Αντιμέτωπη ίσως με τη μεγαλύτερη πρόκληση σε σχέση με το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα της χώρας βρίσκεται η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, καθώς τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου αποδεικνύεται ότι οι υψηλές εισφορές που, σε συνδυασμό με τη φορολογία, οδηγούν σε αυξημένο μη μισθολογικό κόστος, το πολύ υψηλό όριο ασφαλιστέων αποδοχών και η μικρή ανταποδοτικότητα των συντάξεων οδηγούν σε ένα στρεβλό και κοινωνικά άδικο σύστημα. 

Οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, τόσο για το ύψος των εισφορών στους μη μισθωτούς όσο και για τα ποσοστά αναπλήρωσης βάσει των οποίων υπολογίζονται οι νέες συντάξεις, ανοίγουν τον δρόμο για αλλαγές. Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι η απάντηση που πρέπει να δοθεί είναι «ποιοι πληρώνουν τις συντάξεις των άλλων». Και επισημαίνουν πως η λύση βρίσκεται στη χρυσή ισορροπία ανάμεσα στην αναγκαία αναλογιστική δικαιοσύνη, στην απαιτούμενη κοινωνική αλληλεγγύη αλλά και στην επιβεβλημένη βιωσιμότητα του συστήματος.

Οπως αποδεικνύεται από σειρά μελετών που έχουν εκπονηθεί, ενώ για παράδειγμα το 2011 μόλις τα δύο τρίτα των συντάξεων ήταν «καλυμμένα» από τις εισφορές που είχαν καταβληθεί και τα υπόλοιπα τα πλήρωνε ο προϋπολογισμός, το 2019 η αδικία συνεχίζεται, μεν, όμως το μοντέλο αντιστρέφεται. Ετσι, πλέον, οι εισφορές όχι μόνον καλύπτουν τις συντάξεις αλλά χρησιμοποιούνται και για να καλύψουν ελλείμματα του συστήματος, καθώς «περισσεύουν» κατά το 1/10. Στην πράξη, από ένα σύστημα όπου οι συντάξεις ήταν υπερχρηματοδοτημένες με την κοινωνία, μέσω της φορολογίας, να πληρώνει όχι μόνο για αυτούς που έπαιρναν ποσά κοντά στο όριο της φτώχειας, αλλά ακόμη και για την πλειονότητα ομάδων όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, περάσαμε σε ένα σύστημα όπου οι συντάξεις είναι πλέον υποχρηματοδοτημένες. Δηλαδή, οι εισφορές που καταβάλλονται είναι πολύ υψηλότερες από τις τελικές συντάξεις…

Παράλληλα, αποδεικνύεται πως ένας χαμηλόμισθος που εισφέρει στο σύστημα, για παράδειγμα, επί 15 έτη εξασφαλίζει σύνταξη ίση με το 77% της σύνταξης που θα εξασφάλιζε αν συμπλήρωνε τα διπλάσια (30) έτη ασφάλισης. Κατά συνέπεια ο εργαζόμενος έχει ασθενές οικονομικό κίνητρο να παραμείνει ασφαλισμένος μετά τη συμπλήρωση 15ετίας, εάν μπορεί εναλλακτικά να εργαστεί ανεπίσημα και συνεπώς να αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Επιπλέον, ασφαλισμένος με λιγότερα από 15 έτη ασφάλισης δεν δικαιούται εθνική σύνταξη. Συνεπώς η τρέχουσα δομή της εθνικής σύνταξης εκτιμάται πως ενθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή, ενώ ταυτόχρονα δεν παρέχει κανένα κίνητρο για κάποιον με χρονικό ορίζοντα παραμονής στην Ελλάδα σαφώς μικρότερο της δεκαπενταετίας (π.χ. οικονομικοί μετανάστες) να εργαστεί με επίσημο τρόπο. 

Οπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, στρεβλώσεις υπάρχουν και αναφορικά με το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών, με αποτέλεσμα η οριακή επιβάρυνση από φόρους και εισφορές στην κλίμακα εισοδήματος 40.000-80.000 ευρώ να είναι εξαιρετικά υψηλή, καθώς επιβαρύνονται με τους μέγιστους φορολογικούς συντελεστές και με υψηλές ασφαλιστικές εισφορές. Ετσι εμφανίζεται το παράδοξο τα ανώτερα μεσαία ετήσια εισοδήματα να έχουν οριακή επιβάρυνση από φόρους και εισφορές μεγαλύτερη ακόμα και από τα υψηλά εισοδήματα άνω των 100.000 ευρώ. 

Από τα βασικά θεμέλια του νόμου Κατρούγκαλου που κρίθηκαν αντισυνταγματικά με τις πρόσφατες αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2019 από το ΣτΕ είναι το ύψος των ποσοστών αναπλήρωσης που προέβλεπε για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης των ασφαλισμένων, αλλά και οι εισφορές των μη μισθωτών. Οπως επισημαίνει η δικηγόρος  Ασπα Παπαθανασοπούλου, αποδεικνύεται και από τα παραδείγματα που παρουσιάζει η «Κ» ότι η προσθήκη ετών ασφάλισης στον συνολικό χρόνο συνταξιοδότησης δεν λειτουργεί αναλόγως ανταποδοτικά και δημιουργεί σημαντικές αδικίες στο τμήμα της ανταποδοτικής σύνταξης. Την παθογένεια αυτή, που οπωσδήποτε δημιουργεί αντικίνητρο υπαγωγής στην ασφάλιση, διέγνωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις πρόσφατες αποφάσεις του. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την κ. Παπαθανασοπούλου, το Ανώτατο Δικαστήριο όρισε ότι θα πρέπει να υπάρξει νέα νομοθεσία που θα ορίζει άλλους, δικαιότερους συντελεστές αναπλήρωσης, ώστε να  οδηγηθούμε εν γένει σε ένα όντως ανταποδοτικό ποσό σύνταξης, το οποίο θα αποτελεί αναπλήρωση του εισοδήματος που χάνει πλέον ο συνταξιούχος και θα του εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωσή του μετά την αποχώρησή του από την εργασία.

Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί πως θα νομοθετήσει νέα υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για άνω των 25 ή 30 ετών κλιμακωτά, στο νομοθέτημα που αναμένεται να εισαχθεί στη Βουλή έως τον Δεκέμβριο. Αλλαγές δρομολογούνται και στο ύψος των εισφορών, τόσο στο σκέλος των μη μισθωτών με αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα όσο και στο σκέλος των μισθωτών, με στόχο τη σταδιακή μείωση του μη μισθολογικού κόστους κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες.

kathimerini.gr