Η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας και του δημοσίου χρέους, κατά τη διάρκεια δυο παγκοσμίων κρίσεων, της υγειονομικής και της ενεργειακής, προσφέρει πολύτιμα μέσα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και για τη στήριξη της κοινωνίας, και των επιχειρήσεων.
Η μεγέθυνση του εθνικού εισοδήματος από το τελευταίο τρίμηνο του 2019 έως το πρώτο εξάμηνο του 2022 είναι αξιοσημείωτη. Παρά την παγκόσμια και εθνική ύφεση που προκάλεσαν η πανδημία και τα lockdowns, η ελληνική οικονομία κατάφερε να μεγεθυνθεί σωρευτικά τους τελευταίους 33 μήνες κατά 5 μονάδες.
Σύμφωνα με το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2023 που κατατέθηκε στη Βουλή, το Α.Ε.Π. εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 210 δισ. ευρώ το 2022 από 183 δισ. ευρώ που ήταν το 2019. Την ίδια περίοδο η Ευρωζώνη παρουσιάζει υποδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης, η δε Γερμανία σχεδόν μηδενικό.
Επίσης, αποκλιμακώνεται το δημόσιο χρέος μετά την πρόσκαιρη αύξηση του 2020 εξαιτίας των προγραμμάτων στήριξης των επιχειρήσεων εν μέσω πανδημίας. Σύμφωνα με το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 169,1% ως ποσοστό του Α.Ε.Π. στο τέλος του 2022, σε σχέση με το 193,3% του Α.Ε.Π. το 2021. Μιλάμε δηλαδή για μια μείωση κατά 24,2% σε σχέση με το χρέος του 2021.
Το 2023, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στο 161,6% ως ποσοστό του Α.Ε.Π., παρουσιάζοντας περαιτέρω μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες. Πρόκειται για την ταχύτερη μείωση δημοσίου χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτό σε συνθήκες που επιβαλλόταν αναγκαστική δημοσιονομική επέκταση.
Συνεπώς, η ταχεία απομείωση του δημοσίου χρέους δεν έρχεται αναγκαστικά μέσα από την αυστηρή λιτότητα και την επιμονή στην υπερφορολόγηση, αλλά μέσα από την δυναμική αύξηση του Α.Ε.Π. της χώρας.
Κωτάντζης Κων/νος (Ευρωπαϊκή Δημοσιογραφία – Ευρωπαιολόγος)