Μοναξιά, αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα και άγχος για το εάν τελικά θα καταφέρουν να βγουν νικητές από τη «μάχη» με τον κορονοϊό. Απομόνωση, πίεση και φόβο. Αυτά βιώνουν όσοι νόσησαν, νοσούν, χρειάζεται να νοσηλευτούν ή βρίσκονται σε καραντίνα. Τα λεπτά περνούν βασανιστικά, μακριά από τους αγαπημένους τους ανθρώπους με σύντροφο μια μάσκα και πολλά φάρμακα. Έτσι περιγράφει τη δική του περιπέτεια ο 60χρονος Νικόλας Δ. που διαγνώστηκε θετικός την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου, χρειάστηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο για πάνω από 20 ημέρες και έλαβε εξιτήριο την 1η Οκτωβρίου.

«Ένιωθα σαν να είμαι λεπρός, φορούσα συνεχώς μάσκα ακόμη και στον ύπνο μου. Μετρούσα τις ώρες, τις ημέρες και αναρωτιόμουν εάν τελικά θα καταφέρω να δω ξανά την οικογένεια μου» εξηγεί μιλώντας στο newsbeast.gr φανερά συγκινημένος μόλις λίγες ημέρες αφότου το τελευταίο τεστ που έκανε βγήκε αρνητικό.

«Αυτός ο φονικός ιός υπάρχει» απαντά σε όσους κάνουν λόγο για θεωρίες συνωμοσίας, αρνούνται να φορέσουν μάσκα και εξακολουθούν να τηρούν μια αμετανόητη στάση, παρά τις συστάσεις των ειδικών και τις μαρτυρίες όσων νόσησαν ή νοσούν.

Τα δέκατα, η αδυναμία και οι λιποθυμίες

Όλα ξεκίνησαν την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου όταν διαπίστωσε πως είχε δέκατα. «Είχα μόλις 37 και 2 και ένιωθα τα μάτια μου να καίνε σαν να είχα πολύ υψηλό πυρετό και λιποθύμησα δύο φορές» αναφέρει εξηγώντας πως στο γραφείο όπου εργάζεται βρέθηκαν θετικά μετά τη σχετική ιχνηλάτηση και άλλα άτομα.

Τη Δευτέρα όμως η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη. Ένιωθε τρομερά αδύναμος και έτσι αποφάσισε να καλέσει κλιμάκιο του ΕΟΔΥ στο σπίτι του για να υποβληθεί σε τεστ. Πριν ενημερωθεί για το αποτέλεσμα λιποθύμησε ξανά, χτύπησε στο κεφάλι του και αιμορραγούσε. Η γυναίκα του τον μετέφερε άμεσα σε ιδιωτικό νοσοκομείο για να λάβει τις πρώτες βοήθειες και να κάνει ράμματα. Αφού εξήγησε στους γιατρούς τι συμβαίνει και πως αναμένει ενημέρωση σχετικά με τον εάν είναι ή όχι θετικός υποβλήθηκε σε νέο διαγνωστικό έλεγχο. Η απάντηση δεν άργησε, όσο περίμενε κλεισμένος σε ένα δωμάτιο του είπαν πως έχει κορονοϊό.

Την Τρίτη (8/9) μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας. Κατά τη μεταφορά του τηρήθηκαν όλα τα μέτρα. Τον παρέλαβαν φορώντας στολές, μάσκες και ο ίδιος τους κοιτούσε φοβισμένος. Ευτυχώς οι εξετάσεις του ήταν καθαρές αλλά κρίθηκε απαραίτητη η παραμονή του στο νοσοκομείο λόγω του τραύματος που είχε στο κεφάλι.

«Βρέθηκα σε ένα μεγάλο δωμάτιο με περίπου 20 άτομα. Όλοι θετικοί στον covid. Γιατροί, νοσηλευτές μπαινόβγαιναν συνεχώς, ντυμένοι με τις ειδικές τους στολές, γάντια και μάσκες. Το δωμάτιο είχε μόνο διαχωριστικά στα σημεία όπου ήταν γυναίκες» επισημαίνει.

Τις πρώτες ημέρες είχε πυρετό και χρειάστηκε να λάβει οξυγόνο. Μετά από δύο εβδομάδες όμως το τεστ παρέμενε θετικό. Στην αξονική που έκανε διαπιστώθηκε πως ο κορονοϊός είχε επιτεθεί στους πνεύμονες. «Οι γιατροί έπρεπε να καταπολεμήσουν την πνευμονία. Μου έδιναν ισχυρές ενδοφλέβιες αντιβιώσεις με αποτέλεσμα να νιώθω πόνους στις φλέβες. Μου άλλαξαν δέκα φορές σωληνάκια, οι φλέβες μου έσπαγαν» δηλώνει με τρεμάμενη φωνή ενώ θυμάται τις δύσκολες στιγμές που βίωσε εξηγώντας:

«Ένιωθα λεπρός, πως δεν θέλουν να με πλησιάσουν, για να με μεταφέρουν για αξονική με έντυναν με ειδική στολή, δεν επιτρέπονταν να ακουμπήσω τίποτα. Πήγα να αγγίξω μια πόρτα ενώ καθόμουν στο καροτσάκι και έτρεξαν αμέσως να καθαρίσουν το πόμολο.Ένιωθα πιεσμένος. Το ψυχολογικό βάρος ήταν τεράστιο. Δεν μπορούσα να δω τους δικούς μου. Μιλούσαμε μόνο στο τηλέφωνο και ό,τι ζητούσα να μου φέρουν, το παρέδιδαν στις νοσοκόμες και αυτές μου το έδιναν».

«Πέθαναν δίπλα μου και δεν ήξερα τι να κάνω»

Μιλώντας για τις στιγμές που δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει εστιάζει στους θανάτους ατόμων που νοσηλεύονταν δίπλα του.

«Ήταν νύχτα και άκουσα φασαρία. Οι γιατροί έτρεχαν και φώναζαν. Μια γυναίκα περίπου 67 ετών που είχε πάει σε έναν γάμο κόλλησε και… πέθαινε. Δεν κατάφεραν να την κρατήσουν στη ζωή. Την σκέπασαν με ένα σεντόνι, μια νοσοκόμα έκανε τον σταυρό της και την πήραν αφού πρώτα την τοποθέτησαν σε έναν ειδικό σάκο και έκλεισαν το φερμουάρ. Πέθανε επίσης και ένας ηλικιωμένος άνδρας ενώ άλλα άτομα χρειάστηκε να διασωληνωθούν και να μεταφερθούν στη ΜΕΘ».

Η καθημερινότητα στο νοσοκομείο, η μάσκα ακόμη και τη νύχτα και το φαγητό σε πακέτο

Τα τρόφιμα όλα ήταν συσκευασμένα.Το πρωινό περιελάμβανε φρυγανιές και μαρμελάδα ενώ το μεσημεριανό όπως και το βραδινό ήταν σε ένα μεγάλο πακέτο.

«Φορούσαμε όλοι μάσκα ακόμη και στον ύπνο μας. Μπορούσαμε να τη βγάλουμε μόνο την ώρα του φαγητού και όταν πηγαίναμε για μπάνιο. Υπάρχουν μόνο δύο τουαλέτες. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές ήταν άψογοι στη δουλειά τους. Μας θερμομετρούσαν συνεχώς και μας έπαιρναν το οξυγόνο. Κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να μπορέσουν και να μας φροντίσουν αλλά και να μας εμψυχώσουν. Δυστυχώς όμως οι υποδομές δεν βοηθούν. Χρειάζεται περισσότερος χώρος, περισσότερα κρεβάτια και δωμάτια. Είναι όμως εν μέρει λογικό καθώς ο κορονοϊός μας ”επισκέφτηκε” χωρίς να τον περιμένουμε».

«Η λοιμωξιολόγος, διευθύντρια της κλινικής στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, Όλγα Κοσμοπούλου ήταν συνεχώς εκεί. Μέρα και νύχτα. Δίπλα στους ασθενείς της, δίπλα σε όλους μας. Την ευχαριστώ για όσα έκανε και θα την ευχαριστώ για όλη μου τη ζωή. Ήταν συνεχώς στο πλάι όλων μας» τονίζει.

«Ο κορονοϊός δεν κάνει διακρίσεις. Δίνει το μάθημα πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίδιοι» απαντά στο τι τον δίδαξε η περιπέτεια που πέρασε.

«Ένιωθα σαν να είχα ίωση με λίγο βήχα αλλά έντονη εξάντληση. Έχασα έξι κιλά. Οι γιατροί μου συνέστησαν κάνω το εμβόλιο της γρίπης και του πνευμονιόκοκκου. Ήμουν τυχερός μέσα στην ατυχία μου καθώς χτύπησα, νοσηλεύτηκα και είχα τη φροντίδα αξιόλογων επιστημόνων. Εάν δεν είχα πάει στο νοσοκομείο μπορεί ο κορονοϊός να μου είχε κάνει χειρότερη ζημιά. Σε έναν μήνα θα κάνω ξανά αξονική για να δούμε τους πνεύμονες. Όποιος έχει τα συμπτώματα πρέπει να απομονώνεται για να μην μεταδώσει τον ιό».

Πηγή