«Η κλιματική κρίση είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της δικής μας γενιάς και της δικής μας εποχής, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε με ρεαλισμό, σύνεση και κυρίως αποτελεσματικότητα» δήλωσε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης στην τοποθέτησή του για την αειφορία και την πράσινη μετάβαση. Ειδικότερα, ιδιαίτερη αναφορά έκανε σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των πόρων, καθώς, όπως είπε, τα χρήματα είναι περιορισμένα σε σχέση με τις παράλληλες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Στην τοποθέτησή του ο κ. Σκυλακάκης, ανέφερε τα εξής: «Ζούμε σε μία περίοδο που η κλιματική κρίση επελαύνει και η ανάγκη για πράσινη μετάβαση καθίσταται όλο και πιο επείγουσα. Είναι σημαντικό να έχουμε αίσθηση των πραγματικών αναγκών που έχουν οι δημόσιες πολιτικές, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τους πόρους αλλά και σε προτεραιοποίηση και δράση». Και συνέχισε λέγοντας: «Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την προσαρμογή στην κλιματική κρίση τα επόμενα χρόνια, με έμφαση στην έλλειψη ύδατος, τις πλημμύρες και τις φυσικές καταστροφές, την απειλή για τα δάση, αλλά και τους καύσωνες που βιώνουμε ειδικά φέτος από τον Ιούνιο. Όλα αυτά, μαζί με το φαινόμενο των θερμικών νησίδων στις μεγάλες πόλεις, αποτελούν μία πρωτοφανή πρόκληση, ταυτόχρονα με το δεύτερο μέρος: Τις τεράστιες ανάγκες της πράσινης μετάβασης που έχει να κάνουν με τις μεταφορές, τη βιομηχανία και την οικιακή χρήση της ενέργειας».
Ο κ. Σκυλακάκης σε σχέση με τις προσπάθειες που καταβάλλει η χώρα μας, επεσήμανε ότι «υπάρχουν ιδιαίτερα θετικά στοιχεία, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τους ρύπους, καθώς εκπέμπουμε λιγότερους σε σχέση με τους στόχους που έχουμε θέσει και για τους οποίους έχουμε δεσμευτεί σε επίπεδο ΕΕ. Έχουμε πολύ ταχύτερη είσοδο των ΑΠΕ σε σχέση με τις περισσότερες χώρες του κόσμου, συνεπώς δουλεύουμε για την πράσινη μετάβαση σε καίρια επίπεδα», ανέφερε χαρακτηριστικά. Σύμφωνα πάντα με τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ότι «στα επόμενα 20-30 χρόνια η κλιματική κρίση πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς η πράσινη μετάβαση, εφόσον επιτύχει, θα ανατρέψει τα δεδομένα μετά από δύο δεκαετίες».
enikonomia.gr