Κοινή δράση των ευρωπαϊκών χωρών με έκδοση από κοινού χρεογράφων – ουσιαστικά ενός κορωνο-ομολόγου- και αξιοποίηση όλης της δύναμη πυρός των τριών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων: της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), προτείνει ο Γιάννης Στουρνάρας.
Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ο κεντρικός τραπεζίτης αναφέρεται στην κρίση που προκαλεί στην οικονονία ο κορωνοϊός αλλά και στους φόβους που ο ίδιος έχει για την επόμενη ημέρα.
Οπως λέει χαρακτηριστικά, αυτό που φοβάται είναι ένα δεύτερο κύμα πανδημίας αλλά και μια νέα έξαρση του προσφυγικού – μεταναστευτικού προβλήματος.
Ολη η συνέντευξη έχει ως εξής:
Η Ελλάδα φαινόταν επί σειρά ετών να αποτελεί την προβληματική περίπτωση της Ευρώπης. Αυτό δεν ισχύει πλέον; Γιατί δεν ακούμε πια αρνητικές ειδήσεις από την Ελλάδα;
Η Ελλάδα έχει σημειώσει πολύ μεγάλη πρόοδο σε σχέση με το 2010 όσον αφορά τη μείωση των δίδυμων ελλειμμάτων της (γενικής κυβέρνησης και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού της συστήματος. Αυτά τα αποτελέσματα αντικατοπτρίζονταν σε όλους τους συναφείς δείκτες της αγοράς, όπως οι διαφορές αποδόσεων των ομολόγων και οι δείκτες ρευστότητας των τραπεζών, τους τελευταίους μήνες πριν από την εκδήλωση της κρίσης του κορωνοϊού. Αυτό το διάστημα σημειώθηκε επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από τη νέα κυβέρνηση που εξελέγη το περασμένο καλοκαίρι. Πιο πρόσφατα, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με επιτυχία την πανδημία, λαμβάνοντας τολμηρά μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, καθώς και την έξαρση της προσφυγικής κρίσης, προβαίνοντας σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την προστασία των ελληνικών συνόρων αλλά και των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές οι θετικές ειδήσεις φαίνεται να έχουν βελτιώσει σημαντικά το διεθνές κλίμα απέναντι στην Ελλάδα.
Την τρέχουσα περίοδο οι κυβερνήσεις σε πολλές χώρες αυξάνουν το έλλειμμα και το χρέος. Θα μπορέσει και η Ελλάδα να κάνει το ίδιο χωρίς να αντιμετωπίσει νέες δυσκολίες;
Χωρίς αμφιβολία η πανδημία του κορωνοϊού θα προκαλέσει, πρόσκαιρα, αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους των χωρών, κυρίως εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που έχουν επιβληθεί για να ελαχιστοποιηθούν οι ανθρώπινες απώλειες. Η ταχύτητα της ανάκαμψης μετά την άρση αυτών των μέτρων, η επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα στηρίξουν την ανάπτυξη και ο βαθμός κοινής δράσης που θα αναλάβουν τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και που, ιδανικά, θα πρέπει να είναι μεγέθους αντίστοιχου με εκείνο της παρέμβασης της ΕΚΤ, θα καθορίσουν το αν η πανδημία θα έχει προσωρινή ή μόνιμη αρνητική επίδραση στα δημόσια οικονομικά των πιο ευάλωτων, από την άποψη του δημόσιου χρέους, κρατών-μελών της ζώνης του ευρώ, στα οποία συγκαταλέγεται και η Ελλάδα.
Στη διάρκεια του 2019, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου υπήρξαν ένα “success story” στη χρηματοπιστωτική αγορά, επειδή απέκτησαν σημαντική αξία. Αυτό το success story έχει τελειώσει;
Πιστεύω ότι το success story της αγοράς ομολόγων του 2019 θα συνεχιστεί. H απάντησή μου στην προηγούμενη ερώτηση ισχύει και σ’ αυτή την περίπτωση. Η συγκριτικά (με άλλες χώρες) επιτυχής μέχρι τώρα αντιμετώπιση της πανδημίας και η επιτυχής διαχείριση της έξαρσης του προσφυγικού έδειξαν ότι μια ορθολογική, αποφασιστική και πειθαρχημένη κυβέρνηση που ακολουθεί τις συμβουλές των ειδικών μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες και να δημιουργήσει αισιοδοξία. Η ίδια προσέγγιση θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην οικονομική πολιτική μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.
Η Ελλάδα δεν έχει αποκτήσει ακόμη διαβάθμιση επενδυτικής βαθμίδας από τους οργανισμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας. Από την άλλη πλευρά όμως, άλλες χώρες έχουν υποβαθμιστεί, ενώ για την ελληνική οικονομία η μόνη αλλαγή μέχρι τώρα είναι ότι η αναθεώρηση των προοπτικών της από «θετικές» σε «σταθερές». Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ έχει χαλαρώσει προσωρινά τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ επενδυτικής βαθμίδας και επενδύσεων υψηλού κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι τώρα η Ελλάδα βρίσκεται σε συγκριτικά καλύτερη θέση;
Η απόφαση της ΕΚΤ να χορηγήσει παρέκκλιση (waiver) στην Ελλάδα λόγω της πανδημίας ήταν απολύτως δικαιολογημένη, δεδομένου ότι η Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής υπάγεται σε ένα πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας, το οποίο περιλαμβάνει αυστηρούς στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, καθώς και στόχους διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει επιτύχει εντυπωσιακή οικονομική προσαρμογή, χάρη στην οποία απέκτησε εδώ και αρκετό καιρό εκ νέου πρόσβαση στις αγορές και διαθέτει ένα σημαντικό ταμειακό απόθεμα ασφαλείας.
Οι αποφάσεις που έλαβε η ΕΚΤ από την αρχή της πανδημίας έχουν βοηθήσει πολύ στην αποτροπή του κατακερματισμού στη ζώνη του ευρώ, αλλά αυτό δεν αρκεί. Παράλληλα χρειάζεται και οι κυβερνήσεις των χωρών της ζώνης του ευρώ να καταβάλουν εγκαίρως προσπάθειες για να προετοιμάσουν και να στηρίξουν με πόρους την ανάκαμψη. Η συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να προωθήσει τη δημιουργία Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της πανδημίας και των συνεπειών της είναι μια ιδιαίτερα χρήσιμη και ευπρόσδεκτη εξέλιξη.
Πώς αξιολογείτε τους κινδύνους για την Ελλάδα, είτε εξωγενείς είτε προερχόμενους από εσφαλμένες επιλογές οικονομικής πολιτικής στην προσπάθεια για την ερμηνεία των αιτιών της κρίσης;
Η Ελλάδα είναι μια μικρή ανοικτή οικονομία. Επομένως, τόσο οι εξωτερικοί όσο και οι εξωγενείς κίνδυνοι έχουν σημασία γι αυτήν. Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι η τυχόν αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης. Ένας άλλος κίνδυνος αφορά έναν ενδεχόμενο δεύτερο γύρο της πανδημίας. Και γι’ αυτό το λόγο ο συντονισμός, η κοινή δράση και η αλληλεγγύη πρέπει να γίνουν μόνιμα χαρακτηριστικά της ζώνης του ευρώ. Όσον αφορά την προηγούμενη κρίση, του 2010, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξαν σφάλματα από την πλευρά της εγχώριας πολιτικής όσο και από την πλευρά των δανειστών της Ελλάδας.
Σήμερα όμως η περίπτωση είναι εντελώς διαφορετική: αντιμετωπίζουμε ένα συμμετρικό παγκόσμιο εξωτερικό κλονισμό, μια πανδημία, που επηρεάζει τη συνολική ζήτηση, τη συνολική προσφορά, τις χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και τις διεθνείς αλυσίδες προσφοράς και αξίας. Η αντίδραση πολιτικής πρέπει τώρα να είναι διαφορετική από ό,τι στην κρίση του 2010. Αυτό που χρειάζεται είναι κοινή δράση και ευελιξία χωρίς την επιβολή όρων (conditionality), παράλληλα με τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι χώρες.
Οι ελληνικές τράπεζες αποτέλεσαν πηγή προβλημάτων επί σειρά ετών. Σήμερα διακρίνετε νέους κινδύνους;
Με την πανδημία, οι κίνδυνοι για τις τράπεζες είναι κυρίως πιστωτικοί κίνδυνοι, που θα εξαρτηθούν από την ένταση και τη διάρκεια της ύφεσης. Οι τράπεζες θα πρέπει λοιπόν να είναι προσεκτικές για να προστατεύσουν τους ισολογισμούς τους, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αξιοποιήσουν πλήρως τη μεγάλη ευελιξία και τη ρευστότητα που τους παρέχει η ΕΚΤ ώστε να προσφέρουν χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις και με αυτό τον τρόπο να συμβάλουν στη διαφύλαξη του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας. Ήταν μια ατυχής συγκυρία το γεγονός ότι, τη στιγμή ακριβώς που οι ελληνικές τράπεζες είχαν ήδη επιτύχει αξιόλογη πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), η πανδημία αύξησε τον κίνδυνο αναστροφής αυτής της προόδου.
Πώς αξιολογείτε τα μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση για να βοηθήσει την οικονομία να ανακάμψει από την κρίση;
Η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί μια προσεκτική και μετρημένη προσέγγιση, που έχει περιορίσει στο ελάχιστο δυνατόν τις ανθρώπινες απώλειες, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μην εξαντλήσει το δημοσιονομικό της οπλοστάσιο, με το οποίο θα στηρίξει την ανάκαμψη μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων. Η έγκαιρη και αποφασιστική εφαρμογή των υποδείξεων της ιατρικής επιστήμης φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκριτικά (με άλλες χώρες) επιτυχή αναχαίτιση του ιού.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις άργησαν πολλά χρόνια να εφαρμόσουν οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ή και είχαν αρνητική στάση απέναντι σε αυτές. Τώρα φαίνεται ότι η νέα κυβέρνηση, η οποία αυτοπροδιορίζεται ως «μετα-λαϊκιστική», έχει αρχίσει να υλοποιεί ένα εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αυτές θα προσφέρουν ώθηση στην ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα;
Θετική και ενθαρρυντική εξέλιξη υπήρξε το γεγονός ότι, παρά το λαϊκισμό που επικράτησε τα τελευταία χρόνια της οικονομικής προσαρμογής, το καλοκαίρι του 2019 εξελέγη μια νέα κυβέρνηση με ένα δυναμικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα, οι ιδιωτικοποιήσεις, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης» (εκπαίδευση-έρευνα-καινοτομία), η ενθάρρυνση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, θα δράσουν ως καταλύτης για την αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας της οικονομίας και, τελικά, την επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης, ιδίως μετά την πανδημία.
Υπάρχει μια βασική αρχή που δεν πρέπει να ξεχνά η Ευρώπη;
Όπως διδαχθήκαμε από την προηγούμενη κρίση, έχει πολύ μεγάλη σημασία ο ονομαστικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ των κρατών-μελών να παραμένει υψηλότερος από το ονομαστικό επιτόκιο του δημόσιου χρέους.
Ποια είναι η θέση σας στο πλαίσιο της τρέχουσας αντιπαράθεσης απόψεων στην Ευρώπη σχετικά με τα ευρωομόλογα ή το Ταμείο Ανάκαμψης;
Χρειαζόμαστε κοινή δράση και αλληλεγγύη για να αντιμετωπίσουμε την πανδημία. Οι προβληματισμοί για τον ηθικό κίνδυνο, αν και είναι σημαντικοί στην περίπτωση ασύμμετρων κλυδωνισμών που οφείλονται π.χ. σε λάθη οικονομικής πολιτικής, δεν θα πρέπει να καθορίσουν τις ενέργειές μας σήμερα. Μια πανδημία εγείρει ηθικά ζητήματα, καθώς και ζητήματα δημόσιου χρέους. Τα κράτη-μέλη που δεν διαθέτουν επαρκή δημοσιονομικό χώρο (υψηλό δημόσιο χρέος) ώστε να αντιμετωπίσουν την πανδημία δεν θα πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους: εάν η δημοσιονομική επιβάρυνση για την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη διατήρηση του παραγωγικού δυναμικού των οικονομιών των κρατών-μελών κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων και μετά από την άρση των μέτρων είναι εμπροσθοβαρής χωρίς κοινή δράση και κάποια αμοιβαιοποίηση του κόστους, τότε είναι δυνατόν να προκληθεί μια νέα κρίση δημόσιου χρέους, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Η από κοινού έκδοση χρεογράφων είναι μια κοινή δράση εναντίον του κοινού εχθρού (του κορωνοϊού) και προς το σκοπό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί όλη η δύναμη πυρός των τριών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων: της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Η συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ταμείου Ανάκαμψης είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, υπό την προϋπόθεση ότι (α) τα ποσά που θα συγκεντρώνονται θα είναι ανάλογα με εκείνα της παρέμβασης της ΕΚΤ, (β) οι αποφάσεις θα λαμβάνονται γρήγορα, (γ) θα υπάρχει συνδυασμός επιχορηγήσεων και χαμηλότοκων δανείων προς τα κράτη-μέλη, ανάλογα με την κατάσταση του δημόσιου χρέους τους.
Τι μπορεί να κάνει η ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κρίσης και μέχρι πού φτάνουν τα όριά της;
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ενήργησε γρήγορα, επιδεικνύοντας ευελιξία και πνεύμα αλληλεγγύης. Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που έχουν ληφθεί από το Μάρτιο και έπειτα συνέβαλαν στη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης και στηρίζουν τη ροή χρηματοδότησης για όλους τους τομείς και όλες τις χώρες. Το εποπτικό σκέλος της ΕΚΤ, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM), επίσης ενήργησε γρήγορα και παρείχε στις εμπορικές τράπεζες την αναγκαία προσωρινή ευελιξία όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια και τη ρευστότητα. Τα παραπάνω μέτρα νομισματικής πολιτικής και εποπτείας που λαμβάνει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι ανάλογα με παρόμοια μέτρα άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών.
Ποιες εμπειρίες και ιδέες από την Ελλάδα θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες για την Ευρώπη;
Η εμπειρία της Ελλάδας από την κρίση δημόσιου χρέους του 2010 θα μπορούσε να είναι πολύ χρήσιμη:
- Πρώτον, η δράση πρέπει να είναι έγκαιρη και γρήγορη. Καθυστερημένη και άτολμη παρέμβαση συνεπάγεται κόστος. Τώρα είναι η ώρα για κοινή δράση, συντονισμό και αλληλεγγύη.
- Δεύτερον η πανδημία δεν θα πρέπει να εξελιχθεί σε πρόβλημα δημόσιου χρέους. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, στο βαθμό που θα περιλαμβάνει ένα βέλτιστο συνδυασμό επιχορηγήσεων και δανείων.
- Τρίτον, η διαφορά μεταξύ του ονομαστικού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και του επιτοκίου του δημόσιου χρέους πρέπει να παραμένει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη για όλα τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, και οπωσδήποτε θετική.
- Τέταρτον, η συνολική ζήτηση πρέπει να διατηρείται σε ικανοποιητικό επίπεδο.
- Πέμπτον, οι ισολογισμοί των τραπεζών θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν να απαλλαγούν από τα ΜΕΔ που δημιουργήθηκαν λόγω της πανδημίας.
- Έκτον, θα πρέπει να αποφευχθεί ο κατακερματισμός, έτσι ώστε να υπάρχουν απρόσκοπτες ροές ρευστότητας και χρηματοδότησης σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ.
- Έβδομον, θα πρέπει να αποφευχθούν οι προκυκλικές επιδράσεις που προκαλούνται από τις υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας.