Έναν χρόνο μετά, οι μνήμες από την πολιορκία της Μαριούπολης, όπως τη ζήσαμε οι δημοσιογράφοι που καλύψαμε τη ρωσική εισβολή στην περιφέρεια του Ντονμπάς της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, είναι ακόμη νωπές.
Η άλλοτε ακμάζουσα πόλη της ελληνικής διασποράς έγινε σύμβολο της αντίστασης αλλά και των καταστροφικών συνεπειών του πολέμου.
Η Μαριούπολη βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο «μάτι» του κυκλώνα. Η κατάληψη της, αν και αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση με ασύλληπτες απώλειες για τον ρωσικό στρατό, αποτέλεσε προσωπικό «στοίχημα» του Βλαντιμίρ Πούτιν αλλά και προτεραιότητα για τους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Κρεμλίνου. Πάνω απ’ όλα όμως, ήταν θέμα γοήτρου. Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που τα ρωσικά στρατεύματα, οι αυτονομιστές και οι μισθοφόροι της Μόσχας εξάντλησαν τη βαρβαρότητα τους.
Σε ρωσικό κλοιό
Το πρωινό της 24ης Φεβρουαρίου δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Άκουγα το διάγγελμα του Ρώσου προέδρου που ξεκίνησε περίπου στις 4.00 το πρωί και ένας Ουκρανός συνάδελφος μου έστελνε μεταφρασμένα στα αγγλικά σημεία από την ομιλία του. Το τελευταίο μήνυμα που έλαβα, ήταν μια προειδοποίηση ότι ξεκινά ο πόλεμος.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ακούστηκαν ήχοι εκρήξεων κοντά στην πόλη. Ήταν ρουκέτες και οβίδες του πυροβολικού που εκτοξεύονταν από την πλευρά των περιοχών που είχαν υπό τον έλεγχο τους οι αυτονομιστές. Η Μαριούπολη απείχε περίπου 6 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή από το ανατολικό μέτωπο.
Η πόλη βρέθηκε γρήγορα στο σκοτάδι με αποτέλεσμα να ξεχωρίζουν μόνο οι λάμψεις από τα πυρά που αντάλλασσαν οι αντιμαχόμενες πλευρές. Οι σειρήνες ηχούσαν διαρκώς και, τις πρώτες ώρες, στους δρόμους της πόλης κυκλοφορούσαν μόνο στρατιωτικά οχήματα που μετέφεραν ενισχύσεις στις ουκρανικές ζώνες άμυνας που είχαν δημιουργηθεί περιμετρικά της πόλης.
Μόλις ξημέρωσε, αποκαλύφθηκε ότι η Μαριούπολη ήταν σχεδόν περικυκλωμένη και οι δυνάμεις της Μόσχας πλησίαζαν την περίμετρο παρά τη σθεναρή ουκρανική αντίσταση.
Πόλη φάντασμα
Όσοι δημοσιογράφοι μείναμε στην πόλη, συγκεντρωθήκαμε στο ελληνικό προξενείο, τη μοναδική διπλωματική αρχή που παρέμενε σε λειτουργία σε ολόκληρη την ανατολική Ουκρανία. Το υπόγειο του προξενείου έγινε η «βάση» και το καταφύγιο μας. Το ρεπορτάζ δυσκόλευε μέρα με τη μέρα. Οι ουρές στις τράπεζες και τα πρατήρια καυσίμων των πρώτων ωρών, έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε ακόμη μεγαλύτερες ουρές με εκατοντάδες ανθρώπους να περιμένουν ατελείωτες ώρες στο κρύο για λίγο νερό και φαγητό.
Η κατάσταση στους δρόμους ήταν επικίνδυνη. Κάθε πρωί ξεκινούσαμε για τις περιοχές που είχαν πληγεί από τα ρωσικά πυρά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ολόκληρες γειτονιές ισοπεδωμένες από ρουκέτες, όλμους και βλήματα πυροβολικού. Ο ήχος των Grad, του πιο «δημοφιλούς» σοβιετικού εκτοξευτή που χρησιμοποιούν και οι δύο πλευρές, είχε γίνει πια μονότονος, αφού δεν σταματούσε ούτε τη μέρα, ούτε τη νύχτα, όπως άλλωστε και οι πολεμικές σειρήνες.
Κάτοικοι από τα εκατοντάδες ελληνόφωνα χωριά του Ντονμπάς έφταναν στη Μαριούπολη αναζητώντας καταφύγιο και κυρίως τρόφιμα και νερό. Όμως ελάχιστοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους αφού οι εκρήξεις που συγκλόνιζαν την πόλη έρχονταν όλο και πιο κοντά στο κέντρο της.
Η πιο δύσκολη απόφαση
Με τα ρωσικά στρατεύματα μια ανάσα από την πόλη και περιθώρια να στενεύουν επικίνδυνα, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε ένα κομβόι και να φύγουμε από τη Μαριούπολη. Παρά το μεγάλο ρίσκο αφού δεν γνωρίζαμε ούτε τι θα συναντήσουμε στον δρόμο μας, ούτε και ποια πορεία έπρεπε να ακολουθήσουμε, μιας και οι βασικές οδικές αρτηρίες ήταν είτε βομβαρδισμένες ή ναρκοθετημένες, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε το πρωί της 2ας Μαρτίου.
Με λιγοστή βενζίνη στα ρεζερβουάρ – τα πρατήρια είχαν κλείσει από την πρώτη ημέρα της εισβολής – και χωρίς δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε GPS καθώς ολόκληρη η περιοχή ήταν «νεκρή» ζώνη, ξεκινήσαμε με προορισμό τη Ζαπορίζια. Το πρωινό εκείνο, η πόλη είχε καλυφθεί από πυκνή ομίχλη με την ορατότητα να περιορίζεται σημαντικά.
Βγαίνοντας από τη Μαριούπολη, όλα έδειχναν ότι η πόλη ετοιμάζεται να δεχτεί επίθεση. Η πόλη ήταν γεμάτη οδοφράγματα. Καθώς απομακρυνόμασταν είχαμε την αίσθηση ότι μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά στο πεδίο της μάχης. Παρατημένα άρματα και τεθωρακισμένα καίγονταν ακόμη στην άκρη του δρόμου ενώ η άσφαλτος κάπνιζε από τους πρωινούς βομβαρδισμούς.
Η πρώτη «επαφή»
Μόλις βγήκαμε από την πόλη, συναντήσαμε για πρώτη φορά τις ρωσικές δυνάμεις. Ένας ουλαμός τεθωρακισμένων που ετοιμαζόταν να εισβάλει στη Μαριούπολη. Τους είδαμε μέσα στην ομίχλη να μας κλείνουν τον δρόμο, κάνοντας σινιάλο να σταματήσουμε. Ξαφνικά, οι κάνες των αρμάτων στρέφουν προς το κομβόι και οι Ρώσοι στρατιώτες παίρνουν θέσεις βολής σημαδεύοντας τα αυτοκίνητα. Για λίγα λεπτά δεν κουνιέται κανείς παρά μόνο η κάνη του άρματος που κοιτάει προς το μέρος μας.
Μετά από λίγη ώρα και έντονες διαπραγματεύσεις μας αφήνουν να περάσουμε. Ο δρόμος που ακολουθούσαμε όμως ήταν κομμένος αφού η γέφυρα που συναντήσαμε είχε καταρρεύσει. Μέχρι να βγούμε από την εμπόλεμη ζώνη, περάσαμε από ισοπεδωμένα χωριά, ναρκοθετημένους δρόμους και στρατιωτικά μπλόκα. Το κομβόι δέχτηκε πυροβολισμούς όταν βρεθήκαμε σε έναν επαρχιακό δρόμο αναζητώντας διέξοδο από το μέτωπο.
Με πολλή τύχη και αρκετή ψυχραιμία καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι τη Ζαπορίζια και την επόμενη ημέρα συνεχίσαμε προς τα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας. Η επιχείρηση εκκένωσης κρίθηκε επιτυχημένη για εμάς, αλλά όχι για όλους όσοι δοκίμασαν να φύγουν από τη Μαριούπολη. Οι ανθρωπιστικοί διάδρομοι που άνοιξαν μετά από λίγες ημέρες βάφτηκαν με το αίμα αμάχων που χτυπήθηκαν από βαρύ οπλισμό. Χιλιάδες κάτοικοι της Μαριούπολης υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αλλά και μετά, κυρίως γυναίκες και παιδιά.
Η αποτίμηση
Για όσους βρεθήκαμε εκεί, ήταν ίσως η δυνατότερη εμπειρία της επαγγελματικής μας ζωής. Προσωπικά, προτιμώ να θυμάμαι τη Μαριούπολη όπως ήταν πριν τη ρωσική εισβολή. Μια όμορφη πόλη στις ακτές της Αζοφικής Θάλασσας όπου κανείς δεν ένιωθε ξένος. Μια πόλη με χιλιάδες ομογενείς που άνοιγαν το σπίτι τους χωρίς δεύτερη σκέψη και δεν σου επέτρεπαν να φύγεις χωρίς πρώτα να καθίσεις στο τραπέζι μαζί τους. Που δάκρυζαν όταν άκουγαν κάποιον να μιλάει ελληνικά και είχαν να διηγηθούν ιστορίες από τις επισκέψεις τους στην πρώτη τους πατρίδα, όπως αποκαλούν την Ελλάδα. Άνθρωποι οι οποίοι βίωσαν τη φρίκη του πολέμου το 2014 αλλά δεν εγκατέλειψαν τη γη που οι πρόγονοι τους έζησαν για αιώνες. Αυτούς τους ανθρώπους ελπίζω και εύχομαι να συναντήσω ξανά.
πηγή