Οι παρεμβάσεις θα περιορίσουν την ύφεση, αλλά το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να προχωρήσει σε αλλαγή του μείγματος των δημόσιων εσόδων και δαπανών, στη στήριξη των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, ώστε να μην παγιωθεί η υστέρηση της οικονομίας αλλά να υπάρξει σταδιακά ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Θετικά κατ’ αρχήν αξιολογούνται από τους οικονομικούς αναλυτές τα μέτρα που ανακοίνωσε προχθές η κυβέρνηση, καθώς εκτιμάται ότι θα συμβάλουν στη συγκράτηση της ύφεσης, που προβλέπεται βαθιά. Θετικά σχόλια διατυπώνονται ιδίως για το μέτρο της «Συν-εργασίας», καθώς η απασχόληση αναμένεται να πληγεί βαριά.
Ωστόσο, διατυπώνονται και προβληματισμοί μεταξύ των οικονομολόγων για το κατά πόσον είναι σκόπιμο να δίνεται στήριξη σε κλαδικό επίπεδο, όταν η οικονομία έχει ανάγκη από μια συνολική αναπτυξιακή ώθηση και δεδομένου ότι οι δημοσιονομικοί πόροι είναι περιορισμένοι. Αναγνωρίζοντας ότι κλάδοι όπως η εστίαση έχουν υποστεί μεγάλες απώλειες από την πανδημία, οι αναλυτές υποστηρίζουν, πάντως, ότι στο επόμενο στάδιο τουλάχιστον πρέπει να δοθεί έμφαση σε μεταρρυθμίσεις και φοροελαφρύνσεις για την τόνωση των επενδύσεων.
O υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας δήλωσε χθες στον ΣΚΑΪ πως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι μία από τις εξαγγελίες της κυβέρνησης η οποία πρέπει να έχει προτεραιότητα στην επόμενη φάση των μέτρων στήριξης, που θα συνδέεται με τη διαδικασία της ανάκαμψης.
Τα μέτρα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, υποστηρίζει ο καθηγητής Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, και προσθέτει: «Η στόχευση στη στήριξη της εργασίας και στη διασφάλιση ρευστότητας στις επιχειρήσεις αποτελεί ορθή προτεραιότητα. Ομως, η ύφεση θα είναι φέτος βαθιά, ακόμη και μετά τις όποιες παρεμβάσεις, καθώς πλήττει άμεσα την εργασία και την κατανάλωση, και επιπλέον αυτό ισχύει και στο σύνολο των εμπορικών εταίρων της χώρας. Το κρισιμότερο ζήτημα είναι, λοιπόν, η προετοιμασία της οικονομίας από το φθινόπωρο, όταν θα υπάρχει και καλύτερη ορατότητα για τις υγειονομικές εξελίξεις. Η ισχυρή ανάπτυξη δεν θα ακολουθήσει νομοτελειακά και αυτόματα την ύφεση. Η ελληνική οικονομία είναι δομικά από τις πιο ασθενείς στην Ευρώπη, με χαμηλή παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα. Κλάδοι όπως το λιανεμπόριο, η εστίαση και η οικοδομή πιθανότατα δεν θα μπορούν να προσφέρουν με θέσεις απασχόλησης όπως παλαιότερα, ο τουρισμός και οι μεταφορές μπορεί να συνεχίσουν να δέχονται πιέσεις, ενώ η μεταποίηση αποτελεί μικρότερο μέρος της οικονομίας μας από το επιθυμητό και θα αντιμετωπίσει μειωμένη διεθνή ζήτηση. Η αλλαγή στο μείγμα των δημόσιων εσόδων και δαπανών, η στήριξη των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, η καινοτομία και η διασύνδεση με τη γνώση αποτελούν αναγκαίες συνθήκες ώστε να μην παγιωθεί η υστέρηση της οικονομίας, αλλά να υπάρξει σταδιακά ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη».
Σε ανάλογο μοτίβο, ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank, αναφέρεται και στο δημοσιονομικό κόστος των μέτρων, επισημαίνοντας ότι η επίπτωση στον φετινό προϋπολογισμό θα φθάσει τα 12 δισ. ευρώ. «Συνυπολογίζοντας και την αναμενόμενη μείωση των εσόδων από την ύφεση και τις αναστολές πληρωμών, το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα θα υπερβεί κατά πολύ το 3,5% του ΑΕΠ το οποίο αναφέρεται στην πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», σημειώνει. «Η επίδραση στη δυναμική του δημόσιου χρέους θα είναι αξιοσημείωτη, με πιθανή περαιτέρω μελλοντική επιβάρυνση από καταπτώσεις εγγυήσεων. Τα μέτρα αναμφισβήτητα θα βοηθήσουν στο να μετριαστεί το μέγεθος της ύφεσης το 2020. Ωστόσο, για να κριθεί το κατά πόσον μεγιστοποιούν τις δυνατότητες δυναμικής ανάκαμψης της οικονομίας από το 2021 και μετά, θα πρέπει το τελικό μείγμα να κλίνει προς τη διατήρηση και ενίσχυση της –υγιούς– παραγωγικής βάσης (σε όλη την οικονομία) και όχι προς την τόνωση της κατανάλωσης και την ικανοποίηση κλαδικών αναγκών. Η πανδημία δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι η ανάπτυξη της οικονομίας μακροχρόνια επιτάσσει να τίθεται ως προτεραιότητα η μείωση των φόρων στο εισόδημα και των ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο επενδυτικό περιβάλλον και στη δημόσια διοίκηση», προσθέτει.
Στο θέμα της απασχόλησης επικεντρώνεται ο Μιχάλης Μασουράκης, επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ. «Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση», λέει. «Είναι ευθέως ανάλογα της σταδιακής άρσης των περιορισμών, καθώς η έμφαση μετατοπίζεται στην αποφυγή απώλειας θέσεων απασχόλησης. Ανανεώνονται και επεκτείνονται τα ήδη προϋπάρχοντα μέτρα στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων. Συμπληρώνονται με μέτρα ενίσχυσης του τουριστικού προϊόντος και με το πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης της βραχυχρόνιας εργασίας “Συν-εργασία”. Το πρόγραμμα αυτό, υιοθετώντας αντίστοιχες ευρωπαϊκές πρακτικές, επιτρέπει στην επιχείρηση να προσαρμόσει το κόστος της στη βραχυπρόθεσμη πτώση του τζίρου της, ώστε να μην προβεί σε απολύσεις ή να αναγκαστεί να κλείσει, οπότε και όλοι χάνουν. Προστατεύει τις θέσεις εργασίας, αφού δημιουργεί το πλαίσιο ώστε να μπορεί ο εργαζόμενος να διατηρήσει τη δουλειά του αμειβόμενος προσωρινά με λιγότερα χρήματα από τον εργοδότη για λιγότερες ώρες εργασίας και ταυτόχρονα να εισπράττει το 60% των απωλειών του εισοδήματός του από κρατική συνδρομή. Ετσι, κράτος, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι μοιράζονται το κόστος μιας βαθιάς ύφεσης και κρίσης υγειονομικού χαρακτήρα».