το 2014 έως πέρυσι και ορισμένοι διαγωνισμοί για λαμπτήρες led μέσω απλών προμηθειών είτε με απευθείας χρηματοδότηση των δήμων από τα διαθέσιμά τους, είτε με δανειοδότηση με χαμηλά επιτόκια – μέσω π.χ. του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων κυρίως. Ομως το μοντέλο αυτό τείνει να εξαφανιστεί αφενός λόγω «παρατράγουδων» που είχαν κάποιοι από τους διαγωνισμούς και αφετέρου λόγω απροθυμίας ή αδυναμίας δημοτικών αρχών να επιβαρύνουν το ταμείο τους και τις δανειακές υποχρεώσεις των δήμων τους, εξηγούν οι ειδικοί.