Τα ανασφάλιστα οχήματα, σύμφωνα με εκτιμήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, ανέρχονται σε περίπου 700.000.
Μηχανισμό που θα εντοπίζει σε πραγματικό χρόνο τα ανασφάλιστα οχήματα και θα αλλάζει το καθεστώς επιβολής προστίμων για όσους δεν έχουν ασφαλίσει το όχημά τους μελετά το υπουργείο Οικονομικών.
Τα ανασφάλιστα οχήματα, σύμφωνα με εκτιμήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, ανέρχονται σε περίπου 700.000 και αποτελούν πραγματική απειλή για την κοινωνία, αφού σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, είναι η βασικότερη αιτία εγκατάλειψης θύματος από τροχαίο, με προφανείς τραγικές συνέπειες.
Το θέμα έχει τεθεί από την Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ) προς τον αρμόδιο υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, με στόχο τόσο τη βελτίωση της διαδικασίας εντοπισμού των ανασφάλιστων όσο και τη διαδικασία επιβολής προστίμων. Οπως διαπιστώνεται, πολλοί οδηγοί ασφαλίζουν το όχημά τους για ένα, δύο ή τρεις μήνες κάθε φορά που επισείεται η σχετική απειλή και μετά κυκλοφορούν και πάλι ανασφάλιστοι. Ο αριθμός των ασφαλισμένων οχημάτων αυξομειώνεται έτσι διαρκώς ανάλογα με τη συγκυρία, και με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που τηρούνται από το Κέντρο Πληροφοριών το οποίο λειτουργεί με πρωτοβουλία της ΕΑΕΕ, ο αριθμός τους τον Ιανουάριο του 2020 ήταν 6,2 εκατομμύρια.
Ετσι, ο νόμος που ψηφίστηκε το 2012 και προβλέπει αυστηρά πρόστιμα για τους κατόχους ανασφάλιστων αυτοκινήτων, παραμένει έως σήμερα «κενό γράμμα». Ο νόμος προβλέπει τη διασταύρωση –δύο φορές τον χρόνο– των οχημάτων που υπάρχουν στη βάση δεδομένων του υπουργείου Μεταφορών για τα κυκλοφορούντα οχήματα με τη βάση δεδομένων που έχουν αναπτύξει οι ασφαλιστικές εταιρείες για τα ασφαλισμένα, προκειμένου να διαπιστωθεί ποια δεν διαθέτουν κάλυψη για αστική ευθύνη. Αν και κατά τις δύο διασταυρώσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια –η τελευταία διασταύρωση έγινε τον Απρίλιο του 2018– εντοπίστηκαν πάνω από 800.000 ανασφάλιστα οχήματα, κανένα πρόστιμο με βάση αυτή τη διαδικασία δεν έχει επιβληθεί μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα ο αριθμός των ανασφάλιστων να παραμένει στα ίδια πάνω κάτω επίπεδα επί σειράν ετών.
Μία από τις βασικές αιτίες ήταν τα λάθη που διαπιστώθηκαν κατά τη διασταύρωση της βάσης δεδομένων του υπουργείου Μεταφορών και της βάσης δεδομένων των ασφαλιστικών εταιρειών και το αλαλούμ που υπήρξε με τη γραφειοκρατία του υπουργείου Μεταφορών και του υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο τηρούνται στοιχεία για τα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων που κυκλοφορούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα λιγοστά πρόστιμα που επιβλήθηκαν το 2018, ακυρώθηκαν στη συνέχεια και η διαδικασία ματαιώθηκε.
Εκπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιρειών εξηγούν επίσης ότι και η ίδια η διαδικασία επιβολής προστίμων είναι αναποτελεσματική, αφού προβλέπει σε πρώτη φάση την πληρωμή παραβόλου στην ΑΑΔΕ και στη συνέχεια την επίδοση του προστίμου από την αστυνομία στην κατοικία του κατόχου του αυτοκινήτου.
Υπενθυμίζεται ότι τα πρόστιμα ξεκινούν από 100 ευρώ για δίκυκλα οχήματα και φθάνουν τα 250 για αυτοκίνητα από 1.001 κ. εκ. και άνω. Αν το πρόστιμο δεν πληρωθεί εντός 8 ημερών, προβλέπονται μεγαλύτερες κυρώσεις, δηλαδή αφαίρεση της άδειας οδήγησης, άδειας κυκλοφορίας και των πινακίδων του οχήματος για 6 μήνες και επιπλέον πρόστιμο 250 ευρώ για τα δίκυκλα, 500 ευρώ για τα Ι.Χ. και 1.000 για τα λεωφορεία και τα ΦΔΧ. Αν και μετά το διάστημα των 8 ημερών δεν έχει πληρωθεί το πρόστιμο και το ανασφάλιστο όχημα εμπλακεί σε ατύχημα, αυξάνεται το διάστημα αφαίρεσης πινακίδων και άδειας κυκλοφορίας στα 2 χρόνια (σε περίπτωση υποτροπής για 3 χρόνια) και επιβάλλεται χρηματική ποινή (έως 3.000 ευρώ) και ποινή φυλάκισης από δύο μήνες έως 1 χρόνο.