Ο πιο αποφασιστικός παράγων για μη μετάβαση στην ανεργία σε αυτή την κρίση είναι το ποσοστό της εργασίας που μπορεί να εκτελέσει κάποιος από το σπίτι. Είναι εντυπωσιακό όμως ότι η δυνατότητα κάποιου να εργάζεται από το σπίτι επηρεάζει σημαντικά την πιθανότητα να χάσει τη δουλειά του, ακόμα και όταν συγκρίνουμε άτομα στην ίδια χώρα, επάγγελμα και τομέα απασχόλησης. AP

Η κρίση του κορωνοϊού βρήκε την Ελλάδα καθώς άνοιγε τα φτερά της. Oι κοινωνικές αποστάσεις μεταβάλλουν το καθεστώς απασχόλησης και τον τρόπο εργασίας, πλήττουν το εισόδημα και τον πλούτο των νοικοκυριών, επηρεάζουν τις προσδοκίες και τελικά την καταναλωτική, αποταμιευτική και δανειακή τους συμπεριφορά. Αν δεν καταλάβουμε αυτή την αλληλουχία, δεν θα μπορέσουμε να στοχεύσουμε σωστά τα μέτρα που οι νέες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα μέτρα της ΕΚΤ και οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας επιτρέπουν. Αυτή η κρίση είναι διαφορετική από τις πρόσφατες. Οι πρώτες, εν μέρει αδημοσίευτες, διεθνείς μελέτες για τα νοικοκυριά στην πανδημία είναι ήδη εδώ, για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε ποιοι πλήττονται περισσότερο, πώς επηρεάζονται οι προσδοκίες και η συμπεριφορά των καταναλωτών και ποια μέτρα μπορούν να αποδώσουν.

Ο πιο αποφασιστικός παράγων για μη μετάβαση στην ανεργία σε αυτή την κρίση είναι το ποσοστό της εργασίας που μπορεί να εκτελέσει κάποιος από το σπίτι. Αυτό διαφέρει ανάμεσα σε επαγγέλματα, τομείς δραστηριότητας και χώρες. Διαφοροποιείται στα επαγγέλματα, με τους διευθυντές στο 77%, τους υπαλλήλους στο 50%, τους πωλητές στο 21% και τους τεχνίτες μόλις στο 4%. Οι τομείς δραστηριότητας που περιορίστηκαν περισσότερο σε προηγμένες χώρες, όπως η Γερμανία, ήταν οι πωλήσεις αυτοκινήτων, ειδών ένδυσης και υπόδησης, το λιανικό εμπόριο γενικώς, τα εστιατόρια και ξενοδοχεία και οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Οι χώρες, βέβαια, διαφέρουν ως προς τη σχετική σημασία επαγγελμάτων και τομέων. Στην Ιταλία και στην Ισπανία η εργασία από το σπίτι είναι εφικτή για περίπου 25% των θέσεων απασχόλησης, στη Γαλλία και στη Γερμανία για 28%, ενώ στη Σουηδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο για 31%. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι η δυνατότητα κάποιου να εργάζεται από το σπίτι επηρεάζει σημαντικά την πιθανότητα να χάσει τη δουλειά του, ακόμα και όταν συγκρίνουμε άτομα στην ίδια χώρα, επάγγελμα και τομέα απασχόλησης.

Συγκριτική δειγματοληπτική έρευνα τον Μάρτιο και τον Απρίλιο ανέδειξε ως σημαντική πηγή διαφοροποίησης των επιπτώσεων στην απασχόληση την ύπαρξη συστήματος ευέλικτης αυξομείωσης των ωρών εργασίας. Στις ΗΠΑ και στο Η.Β. η ενεργοποίηση των παροχών (furlough) μηδενίζει ή παγώνει τις ώρες εργασίας, ενώ στη Γερμανία το Kurzarbeit έχει απόλυτη ευελιξία. Στις ΗΠΑ και στο Η.Β., 15%-18% των νοικοκυριών έχασαν τη δουλειά τους, ενώ στη Γερμανία μόνο το 5%. Οι πτυχιούχοι τείνουν να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες διατήρησης της εργασίας τους στις ΗΠΑ και στο Η.Β., αλλά αυτό αποδίδεται πλήρως στη φύση των επαγγελμάτων τους και στη μεγαλύτερη δυνατότητα εργασίας από απόσταση. Αντίθετα, οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να χάσουν τη δουλειά τους, ανεξαρτήτως επαγγέλματος και δυνατότητας εργασίας από απόσταση, κυρίως διότι αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στα παιδιά τους εφόσον δουλεύουν από το σπίτι. Τίποτε, όμως, από αυτά δεν ισχύει στη Γερμανία: ούτε η εκπαίδευση ούτε το φύλο καταδικάζουν τον εργαζόμενο σε μεγαλύτερη πιθανότητα ανεργίας.

Ο εγκλεισμός μειώνει σημαντικά την απασχόληση. Ερευνα που συγκρίνει τον Ιανουάριο με τον Απρίλιο στις ΗΠΑ και πολιτείες που έκλεισαν σε διαφορετικά χρονικά σημεία βρίσκει ότι ο εγκλεισμός αύξησε την πιθανότητα ανεργίας κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) και μείωσε την πιθανότητα συμμετοχής στην αγορά εργασίας κατά 1,9 π.μ.

Η πανδημία επηρέασε την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Το 42% αντιπροσωπευτικού δείγματος εργαζομένων στις ΗΠΑ δηλώνει ότι μειώθηκε το εισόδημά του. Εκείνοι, όμως, που υπέστησαν τις μεγαλύτερες ποσοστιαίες μειώσεις εισοδημάτων εργασίας τείνουν να είναι νεότεροι, με χαμηλότερα εισοδήματα και πλούτο. Ερευνα του ΔΝΤ βρίσκει ότι οι προηγούμενες μεγάλες επιδημίες του 21ου αιώνα αύξησαν την ανισότητα εισοδήματος (συντελεστή Gini) ακόμη και μετά τους φόρους και τα επιδόματα. Σε σύγκριση με τον συνολικό πληθυσμό, η απασχόληση των πτυχιούχων δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου, ενώ αυτών με βασική εκπαίδευση μειώθηκε κατά 5% σε πέντε χρόνια από την έναρξη της επιδημίας.

Η οικονομική συμπεριφορά

Η πανδημία έχει αντίκτυπο στην καταναλωτική, αποταμιευτική και δανειακή συμπεριφορά. Στις ΗΠΑ καταγράφεται μια μέση μείωση δαπανών του νοικοκυριού κατά 1.000 δολ. μηνιαίως. Τα νοικοκυριά μείωσαν σημαντικά ταξίδια, μεταφορικά, διασκέδαση, αγορές ενδυμάτων και οικιακές δαπάνες. Δαπάνες για διαρκή καταναλωτικά αγαθά (π.χ. επίπλωση, συσκευές) μειώθηκαν στα 1.000 δολάρια κατά μέσον όρο.

Μέσα στη γενική αβεβαιότητα, τα νοικοκυριά περιόρισαν τη ζήτηση για νέα δάνεια, αντίθετα με τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης δανείων προς νοικοκυριά στην Ευρωζώνη αντέστρεψε την ελαφρώς ανοδική του πορεία γύρω στον Φεβρουάριο, ενώ αυτός προς επιχειρήσεις υπερδιπλασιάστηκε. Δειγματοληπτικά στοιχεία στις ΗΠΑ δείχνουν ότι ο εγκλεισμός ενθάρρυνε τα νοικοκυριά να μεταφέρουν χρήματα σε καταθέσεις και να τα αποσύρουν από τις μετοχές. Εκτός αυτών των μέτρων προφύλαξης, όμως, μείωσαν ιδιαιτέρως τις αποπληρωμές δανείων, επιδεινώνοντας τις προοπτικές για μελλοντικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Οι προσδοκίες

Η πανδημία έχει δημιουργήσει μεγάλη απαισιοδοξία στα νοικοκυριά με εξαίρεση ενός μεγέθους, του πληθωρισμού. Τον Απρίλιο, τα ποσοστά ατόμων που ανέμεναν ότι θα έχουν χάσει τη δουλειά τους μέχρι τον Αύγουστο ήταν 37% στις ΗΠΑ, 32% στο Ηνωμένο Βασίλειο και 25% στη Γερμανία. Η απαισιοδοξία επεκτείνεται στη συνολική οικονομία, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Στις ΗΠΑ, οι κάτοικοι περιοχών που έκλεισαν αναμένουν αύξηση στο ποσοστό ανεργίας κατά 13 π.μ. κατά μέσον όρο στο επόμενο δωδεκάμηνο και κατά 2,4 π.μ. σε ορίζοντα 3-5 ετών. Η αναμενόμενη αύξηση της ανεργίας είναι λογικό να οδηγεί σε περιορισμό ζήτησης για καταναλωτικά αγαθά, αλλά και πληρωμών λογαριασμών και δανείων, με σκοπό την αύξηση ρευστότητας.

Ερευνα στις ΗΠΑ ζήτησε από τα νοικοκυριά να συγκρίνουν την τωρινή κατάσταση με μια υποθετική, χωρίς τον κορωνοϊό. Οι καταναλωτές αποδίδουν στην πανδημία όλη την πρόσφατη μείωση στο εισόδημα, στις καταναλωτικές δαπάνες και στην επαγγελματική σιγουριά. Η πανδημία επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες όλων, ασχέτως γένους, ηλικίας, εισοδήματος και εκπαίδευσης. Συμπιέζει την προγραμματισμένη μεταβολή στην κατανάλωση κατά 1,6 π.μ. σε μέσον όρο, και μόνο ελαφρώς λιγότερο για μη πτυχιούχους και χαμηλότερα εισοδήματα. Η αντίστοιχη αρνητική επίδραση στην προσδοκώμενη μεταβολή του εισοδήματος είναι 1,8 π.μ., αλλά όσοι έχουν περιορισμένη αντίληψη των οικονομικών τείνουν να είναι ακόμη πιο απαισιόδοξοι. Ο εγκλεισμός μειώνει την αναφερόμενη πρόθεση για μεγάλη αγορά στο επόμενο δωδεκάμηνο κατά 3,5 π.μ.

Τα μισά νοικοκυριά στις ΗΠΑ αναμένουν μεγαλύτερα χρέη μέχρι το τέλος του 2020, προγραμματίζουν περισσότερες ώρες εργασίας και αναβολή της συνταξιοδότησης, και ανησυχούν για την πληρωμή των λογαριασμών τους. Τα ποσοστά ξεπερνούν το ένα τρίτο στο Η.Β. και το πλησιάζουν στη Γερμανία.

Οι οικονομολόγοι δεν είναι βέβαιοι για τις τελικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό, μια και η πανδημία επηρεάζει τόσο την προσφορά όσο και τη ζήτηση. Οι προσδοκίες των νοικοκυριών, όμως, έχουν συγκεκριμένη κατεύθυνση, αν και με μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Οι έγκλειστοι στις ΗΠΑ έχουν κατά 0,5 π.μ. χαμηλότερες προσδοκίες πληθωρισμού για το επόμενο δωδεκάμηνο, με αυξημένη αβεβαιότητα. Η τάση των νοικοκυριών να αναμένουν χαμηλότερο πληθωρισμό επιβεβαιώνεται και από τις αγορές. Οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες του ιδιωτικού τομέα για τη δυνατότητα κεντρικών τραπεζών να επιτύχουν τους πληθωριστικούς τους στόχους (περίπου 2%) αυξομειώθηκαν, αλλά συγκλίνουν σε διαφορετικά επίπεδα: κάτω από το 2% στις ΗΠΑ, 0,8% στην Ευρωζώνη και σε αρνητικά επίπεδα στην Ιαπωνία.

Δεν πρέπει να αγνοούμε και τις ψυχολογικές επιπτώσεις της κρίσης. Η πρόσφατη δημοσιονομική κρίση προκάλεσε αύξηση των αυτοκτονιών στην Ελλάδα και αυτό οδηγεί πολλούς να υποθέτουν ότι οι «θάνατοι απόγνωσης» αυξάνονται. Ενα πρόσφατο βιβλίο του νομπελίστα Angus Deaton με την Christina Paxson οδηγεί, όμως, σε ελπιδοφόρα συμπεράσματα. Δείχνουν ότι σε μια ύφεση το συνολικό ποσοστό θανάτων μειώνεται. Οι αυτοκτονίες, που αυξάνονται, αντιπροσωπεύουν μόνο το 2% των συνολικών θανάτων, ενώ μειώνονται τα αυτοκινητικά ατυχήματα, η κατανάλωση οινοπνευματωδών, η μόλυνση του αέρα που επηρεάζει τη θνητότητα νεογνών, καθώς και οι ανθρώπινες επαφές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν άλλες ασθένειες ή εγκλήματα. Η οικονομική κρίση που επιφέρει η πανδημία δεν συντελεί σε περαιτέρω συνολική αύξηση των θανάτων στη χώρα.

Συμπεράσματα

Τα νέα αποτελέσματα στην έρευνα οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα για την επιλογή μέτρων αντιμετώπισης της κρίσης. Ενας πρωτόγνωρος στόχος είναι η ανάπτυξη δυνατοτήτων εργασίας από απόσταση σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς. Αυτές όχι μόνο θα μειώσουν την ανεργία και τις αρνητικές επιπτώσεις στα εισοδήματα και στην κατανάλωση, αλλά θα μας προετοιμάσουν για τις μελλοντικές εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και τις διαφαινόμενες αυξημένες τάσεις εσωστρέφειας χωρών.

Ενδείκνυται η εφαρμογή συστήματος αυξομείωσης των ωρών εργασίας με απόλυτη ευελιξία ανάλογα με τις συνθήκες της πανδημίας, κυρίως για εταιρείες που αναμένεται να έχουν υγιές μέλλον στις νέες συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Αντίστοιχα, για νέους αποφοίτους και εργαζομένους σε τομείς που δεν θα ευδοκιμήσουν μετά την κρίση θα βοηθήσει μια πολιτική επιδομάτων ανεργίας με μεγαλύτερη διάρκεια. Η αυξημένη εμπιστοσύνη που δημιουργεί η ύπαρξη ενός προστατευτικού ιστού ενθαρρύνει την τωρινή κατανάλωση αλλά και την τάση των νοικοκυριών να εξυπηρετούν τα χρέη και τις οφειλές τους. Το εύρημα ότι η απαισιοδοξία είναι μεγαλύτερη σε αυτούς με περιορισμένες οικονομικές γνώσεις αξίζει να ληφθεί υπόψη στην στόχευση της ενημέρωσης και καθοδήγησης.

Οι πόροι που θα εξασφαλισθούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή από άλλες πηγές πρέπει να κατανεμηθούν με βάση τα νέα στοιχεία. Στις πρόσφατες χρηματοοικονομικές κρίσεις, τα επιδόματα χρησιμοποιούνταν κυρίως για δαπάνες σε διαρκή αγαθά. Μελέτη του προγράμματος CARES στις ΗΠΑ δείχνει ότι τώρα τα επιδόματα τείνουν να χρησιμοποιούνται κυρίως για δαπάνες σε φαγητό, άλλα μη διαρκή αγαθά, ενοίκια και πληρωμές λογαριασμών. Επίσης, αυτή η μελέτη δείχνει ότι το επίπεδο ρευστότητας των νοικοκυριών (οι καταθέσεις και τα μετρητά τους) είναι αποφασιστικής σημασίας. Τα μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης δαπανών παρατηρούνται στα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα, μεγαλύτερη μείωση εισοδημάτων και χαμηλότερη ρευστότητα, ενώ δεν τείνουν να παρατηρούνται αυξήσεις δαπανών σε άτομα με σημαντικές τραπεζικές καταθέσεις. Αυτό υποδηλώνει ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου τα νοικοκυριά έχουν μειωμένη ρευστότητα, οι θετικές επιδράσεις στην κατανάλωση αναμένεται να είναι μεγαλύτερες. Επίσης, με βάση τα κόκκινα δάνεια, το εύρημα ότι τα επιδόματα σε αυτή την κρίση ενισχύουν σημαντικά την πληρωμή ενοικίων και λογαριασμών είναι πολύ ενθαρρυντικό. Πέρα από την καταβολή επιδομάτων, σε τέτοιες συνθήκες, σημαντικό αντίκτυπο τείνει να έχει η παροχή εγγυήσεων ρευστότητας, που μειώνουν το επίπεδο αβεβαιότητας και ενθαρρύνουν την κάλυψη υποχρεώσεων.

Τέλος, η μελέτη των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας στην κατανομή εισοδήματος και πλούτου είναι σημαντική και με τεράστιες πολιτικές προεκτάσεις. Ο ιστορικός Walter Scheidel γράφει ότι από την αρχαιότητα μόνον τέσσερις παράγοντες πέτυχαν μια διατηρήσιμη μείωση της ανισότητας: πόλεμος, επανάσταση, κρατική χρεοκοπία και πανδημία. Η μεγάλη πρόκληση για μια κυβέρνηση, αφού ξεπεράσει τα επιδημιολογικά φαινόμενα, είναι να αντιμετωπίσει τις άνισες οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη στις προθέσεις και στις ικανότητές της. Αυτό περιλαμβάνει το να βοηθήσει αυτούς που επλήγησαν, να αποκαταστήσει μια ομαλή οικονομική συμπεριφορά, να αποφύγει την αύξηση της οικονομικής πίεσης στα ασθενέστερα νοικοκυριά και την επακόλουθη οικονομική δυσπραγία και αδυναμία εξόφλησης λογαριασμών και χρεών, αλλά και να μη δημιουργήσει συνθήκες διάδοσης λαϊκισμού, ξενοφοβίας και απομονωτισμού.

* Ο κ. Μιχάλης Χαλιάσος είναι κάτοχος της έδρας Μακροοικονομικών και Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης, διευθυντής του πανευρωπαϊκού δικτύου του CEPR για τη χρηματοοικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών και σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών.

kathimerini.gr