Ουραγός στις επενδύσεις, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως, προβάλλει η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα οποία την τοποθετούν μια θέση πιο κάτω από τη Γουατεμάλα και δύο από τη Ζιμπάμπουε.
Συγκεκριμένα, το 2018 οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα αντιπροσώπευαν μόλις το 11,1% του ΑΕΠ, έναντι 12,9% του ΑΕΠ το 2017 και 12,1% το 2016. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση το ποσοστό ήταν 20,4%. Περίπου σε αυτά τα επίπεδα βρισκόταν η Ελλάδα και προ κρίσης. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις αντιπροσώπευαν το 26% του ΑΕΠ το 2007, όταν είχαν φθάσει στο υψηλότερο σημείο και το 17,5% το 2010, όταν μπήκαμε επισήμως στην κρίση και στα μνημόνια. Ομως, η περίοδος της κρίσης είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των επενδύσεων κατά περίπου 60%, με τις επιχειρηματικές αλλά και τις δημόσιες επενδύσεις και φυσικά τις επενδύσεις σε κατοικίες να κατρακυλούν και να σταθεροποιούνται τα τελευταία χρόνια σε περίπου 20 δισ. ευρώ. Η χώρα βγήκε από τα μνημόνια με μια βαριά κληρονομιά, το λεγόμενο επενδυτικό κενό, το οποίο, μάλιστα, ο ΣΕΒ είχε εκτιμήσει τον περασμένο Απρίλιο σε περίπου 100 δισ. ευρώ. Σε κενό 77 δισ. ευρώ είχε αναφερθεί η Alpha Bank. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να γίνουν επενδύσεις δεκάδων δισ. ευρώ για να επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν προ κρίσης. Και αυτό απαιτεί πολύ υψηλότερους επενδυτικούς ρυθμούς από τους σημερινούς.
Στην κατάταξη της World Bank, η Ελλάδα τοποθετείται λίγες θέσεις πριν από το τέλος, πολύ πιο κάτω από χώρες όπως η Τουρκία, όπου οι επενδύσεις ήταν 29,6% του ΑΕΠ της το 2018, η Ιρλανδία (23,4% του ΑΕΠ), η Ισπανία (21,2%), αλλά και η Κύπρος (19,4% του ΑΕΠ).
Σε χαμηλότερη θέση βρίσκονται μόνο οι Γουινέα Μπισάου (10,8% του ΑΕΠ), το Πόρτο Ρίκο (8,8%) και η Σομαλία (6,5%).
Η κυβέρνηση αναγνωρίζει πως το πρόβλημα είναι μείζον. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας είπε προ ημερών ότι ο προϋπολογισμός του 2020, που αρχίζει να συζητείται αύριο, αποσκοπεί ακριβώς στην αντιμετώπιση αυτού του επενδυτικού κενού. Οι φοροελαφρύνσεις που προβλέπει ο προϋπολογισμός είναι ασφαλώς ένα κίνητρο για επενδύσεις, αλλά μένει να αποδειχθεί πόσο γρήγορα θα αποδώσουν.
Μιλώντας σε εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ, εξάλλου, προχθές το βράδυ, ο υφυπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης είπε, αναφερόμενος στην κρίση: «Η προσαρμογή που έγινε δημιούργησε ένα καινούργιο έλλειμμα, ένα επενδυτικό έλλειμμα. Συρρικνώσαμε την παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας. Και συρρικνώθηκε σε επίπεδο κεφαλαίου και εργασίας. Αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα. Δεν είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα, είναι το επενδυτικό. Η προσαρμογή, όπως σχεδιάστηκε, χτύπησε πιο βίαια τον παραγωγικό ιστό της χώρας».
Αναλύοντας τις επενδύσεις κατά κατηγορία, ο ΣΕΒ σε δελτίο του τον Οκτώβριο σημείωνε ότι οι επιχειρηματικές επενδύσεις το 2018 ήταν περίπου 10 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 6% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε.-28 διαμορφώνεται στο 13%. Εχουν επανέλθει, ωστόσο, στα 2/3 των προ κρίσης επιπέδων τους.
Το μεγάλο κενό
Υπάρχει όμως τεράστια υστέρηση στις μη επιχειρηματικές επενδύσεις, καθώς ο προϋπολογισμός δημοσίων επενδύσεων και οι επενδύσεις των νοικοκυριών (κυρίως σε κατοικίες, αλλά και σε εξοπλισμό αυτοαπασχολουμένων) διαμορφώνονται σήμερα σε περίπου 5 δισ. ευρώ για την κάθε κατηγορία, όταν προ κρίσης κυμαίνονταν σε 14 δισ. ευρώ και 21 δισ., αντιστοίχως.