Η Στρέιζαντ – σταρ, παθιασμένη, χειμαρρώδης, ευαίσθητη, ήταν η ιδανική Κέιτι Μορόσκι.
Ο ανερχόμενος τότε Ρέντφορντ απέρριψε τον ρόλο του Χάμπελ χωρίς δεύτερη σκέψη όταν του προτάθηκε.
Αφενός, επειδή θεωρούσε πως ο χαρακτήρας, στο αρχικό σενάριο, ήταν «αδύναμος, άχαρος, μονοδιάστατος και χωρίς κανένα ενδιαφέρον», και αφετέρου, επειδή φοβόταν πως παίζοντας ένα όμορφο αγόρι – ερωτικό απωθημένο της πρωταγωνίστριας, θα καθιερωνόταν ως ξανθός γόης, ένας ρηχός ζεν πρεμιέ, κι αυτό δεν το ήθελε. Εκείνος, ήδη κυνηγούσε πιο απαιτητικούς ρόλους.
Λέγεται ότι μετά την αρχική, επίμονη άρνηση του Ρέντφορντ να υποδυθεί τον Χάμπελ, o παραγωγός Ρέι Σταρκ, προσέγγισε δοκιμαστικά τον Ράιαν Ο’ Νιλ, ο οποίος είχε μόλις τελειώσει το «What’s up Doc», πάλι με την Στρέιζαντ – συν τοις άλλοις, εκείνη την εποχή οι δυό τους ήταν ζευγάρι και στη ζωή.
Όμως ο σκηνοθέτης Πόλακ, δεν τον ήθελε. Ήξερε πως η σχέση του ζευγαριού δεν πήγαινε καλά και δεν ήθελε να μεταφέρουν τις τριβές και τα νεύρα τους, στο πλατό.
Μετά από αφόρητη και πολύμηνη πίεση του φίλου και παλιού του συνεργάτη Πόλακ, ο Ρέντφορντ είπε πια το «Ναι». «Ξόδεψα περισσότερο χρόνο προσπαθώντας να πείσω τον Μπομπ να παίξει αυτό τον ρόλο, από οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου», θα δήλωνε αργότερα, ο Πόλακ.
Επιπλέον, ο Πόλακ του υποσχέθηκε πως ο ρόλος του Χάμπελ θα μεγάλωνε και θα αποκτούσε ουσία, έτσι ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ισορροπία στα πρόσωπα, στις αντιθέσεις τους αλλά και στην ερωτική δυναμική τους.
Κι έφτασε η ώρα των γυρισμάτων. Μέχρι να ξεκινήσουν, ο Ρέντφορντ και η Στρέιζαντ δεν γνωρίζονταν.
Μάλιστα, ο σκηνοθέτης φρόντισε να τους κρατήσει μακριά μέχρι τις πρόβες, θεωρώντας πως η κάμερα θα κατέγραφε την αληθινή αμηχανία του love story. Έτσι κι έγινε.
Το πρόβλημα που βγήκε στην πορεία ήταν πως αυτοί οι δύο – έντονοι και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους – ηθοποιοί, ανήκαν, επίσης, σε εντελώς διαφορετικές «σχολές»: η τελειομανής Στρέιζαντ ήθελε να αναλύει ένα ρόλο σε βάθος, να κάνει πολλές πρόβες, ενώ ο Ρέντφορν ήταν πιο αυθόρμητος, πιο ενστικτώδης. Είχε μία συνήθεια να μπαίνει στο πλατό χωρίς πρόβες, ώστε οι σκηνές τους να διατηρούν μια φρεσκάδα, κι αυτό εξόργιζε την συμπρωταγωνίστριά του.
«Η Μπάρμπρα μου τηλεφωνούσε κάθε βράδυ, στις 9 ή στις 10 η ώρα, και μιλούσαμε για κανά δυο ώρες, για το γύρισμα της επόμενης μέρας. Μετά θα πηγαίναμε στο πλατό και εκείνη θα ήθελε να μιλήσουμε λίγο ακόμα, ενώ ο Μπομπ ήθελε να γυρίσουμε τη σκηνή. Εκείνος αισθανόταν πως όσο περισσότερο μιλούσαν, τόσο χανόταν η φρεσκάδα της ερμηνείας κι εκείνη ένιωθε πως την πίεζε, με τη βιασύνη του.
Έπειτα, όσο πιο πολύ προβάραμε μια σκηνή εκείνη γινόταν καλύτερη και εκείνος άρχιζε να «πέφτει» – οπότε έπρεπε να βρίσκω την χρυσή στιγμή για να ανοίγω την κάμερα, την στιγμή που οι δυνάμεις τους συνέκλιναν…» θα πει ο σκηνοθέτης.
Παρά τις διαφορές τους η χημεία τους στην ταινία ήταν ακατανίκητη.
Τα γυρίσματα της ξεκίνησαν το 1971 και τράβηξαν πολύ, αφού, στα παρασκήνια του μεγάλου love story, το κλίμα ήταν πολεμικό και για έναν ακόμα λόγο.
Ο Λόρεντς, που είχε υπογράψει το σενάριο και ο σκηνοθέτης Πόλακ είχαν διαφορετική οπτική για τα πρόσωπα, τους ρόλους και τον στόχο της ταινίας: ο πρώτος επέμενε να δοθεί το βάρος στο πολιτικό κομμάτι του φιλμ και σε αυτή την εκδοχή, η κεντρική ηρωίδα ήταν η Κέιτι, ενώ ο Χάμπελ ήταν ένας μικρός ρόλος.
Ο Πόλακ, επέμενε να γυρίσει ένα love story με πολιτικό φόντο και έδινε μάχη ώστε να μεγαλώσει ο ρόλος του Χάμπελ. Καθώς έβλεπε μεγάλο μέρος του κειμένου του να πετιέται στο καλάθι των αχρήστων, ο Λόρεντς κάποια στιγμή, παραιτήθηκε και αποσύρθηκε από το project. Τότε μια ορδή από 11 άλλους σεναριογράφους κλήθηκαν να γράψουν καινούριες σκηνές και να «γεμίσουν» τα κενά των χαρακτήρων.
Το αποτέλεσμα, σκέτη καταστροφή. Ένα αλλοπρόσαλλο κείμενο, χωρίς συνοχή, που δεν άρεσε σε κανέναν από τους δυο πρωταγωνιστές.
Ο σεναριογράφος Λόρεντς, κλήθηκε πίσω κατεπειγόντως, αφού πήρε ένα εξωφρενικό χρηματικό ποσό.
Το τελικό story – μετά από πολλά γράψε, σβήσε – φαίνεται πως κούρασε και το κοινό. Σύμφωνα με τον Πόλακ, οι θεατές στην πρώτη πρεμιέρα του φιλμ, τη χαρακτήρισαν «υπερβολικά μεγάλη», «κάπως βαρετή» και «υπερβολικά πολιτική. Μάλιστα, λίγο πριν το τέλος, άρχισαν να εγκαταλείπουν την αίθουσα, και να συνωστίζονται στο μπαρ.
Προκειμένου να αποτρέψει την καταστροφή, ο σκηνοθέτης ξαναμπήκε στο μοντάζ και έκοψε σχεδόν 10 – 15 λεπτά – κατά βάση, σκηνές πολιτικού χαρακτήρα – κάνοντας έξαλλο τον Λόρεντς και την Στρέιζαντ, οι οποίοι πίστευαν πως έτσι, άλλαζε όλο το νόημα της ταινίας.
Την επόμενη μέρα, στην δεύτερη πρεμιέρα, το κοινό λάτρεψε το νέο φινάλε και το κινηματογραφικό ρομάντζο, με τα χρόνια, έγινε κλασικό.
Πηγή
















