Μπορεί η επιστροφή στα ιστορικά χαμηλά του 0,92% όπου βρέθηκαν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων προ πανδημίας να είναι δύσκολο να επιτευχθεί σύντομα, ωστόσο οι αναλυτές εκτιμούν πως στο υπόλοιπο του 2020 αλλά και το 2021 η βελτίωση των ελληνικών τίτλων μοιάζει με μονόδρομο. Σε αυτή την πρωτοφανή κρίση, η Ελλάδα έχει δύο πολύ σημαντικά όπλα: την απόλυτη στήριξη της ΕΚΤ καθώς και ένα σημαντικό «μαξιλάρι» ρευστότητας, το οποίο εάν διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα μετά το τέλος της τρέχουσας κρίσης, θα διασφαλίσει τη συνέχιση της πρόσβασης της χώρας στις αγορές με διαχειρίσιμα επιτόκια.
Η Ελλάδα άλλωστε είναι ήδη από τους μεγάλους κερδισμένους του νέου QE της ΕΚΤ (PEPP). Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη «βουτιά» από την ημέρα της ανακοίνωσης της κεντρικής τράπεζας για το νέο αυτό έκτακτο πρόγραμμα, το βράδυ της 18ης Μαρτίου.
Από το 4,1% (προ QE) οι ελληνικές αποδόσεις διαμορφώνονται σήμερα στο 2,15%, δηλαδή 48% χαμηλότερα, τη στιγμή που σε άλλες χώρες το «κέρδος» από την κίνηση-μαμούθ της ΕΚΤ είναι μηδενικό ή αρκετά μικρότερο. Για παράδειγμα, η απόδοση στα 10ετή ομόλογα της Κύπρου βρίσκεται ακριβώς στα ίδια επίπεδα σήμερα σε σχέση με τα επίπεδα προ QE (2,1%), ενώ η βελτίωση στα ιταλικά ομόλογα φτάνει το 22%, καθώς η απόδοση του 10ετούς είναι στο 1,8% έναντι 2,3% πριν από την απόφαση της ΕΚΤ.
Ο λόγος που η Ελλάδα αποτελεί έως σήμερα τον μεγαλύτερο «νικητή» του QE οφείλεται φυσικά στο γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν συμμετείχαν στα προηγούμενα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες, κάτι που «ξεχώρισε» την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα έχει ωστόσο ένα ακόμη «ατού». Με δεδομένο ότι η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει ελληνικά ομόλογα ύψους έως 16 δισ. ευρώ μέσω του QE (ήδη έχει αγοράσει περίπου 2 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα) και καθώς οι εκδοτικές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου για φέτος διαμορφώνονται στα 8-9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, η ΕΚΤ «καλύπτει» απόλυτα τις αυξημένες ανάγκες δανεισμού της Ελλάδας, στηρίζοντας έτσι την εικόνα της αγοράς (και) για την «επόμενη ημέρα».
Επιπλέον, αντίθετα με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, η Ελλάδα διαθέτει ένα ταμειακό «μαξιλάρι» περίπου 20 δισ. ευρώ, το οποίο αν και έχει αρχίσει και χρησιμοποιεί για τη χρηματοδότηση των μέτρων στήριξης της οικονομίας, το «αναπληρώνει» όσο το δυνατόν περισσότερο μέσω εκδόσεων εντόκων και ομολόγων στις οποίες προχωρά.
Τα παραπάνω αποτελούν και μερικούς από τους λόγους που οι οίκοι αξιολόγησης (Fitch, S&P και DBRS) διατήρησαν την αξιολόγηση που δίνουν στην Ελλάδα και που σύμφωνα με τους αναλυτές αναμένεται να οδηγήσουν και τη Moody’s αυτή την Παρασκευή να κρατήσει επίσης την αξιολόγησή της (η οποία είναι ήδη η πιο «αυστηρή») αμετάβλητη.
Παράλληλα, οδηγούν τους αναλυτές να δώσουν «ψήφο εμπιστοσύνης» στα ελληνικά ομόλογα. Σύμφωνα με την Capital Economics, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων αναμένεται να υποχωρήσουν σημαντικά έως το τέλος του τρέχοντος έτους και από το 2,15% η απόδοση στο 10ετές θα βρεθεί στο 1,2% περίπου. Αν και δεν αναμένει πως θα υπάρξει ένα μεγάλο συντονισμένο δημοσιονομικό πακέτο στην περιοχή για την αντιμετώπιση του σοκ της πανδημίας, εκτιμά ότι η απόφαση της ΕΚΤ να βάλει τον ισολογισμό της ως «δίχτυ ασφαλείας» για τις αγορές κρατικών χρεών των χωρών της Ευρωζώνης, θα περιορίσει τα spreads τα οποία και θα τελειώσουν το έτος χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα.
Περαιτέρω μείωση
Σημαντική υποχώρηση των ελληνικών spreads βλέπει παράλληλα και η Citigroup. Οπως εκτιμά, τα spreads των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών, από τις 265 μονάδες βάσης στο β΄ τρίμηνο του 2020 θα υποχωρήσουν στις 240 μ.β. στο γ΄ τρίμηνο, το δ΄ τρίμηνο θα βρεθούν στις 200 μ.β., ενώ στο α΄ τρίμηνο του 2021 θα υποχωρήσουν στις 180 μ.β. και το β΄ και γ΄ τρίμηνο του επόμενου έτους θα κινηθούν στα επίπεδα των 170 και 160 μ.β. αντίστοιχα.