Την πεποίθηση πως οι καταθέσεις θα πρέπει να εξαιρούνται από τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την απορρόφηση κεφαλαιακών ζημιών των τραπεζών και πως η σχετική διάταξη της Οδηγίας BRRD για το bail in θα πρέπει να επανεξεταστεί, εκφράζει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε άρθρο του στην εφημερίδα Handelsblatt.
Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης αναφέρει πως η πανδημία COVID-19 ανέδειξε, για άλλη μια φορά, την ανάγκη για έναν ανθεκτικότερο ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Και αυτό με τη σειρά του απαιτεί την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης. Προς αυτή την κατεύθυνση, επισήμανε τις εξής προτεραιότητες. Όπως ανάφερε:
«Πρώτον, πρέπει να ενισχύσουμε το ευρωπαϊκό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων. Η Οδηγία για την Ανάκαμψη και την Εξυγίανση των Τραπεζών (Bank Recovery and Resolution Directive – BRRD) καλύπτει μεν περιπτώσεις αφερεγγυότητας μεμονωμένων τραπεζικών ιδρυμάτων, όχι όμως και την περίπτωση μιας συστημικής κρίσης που θέτει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε μια χώρα ή και σε περισσότερες χώρες. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, τάσσομαι υπέρ της πιο ευέλικτης εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Η δημιουργία εταιριών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Companies), υπό την εγγύηση του Δημοσίου και έναντι κατάλληλης προμήθειας υπέρ αυτού, θα πρέπει να αναγνωριστεί ως μια αξιόπιστη λύση για την αντιμετώπιση προβλημάτων ποιότητας στοιχείων ενεργητικού, εκτός του πλαισίου παρεμβάσεων για εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Επιπλέον, η Οδηγία BRRD δεν προβλέπει μια σαφή στρατηγική για το χειρισμό περιπτώσεων αφερεγγυότητας τραπεζών μικρού και μεσαίου μεγέθους, οι οποίες χρηματοδοτούνται κυρίως από καταθέσεις και δεν έχουν τη δυνατότητα να εκδώσουν τίτλους μειωμένης εξασφάλισης σε επαρκή ποσότητα ώστε να χρησιμοποιηθούν για την απορρόφηση ζημιών. Για αυτές τις τράπεζες, ίσως η μόνη διαθέσιμη λύση είναι να τεθούν υπό εκκαθάριση σύμφωνα με το εθνικό πλαίσιο αφερεγγυότητας. Επειδή όμως αυτά τα πλαίσια παραμένουν κατακερματισμένα μεταξύ των χωρών, τράπεζες που εδρεύουν σε διαφορετικά κράτη-μέλη της ΕΕ υφίστανται ανομοιογενή μεταχείριση και διαφορετική ιεράρχηση των πιστωτών (ομολογιούχων, καταθετών κ.λπ.).
Απαιτείται λοιπόν κάποια εναρμόνιση των διαφόρων εθνικών διαδικασιών εκκαθάρισης. Ένας βασικός τομέας στον οποίο χρειάζεται εναρμόνιση είναι η ιεράρχηση των πιστωτών. Πιστεύω ότι, για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όλες οι καταθέσεις θα πρέπει να εξαιρούνται από τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την απορρόφηση κεφαλαιακών ζημιών. Η σχετική διάταξη της Οδηγίας BRRD θα πρέπει να επανεξεταστεί.
Δεύτερον, κρίσιμης σημασίας είναι να βρεθεί μια λύση για την παροχή ρευστότητας κατά τη διαδικασία της εξυγίανσης. Προς το σκοπό αυτό, μια προτεραιότητα είναι να καταστεί λειτουργικός ο μηχανισμός χρηματοδότησης του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (Single Resolution Fund – SRF) μέσω του πιστοδοτικού εργαλείου (backstop) του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (European Stability Mechanism – ESM) και να επισπευστεί η θέσπισή του. Και πάλι όμως, οι ανάγκες ρευστότητας σε περίπτωση εξυγίανσης είναι δυνατόν να υπερβαίνουν το επίπεδο που προβλέπεται σήμερα. Θεωρώ ότι επ’ αυτού θα μπορούσε η ΕΚΤ να διαδραματίσει κάποιο ρόλο. Αξιοποιώντας την εμπειρία της Τράπεζας της Αγγλίας, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί ειδική πιστωτική γραμμή από την ΕΚΤ, με κατάλληλες ρήτρες διασφάλισης.
Τρίτον, μια προτεραιότητα ζωτικής σημασίας είναι να συμπληρώσουμε και το τελευταίο δομικό στοιχείο της Τραπεζικής Ένωσης, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS). Η δημιουργία ενιαίου, κατάλληλα σχεδιασμένου και επαρκώς χρηματοδοτούμενου συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη των καταθετών ανά την Ευρώπη, περιορίζοντας έτσι την πιθανότητα τραπεζικού πανικού (bank run) και σπάζοντας οριστικά το φαύλο κύκλο κρατών-τραπεζών (bank-sovereign nexus). Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται μια πιο φιλόδοξη πολιτική βούληση.
Στη διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης του 1929, το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης: στις αρχές της δεκαετίας του ’30 το 1/3 των τραπεζών είχε κλείσει. Ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, αμέσως μόλις ανέλαβε καθήκοντα ως Πρόεδρος των ΗΠΑ το Μάρτιο του 1933, κήρυξε τραπεζική αργία. Όταν ξανάνοιξαν οι τράπεζες μία εβδομάδα αργότερα, ανακοίνωσε τη δημιουργία εθνικού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων και ενισχυμένη παροχή ρευστότητας στις τράπεζες. Η ανακοίνωση αυτή έδωσε τέλος στην τραπεζική και οικονομική κρίση. Το εμβόλιο για μια υγιέστερη Ευρώπη είναι μια ολοκληρωμένη, ισχυρή τραπεζική ένωση».
Πηγή