Ο Ρόντνεϊ Μαρκς περπατούσε από ένα ερευνητικό κτήριο στην κεντρική βάση του Σταθμού Αμούνδσεν-Σκοτ στον Νότιο Πόλο όταν άρχισε να νιώθει περίεργα.
Δεν ήταν το περίεργο συναίσθημα που αντιμετωπίζουν όσων προσαρμόζονται στις θερμοκρασίες -62οC και τις 24ωρες νύχτες των Ανταρκτικών χειμώνων. Ο 32χρονος αστροφυσικός προσπαθούσε να αναπνεύσει. Σύντομα, ή όρασή του έγινε αδύναμη. Επίσης, ήταν πολύ κουρασμένος και έπεσε νωρίς για ύπνο, ελπίζοντας να περάσει οποιαδήποτε μυστηριώδης ασθένεια τον είχε βρει.
Όμως, ο ύπνος δεν βοήθησε. Αντ’ αυτού, τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Στις 5:30 το πρωί της 12 Μαΐου του 2000, ο Μαρκς ξύπνησε ξερνώντας αίμα. Πήγε στο γιατρό του Σταθμού, τον Ρόμπερτ Τόμσον τρεις φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας, και, με κάθε επίσκεψή του, τα συμπτώματα φαινόταν να γίνονται πιο επιθετικά. Ο πόνος έκαιγε τις αρθρώσεις και το στομάχι του.
Τα μάτια του ήταν τόσο ευαίσθητα που έπρεπε να φοράει γυαλιά ηλίου, παρόλο που ο ήλιος δεν είχε ανατείλει εδώ και αρκετές εβδομάδες. Καθώς η φυσική του κατάσταση επιδεινωνόταν, το ίδιο γινόταν και με την ψυχική του κατάσταση: Έγινε τόσο ανήσυχος που ο γιατρός αναρωτήθηκε μήπως δεν έφταιγε το άγχος για τα συμπτώματά του.
Όταν ο Μαρκς επισκέφθηκε τον γιατρό για τρίτη φορά εκείνη την ημέρα, ήταν τόσο αναστατωμένος σε σημείο υπεραερισμού (το σύνδρομο του υπεραερισμού εμφανίζεται όταν αναπνέουμε περισσότερο αέρα από αυτόν που χρειάζεται ο οργανισμός μας). Ο Τόμσον του έκανε ένεση αντιψυχωσικού για να τον ηρεμήσει. Ο Μαρκ ξάπλωσε και η αναπνοή του επιβραδύνθηκε. Για έναν μη εκπαιδευμένο παρατηρητή, φαινόταν ότι πήγαινε καλύτερα.
Δε συνέβαινε όμως κάτι τέτοιο. Λίγο μετά την ένεση, ο Μαρκς έπαθε καρδιακή ανακοπή και μετά από 45 λεπτά ανεπιτυχούς προσπάθειας ανάνηψης, στις 6:45 μ.μ., ο Τόμσον τον δήλωσε νεκρό.
Μόλις τελείωσε η μάχη για να σωθεί η ζωή του, οι 49 άνθρωποι που ζούσαν στη βάση αντιμετώπισαν ένα νέο πρόβλημα: ένα νεκρό σώμα, σε ένα από τα πιο απομακρυσμένα μέρη της γης, σε μια εποχή με πολύ κρύο για να προσγειωθούν αεροπλάνα. Θα περνούσαν μήνες πριν κάποιο αεροσκάφος μπορούσε να πάρει τη σωρό του Μαρκς. Και χρόνια, πριν αποκαλυφθεί ότι πιθανότητα δολοφονήθηκε…
Έγκλημα και θάνατος στην Ανταρκτική
Ο θάνατος είναι σπάνιος στην Ανταρκτική, αλλά όχι ανήκουστος. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, πολλοί εξερευνητές σε αποστολές που ήθελαν να φτάσουν στο Νότιο Πόλο έχασαν τη ζωή τους και ενδεχομένως εκατοντάδες σώματα παραμένουν μέσα στον πάγο. Στη σύγχρονη εποχή, περισσότεροι θάνατοι προκαλούνται από φρικιαστικά ατυχήματα. Το 1965, τρεις επιστήμονες οδηγούσαν ένα τρακτέρ στην τούνδρας, όταν το όχημα έπεσε σε μια ρωγμή, σκοτώνοντάς τους. Το 1980, ο μάγειρας του Σταθμού Αμούνδσεν-Σκοτ, Casey Jones, πέθανε προσπαθώντας να καθαρίσει το χιόνι από έναν στύλο σε ένα δωμάτιο με ανεμιστήρα, όταν το συμπιεσμένο χιόνι κατέρρευσε και τον συνέθληξε.
Υπάρχει όμως και ιστορία βίας στην ήπειρο. Σύμφωνα με μια ανεπιβεβαίωτη ιστορία που αναφέρθηκε στο Canadian Geographic, το 1959, ένας επιστήμονας που εργαζόταν στο σταθμό Βοστόκ της Ρωσίας ξέσπασε όταν έχασε μια παρτίδα σκάκι και δολοφόνησε τον αντίπαλό του με ένα τσεκούρι (υποτίθεται ότι το σκάκι απαγορεύτηκε από τις ρωσικές βάσεις στην Ανταρκτική μετά από αυτό το συμβάν). Πιο πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2018, ένας Ρώσος επιστήμονας που εργαζόταν στην Ανταρκτική φέρεται να μαχαίρωσε τον συνάδελφό του μετά από πιθανή νευρική κατάρρευση.
Σε ορισμένα από αυτά τα εγκλήματα, το τοπίο της Ανταρκτικής ίσως έχει παίξει κάποιο ρόλο. Οι επιστήμονες που ζουν στην Ανταρκτική αναγκάζονται να μοιράζονται περιορισμένα καταλύματα με την ίδια ομάδα ανθρώπων για κάμποσους μήνες. Η επαφή με τον έξω κόσμο είναι περιορισμένη και, ανάλογα με τον καιρό, η βόλτα για να καθαρίσει το μυαλό δεν είναι πάντα επιλογή.
Η ακραία απομόνωση στην Ανταρκτική ανταγωνίζεται μόνο αυτό που βιώνουν οι αστροναύτες στο διάστημα. Στην πραγματικότητα, οι διαστημικές υπηρεσίες διεξάγουν μελέτες στην Ανταρκτική προσομοιώνοντας τις αποστολές τους.
Εκτός από την αντιμετώπιση της πλήξης και της κλειστοφοβίας, οι ερευνητές στην Ανταρκτική προσαρμόζονται στη συνεχή μέρα ή νύχτα. Όταν διακόπτεται ο κιρκάδιος ρυθμός κάποιου (το βιολογικό σύστημα που διέπεται από την 24ωρη ημέρα) τα αρνητικά αποτελέσματα γίνονται αισθητά τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό. Σύμφωνα με μια μελέτη, τα άτομα με διαταραγμένο κιρκάδιο ρυθμό είναι πιο πιθανό να εμφανίζουν επιθετικές συμπεριφορές.
Μια καθυστερημένη αυτοψία
Ο Μαρκς, όταν υπέγραψε για να εργαστεί από το 1999 έως το 2000 στην Ανταρκτική, ήταν ήδη εξοικειωμένος με τα άγχη της ζωής εκεί. Από το 1997 έως το 1998, ο Αυστραλός είχε ξεχειμωνιάσει ξανά στην παγωμένη ήπειρο ως μέρος του έργου Υπέρυθρος Εξερευνητής του Νοτίου Πόλου (South Pole Infrared Explorer project) του Κέντρου Αστροφυσικής Έρευνας στην Ανταρκτική (Center for Astrophysical Research in Antarctica, CARA). Ο Δρ. Κρις Μάρτιν (Dr. Chris Martin), ένας από τους ερευνητές που εργάστηκαν μαζί με τον Μαρκς, είχε δηλώσει, “Στον Ρόντεϊ άρεσε τόσο πολύ που ήθελε να επιστρέψει ξανά”.
Κατά τη δεύτερη παραμονή του, εργάστηκε στο έργο “Antarctic Submillimeter Telescope and Remote Observatory” (AST/RO) ως ερευνητής του Παρατηρητηρίου Αστροφυσικής του Σμιθσόνιαν (Smithsonian Astrophysical Observatory), ένα ίδρυμα ερευνών των ΗΠΑ. Δουλειά του ήταν να συλλέγει δεδομένα με ένα τεράστιο υπέρυθρο τηλεσκόπιο και να το χρησιμοποιεί για να βελτιωθούν οι συνθήκες θέασης στον Νότιο Πόλο. Η Ανταρκτική θεωρείται ένα από τα καλύτερα μέρη στη Γη για τη μελέτη του διαστήματος και το έργο του επέτρεψε στους αστρονόμους να κάνουν σημαντικές παρατηρήσεις.
Ο Μαρκς γοήτευσε τους συναδέλφους του με το μποέμικο ύφος του και τη φιλική του προσωπικότητα. Μπήκε στην μπάντα της βάσης και συναναστρέφονταν ερωτικά με την Sonja Wolter. Ο Darryn Schneider, ο μόνος άλλος Αυστραλός στη βάση εκείνο τον χειμώνα και φίλος του Μαρκς, τον περιέγραψε: «Το πνεύμα του μερικές φορές παρερμηνεύτηκε από τους ανθρώπους που δεν τον είχαν συνηθίσει. Τον είδα πολλές φορές να αλλάζει, με πολύ ωραίο τρόπο, αυτές τις παρεξηγήσεις. Ήθελε επίσης να πει ή να κάνει κάτι καλό για κάποιον που είχε περάσει κάτι άσχημο».
Έτσι, όταν πέθανε ξαφνικά τον Μάιο, περίπου έξι μήνες μετά το δεύτερο ταξίδι του εκεί, οι ερευνητές και οι τεχνικοί στο Σταθμό έμειναν έκπληκτοι. Ο γιατρός του σταθμού, ο Τόμσον, είπε στους συναδέλφους του ότι ο Μαρκς είχε πεθάνει από άγνωστες, αλλά φυσικές αιτίες, πιθανώς από κάποια καρδιακή προσβολή ή ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Δουλειά του Τόμσον ήταν να θεραπεύει τους ζωντανούς ασθενείς, όχι να κάνει αυτοψίες. Οπότε, θα έπρεπε να περιμένουν για να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες.
Με μήνες συνεχούς σκοταδιού και επικίνδυνου κρύου, έπρεπε να περιμένουν τον Οκτώβριο ώστε να προσγειωθεί κάποιο αεροσκάφος στο Νότιο Πόλο. Στο μεταξύ, όσοι ζούσαν στην βάση χρησιμοποίησαν τις ώρες για να συγκεντρώσουν κομμάτια βελανιδιάς, να τα κόψουν και να τα γυαλίσουν και να φτιάξουν ένα φέρετρο. Έβαλαν το σώμα του Μαρκς στο αυτοσχέδιο φέρετρο και τον έβαλαν -προσωρινά- στην αποθήκη της βάσης, όπου το ψυχρό κλίμα θα τον διατηρούσε μέχρι το τέλος του χειμώνα.
Στις 30 Οκτωβρίου, ένα αεροπλάνο μετέφερε το σώμα του από τον Σταθμό στο Κράισττσερτς της Νέας Ζηλανδίας όπου ο ιατροδικαστής Δρ. Martin Sage έκανε την νεκροψία. Ο χρόνος που είχε περάσει μεταξύ του θανάτου και της εξέτασης δεν εμπόδισε τον Sage να κάνει μια ανησυχητική παρατήρηση: ο Μαρκς δεν είχαν πεθάνει από φυσικά αίτια. Σύμφωνα με την νεκροψία, είχε λάβει περίπου 150 χιλιοστόλιτρα μεθανόλης -περίπου το μέγεθος ενός ποτηριού κρασιού.
Η μεθανόλη είναι ένας τύπος αλκοόλης που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του επιστημονικού εξοπλισμού στην Ανταρκτική. Είναι απαλά γλυκιά, άχρωμη και τοξική, ακόμα και σε μικρές ποσότητες, κάτι που σημαίνει ότι κάποιος θα μπορούσε να ρίξει εύκολα μια θανατηφόρα δόση μέσα στο ποτό κάποιου χωρίς εκείνος να το καταλάβει.
Αυτό άφησε ένα μικρό αριθμό επιλογών. Όσοι έζησαν και δούλεψαν με τους Μαρκς μέχρι τις τελευταίες του ώρες, ήταν δύσκολο να πιστέψουν την πιθανότητα ότι αυτοκτόνησε. Τα πήγαινε πολύ καλά στην σκληρή ομορφιά της Ανταρκτικής. Διεξήγαγε σημαντική έρευνα στο παρατηρητήριο και, όταν δε δούλευε, είχε τους φίλους του και την Wolter -την οποία σκόπευε να παντρευτεί. Όμως, αν ο Μαρκς δεν είχε αυτοκτονήσει, αυτό γέμισε τους συναδέλφους του με την ανησυχία ότι για μισό χρόνο είχαν μοιραστεί το ίδιο μέρος με έναν δολοφόνο.
Μια ατελέσφορη έρευνα
Η Ανταρκτική διέπεται από μια συνθήκη που υπογράφηκε από 54 κράτη, οπότε ο χειρισμός εγκλημάτων μπορεί να γίνει πονοκέφαλος. Ο Μαρκς ήταν από την Αυστραλία, δούλευε για έναν αμερικανικό σταθμό, αλλά πέθανε εντός της Κτήσης Ρος, την οποία διεκδικεί η Νέα Ζηλανδία. Μέχρι τον Οκτώβριο, η Νέα Ζηλανδία είχε αναλάβει την έρευνα του συμβάντος.
Ενώ ο ιατροδικαστής του Κράισττσερτς ξεκίνησε την έρευνα το 2000, αυτή χρειάστηκε πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί και χρειάστηκαν πολλές ακροάσεις. Ο ντετέκτιβ Grant Wormald εξέτασε τέσσερις πιθανές αιτίες θανάτου: ο Μαρκς ήπιε τη μεθανόλη κατά λάθος, την ήπιε για να διασκεδάσει, την ήπιε για να αυτοκτονήσει, ή, κάποιος άλλος την έριξε στο ποτό του. Το 2006, ο Wormald δήλωσε ότι η αυτοκτονία ήταν η λιγότερο πιθανή εξήγηση, αναφέροντας την πολλά υποσχόμενη καριέρα του και τη σχέση του.
Ήταν πιό πιθανό ο Μαρκς να ήθελε να φτιαχτεί, και, κατά λάθος, πήρε υπερβολική δόση. Ήταν γνωστό ότι ήταν πότης και ότι χρησιμοποίησε το αλκοόλ για να αντιμετωπίσει το σύνδρομο Τουρέτ (γνωστό και ως διαταραχή Τουρέτ, σύνδρομο Ζιλ ντε λα Τουρέτ, GTS ή πιο συνηθισμένα απλά Τουρέτ ή ΤS, μια κληρονομική νευροψυχιατρική διαταραχή που ξεκινά από την παιδική ηλικία και χαρακτηρίζεται από πολλαπλά κινητικά και τουλάχιστον ένα φωνητικό τικ) από το οποίο έπασχε.
Όμως, ο Wormald το είδε αυτό ως περαιτέρω απόδειξη ότι δεν είχε πιεί τη μεθανόλη επίτηδες. Ο Μαρκς είχε πρόσβαση σε άφθονο αλκοόλ στη βάση, αν ήθελε να αυτοθεραπευτεί, και ως έμπειρος πότης, θα ήξερε τον κίνδυνο να πιει άγνωστες ουσίες. Όταν αρρώστησε, ενήργησε εξίσου αμηχανία με το υπόλοιπο πλήρωμα, υποδεικνύοντας ότι δεν είχε ιδέα ότι υπήρχε δηλητήριο μέσα στο σώμα του.
Ο Wormald κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «Κατά την άποψή μου, είναι πιθανό ότι ο Δρ Μαρκς πήρε τη μεθανόλη εν αγνοία του». Το πώς όμως ακριβώς πήρε τη μεθανόλη -και αν δεν ήταν ατύχημα, ποιος του την έδωσε- παρέμεινε ένα μυστήριο.
Σύμφωνα με το The New Zealand Herald, ορισμένοι ειδικοί ήταν επικριτικοί με τις ενέργειες του Τόμσον τις τελευταίες ώρες του Μαρκς. Ο William Silva, γιατρός σε έναν κοντινό σταθμό στην Ανταρκτική, εξέτασε τις ιατρικές σημειώσεις του Τόμσον από εκείνη την ημέρα και αμφισβήτησε ορισμένες πτυχές των ενεργειών του. Ο Τόμσον είχε πρόσβαση σε έναν αναλυτή αίματος, ένα μηχάνημα που μπορεί να ανιχνεύσει τα επικίνδυνα επίπεδα μεθανόλης στο σύστημα του ασθενούς και πιθανόν να ωθούσε τον γιατρό να λάβει μέτρα για την κατάλληλη θεραπεία. Αλλά η μπαταρία του είχε τελειώσει λίγο καιρό πριν, πράγμα που σήμαινε ότι η απενεργοποίηση της συσκευής επανέφερε την ηλεκτρονική μνήμη του στην αρχική του κατάσταση. Η συσκευή ήταν κλειστή την ημέρα του θανάτου του Μαρκς και για να την ενεργοποιήσει, ο Τόμσον θα χρειαζόταν να το επαναβαθμολογήσει -μια διαδικασία που διαρκεί 8 με 10 ώρες.
Αργότερα, ο Τόμσον ανέφερε ότι ήταν πολύ απασχολημένος στο να φροντίσει τον Μαρκς και δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τη συσκευή. Επίσης είπε ότι η συσκευή ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθεί -ισχυρισμός που αμφισβήτησε ο Silva. Ο Τόμσον δεν έδωσε ποτέ απάντηση στα όσα είπε ο Silva. Στα τελευταία στάδια της έρευνας δεν κατέστη δυνατό να έρθουν σε επαφή μαζί του. Δεν κατηγορήθηκε ποτέ για καμιά παράβαση.
Το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (National Science Foundation, NSF), ο Αμερικάνικος οργανισμός των ΗΠΑ που διαχειρίζεται τον Σταθμό Αμούνδσεν-Σκοτ, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει στις έρευνες. Όταν ο Wormald ζήτησε αναφορές για το θάνατο του Μαρκς, το NSF δεν ήταν πρόθυμο, λέγοντας ότι δεν είχε αναφορές που να σχετίζονταν με την έρευνά του. Το Ίδρυμα επίσης αγνόησε τα αιτήματά του όταν ζήτησε τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που διεξήχθησαν από τις ελάχιστες αποδείξεις που συγκεντρώθηκαν από το δωμάτιο και το σταθμό εργασίας του Μαρκς πριν καθαριστούν. Το NSF αρνείται τον χαρακτηρισμό του Wormald για το πώς χειρίστηκε την έρευνα.
Όμως, σύμφωνα με τον Wormald, κάθε χρήσιμη πληροφορία που του διέθεσε ο κρατικός οργανισμός ήταν προϊόν της δικής του εμμονής. Όπως είπε ο ίδιος, μόνο όταν τους το ζήτησε επίμονα, το NSF συμφώνησε να στείλει ένα ερωτηματολόγιο στα 49 μέλη του πληρώματος που βρίσκονταν στο Σταθμό τη στιγμή του θανάτου του Μαρκς. Το ίδρυμα εξέτασε πρώτα τις ερωτήσεις, «για να βεβαιωθούμε ότι έχει χρησιμοποιηθεί η κατάλληλα διακριτική ευχέρεια», και όταν τελικά το ταχυδρόμησαν, είχε μαζί και ένα σημείωμα που ανέφερε ότι η συμμετοχή δεν ήταν υποχρεωτική. Μόνο 13 από τους 49 συνεργάτες του Μαρκς απάντησαν.
Ένα τραγικό ατύχημα ή το τέλειο έγκλημα;
Χωρίς πολύ συνεργασία από το NSF και χωρίς ισχυρούς οδηγούς, η έρευνα δεν μπόρεσε να προχωρήσει. Το 2008, έσβησε εντελώς όταν ο ιατροδικαστής Richard McElrea δημοσίευσε μια έκθεση που έλεγε ότι δεν μπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο δηλητηριάστηκε ο Μαρκς.
Στα διάφορα forum του διαδικτύου που ασχολούνται με αληθινά εγκλήματα, δεν προέκυψε ποτέ καμία σαφής ιδέα για το τι συνέβη στον Μαρκς. Δεν είχε γνωστούς εχθρούς στο Σταθμό και δεν υπήρχαν στοιχεία που να υπονομεύουν κανέναν από τους εργαζόμενους στη βάση για το έγκλημα.
Με την έρευνα για το θάνατό του να παράγει περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις, η ιστορία του Ρόντνεϊ Μαρκς πιάνει μια παράξενη θέση στην ιστορία των τραγωδιών της Ανταρκτικής. Δεν είναι καν ξεκάθαρο αν ο θάνατος του Μαρκς θα πρέπει να μπει μαζί με τα τρομερά ατυχήματα της Ανταρκτικής ή τις σπάνιες πράξεις βίας.
Μέχρι και σήμερα, δεν υπάρχει ακόμη σύστημα για την αντιμετώπιση ανθρωποκτονιών που συμβαίνουν στην ήπειρο. Με τόσα εδαφικές αξιώσεις και μερικές που επικαλύπτονται, ο γενικός κανόνας είναι ότι η δικαιοδοσία εμπίπτει στη χώρα καταγωγής του ατόμου που διέπραξε το έγκλημα και του σταθμού όπου πραγματοποιήθηκε. Αυτό σημαίνει ότι αν ένας Ρώσος ερευνητής επιτεθεί σε κάποιον σε έναν ρωσικό σταθμό, όπως συνέβη τον Οκτώβριο του 2018, την υπόθεση χειρίζονται οι ρωσικές αρχές. Όμως, τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκα αν ένας Αμερικανός διαπράξει κάποιο έγκλημα σε μια ρωσική βάση, οπότε και οι δύο χώρες μπορούν να διεκδικήσουν την έρευνα.
Με τον θάνατο του Μαρκς συνέβη κάτι που τα κράτη που εργαζόταν στην Ανταρκτική δεν είχε ποτέ πριν αντιμετωπίσει. Μέχρι και σήμερα δεν έχει διεξαχθεί κάποια δίκη για τη δολοφονία. Και φυσικά παραμένει το αναπάντητο ερώτημα αν όντως διαπράχθηκε δολοφονία…