Σύμφωνα με τους ειδικούς, όλο και περισσότεροι -κυρίως γυναίκες- παθαίνουμε εμμονή με την τελειότητα. Παίζει ρόλο η απαιτητική και ανταγωνιστική αγορά εργασίας, αλλά και ο βομβαρδισμός -από τα μέσα, τη διαφήμιση, το Διαδίκτυο- σχετικά με το πώς θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να τα έχουμε και να τα κάνουμε όλα, στο σπίτι μας, στην οικογένειά μας, στη δουλειά μας, στην προσωπική και την κοινωνική μας ζωή. Παράλληλα, οι σύγχρονοι άνθρωποι, και κυρίως οι γυναίκες, καλούμαστε να είμαστε καλοί σε περισσότερους από έναν ρόλους, οπότε και τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα και απαιτητικά.
Η τελειότητα
Υπάρχει συχνά η εντύπωση ότι ο καλύτερος τρόπος και το δυνατότερο χαρακτηριστικό για να πετύχουμε κάτι είναι η τελειομανία. Αυτή συχνά είναι μία πεποίθηση που έχουμε από παιδιά, που μας την έχουν εμφυσήσει οι γονείς μας. Η προσπάθεια να τα κάνουμε όλα τέλεια είναι πράγματι ο δρόμος για την επιτυχία; Όχι, βέβαια. Μάλιστα, συχνά, σύμφωνα με τους ειδικούς, η τελειομανία είναι ένα δεκανίκι στο οποίο καταφεύγουμε κάθε φορά που προσπαθούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι στο οποίο φανταζόμαστε ή θεωρούμε ότι δεν είμαστε τόσο καλοί. Είναι μία αντισταθμιστική τεχνική, όπως την ονομάζουν οι ψυχολόγοι. Όταν, δηλαδή, έχουμε μία βαθιά πεποίθηση ότι δεν είμαστε ικανοί, αλλά ο κανόνας μας είναι ότι πρέπει να τα καταφέρουμε πάση θυσία, χρησιμοποιούμε ως αντισταθμιστική τεχνική την υπερπροσπάθεια και την τελειομανία για να αποδείξουμε -κυρίως στον εαυτό μας, αλλά και στους άλλους- ότι τελικά αξίζουμε. Σκεφτόμαστε: «Αν φαίνομαι τέλεια, ζω την τέλεια ζωή, έχω την τέλεια δουλειά και την τέλεια οικογένεια, μπορώ να αποφύγω την αρνητική κριτική, να συνεχίσω να είμαι αγαπητή από τους άλλους και να καταφέρω να μην πληγωθώ». Προσπαθούμε δηλαδή έτσι, μέσω της τελειομανίας, να ανακτήσουμε τον έλεγχο σε πράγματα όπου δεν τον έχουμε πραγματικά. Φυσικά, χρειάζεται να θυσιάζουμε πολλά γι’ αυτό. Το αποτέλεσμα είναι να νιώθουμε συνέχεια πιεσμένοι, γεγονός που έχει ψυχολογικές και σωματικές συνέπειες πάνω μας.
Η επίδρασή της στις σχέσεις
Ο πιο σημαντικός λόγος είναι η σχέση μας με τους άλλους, οι οποίοι δυσκολεύονται πολύ να μας ευχαριστήσουν, αλλά και να μας ανεχτούν, και βέβαια το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε και να ευχαριστηθούμε τη ζωή μας, αφού ποτέ τίποτε δεν ολοκληρώνουμε, καθώς όσο και αν προσπαθήσουμε τίποτε δεν είναι αρκετά καλό. Ο τελειομανής είναι ανταγωνιστικός, δύσκαμπτος, επικριτικός, δύσκολος συνεργάτης, έχει εμμονή με τις λεπτομέρειες και τους κανόνες του, βρίσκει όλους τους άλλους ανεπαρκείς, ενώ ο ίδιος είναι αρνητικός σε κάθε είδος κριτικής. Και αντί να γίνεται καλύτερος γονιός, φίλος, σύντροφος, παιδί, συνεργάτης, υπάλληλος ή αφεντικό, τελικά είναι ένας άνθρωπος που οι άλλοι δυσκολεύονται να σχετίζονται μαζί του, που δεν βλέπει τα καλά που έχει στη ζωή του, εστιάζοντας στο 1% που πιθανώς είναι λάθος αντί για το 99% που είναι σωστό. Εκτός όμως από τις σχέσεις μας με τους άλλους, που είναι προβληματικές, όταν είμαστε τελειομανείς, δυσκολεύουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό. Ζοριζόμαστε να φέρουμε σε πέρας τα όσα αναλαμβάνουμε, γιατί το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ αρκετά ικανοποιητικό.
Αγαπήστε και το αρκετά καλό
Πώς μπορούμε να ελευθερωθούμε από αυτήν την κατάρα; Το πρώτο βήμα είναι να συνειδητοποιήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στην προσπάθεια και την τελειοθηρία. Όταν προσπαθούμε, σκεφτόμαστε: Πώς θα βελτιωθώ; Όταν είμαστε τελειομανείς, λέμε: Τι θα σκεφτούν οι άλλοι; Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται να κάνουμε μεγάλη προσπάθεια για να ξεφύγουμε από την τελειοθηρία. Αξίζει όμως να προσπαθήσουμε.
Θα ήταν καλό να:
* Να εκτεθούμε σε αυτό που φοβόμαστε, ώστε να μπορέσουμε να δούμε κατά πόσον είναι πράγματι τόσο τρομερό όσο νομίζουμε. Με αυτόν τον τρόπο, σιγά-σιγά αυτό που μας φοβίζει γίνεται πιο οικείο και μετά το ερέθισμα γίνεται λιγότερο κακό, ακόμα και θετικό. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε με πράγματα στα οποία ξέρουμε εξ ορισμού ότι δεν είμαστε καλοί, ότι θα αποτύχουμε δηλαδή, και να εξασκηθούμε σε αυτό, να συμφιλιωθούμε με τον φόβο και να τον αντέξουμε.
* Να μάθουμε να αντέχουμε την ιδέα της εποικοδομητικής κριτικής, να πάψουμε να θεωρούμε ότι όταν μας κρίνουν μας επιτίθενται και να ψάξουμε να βρούμε αν υπάρχει αλήθεια στα όσα μας λένε. * Να κατανοήσουμε τη διαβάθμιση της απόδοσης, ότι δεν υπάρχει μόνο το 0% και το 100%, αλλά και τα ενδιάμεσα ποσοστά, που και αυτά δείχνουν ότι κάτι καταφέραμε. Είναι σημαντικό να κοιτάμε τα πόσα έχουμε καταφέρει και να λέμε: «Μέχρι τώρα καλά τα πήγα…» ή «Λαμβάνοντας υπόψη το πόσο κουρασμένη είμαι, η απόδοσή μου είναι εξαιρετική». Μην ξεχνάμε αυτό που είπε κάποτε ο Γούντι Άλεν: «Το 85% της επιτυχίας είναι απλώς και μόνο το να εμφανιστούμε κάπου».
* Να ζητάμε βοήθεια. Καλό είναι πού και πού να δείχνουμε στους άλλους ότι είμαστε ευάλωτοι και σε δύσκολη κατάσταση. Μπορεί να εκπλαγούμε όταν δούμε ότι θα μας δείξουν συμπαράσταση αντί να μας ειρωνευτούν, όπως πιθανώς πιστεύουμε.
* Να αποδεχόμαστε και να μελετάμε προσεκτικά την αποτυχία. Κάθε αποτυχία μάς μαθαίνει κάτι.
* Να αναλογιστούμε τι μας ωθεί να θέλουμε να είμαστε τέλειοι: Τι πιστεύουμε ότι θα μας καλύψει η τελειότητα; Ποιο είναι το πρόβλημά μας; Είμαστε συγκεντρωτικοί; Θέλουμε να γίνονται όλα τέλεια; Επιζητούμε τον πλήρη έλεγχο; Έχουμε αρνητικά βιώματα από όταν αφήσαμε πρωτοβουλίες σε άλλους; Θέλουμε να αποδείξουμε ότι τα καταφέρνουμε όλα;
* Να βάζουμε ρεαλιστικούς στόχους και να κατεβάσουμε λίγο τον πήχη. Σε αυτό θα μας βοηθήσει επίσης η σύγκριση με το τι κάνουν οι υπόλοιποι, ώστε να δούμε μήπως εμείς υπερβάλλουμε. Έτσι, θα φέρουμε τα πράγματα σε πιο ρεαλιστικές διαστάσεις.
* Να εξασκηθούμε στα λάθη. Να επιτρέψουμε, δηλαδή, στον εαυτό μας να κάνει λάθη επίτηδες, ώστε να δούμε ότι δεν είναι τραγικό κάτι τέτοιο και ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε το καταστροφικό αν αποτύχουμε. ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΝ κ. ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ, MSc, ψυχολόγο υγείας, με εκπαίδευση στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία και τη Συμβουλευτική, διευθύντρια στο Κέντρο Εφαρμοσμένης Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής.