Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 οι ανισορροπίες και οι απειλές που βίωσε η παγκόσμια οικονομία μεγιστοποιήθηκαν από λάθη πολιτικής. Έτσι, αντί να δώσουν απαντήσεις στα διαρθρωτικά προβλήματα που αποκαλύφθηκαν και στην επακόλουθη ύφεση, οι κυβερνήσεις κατά κύριο λόγο κλωτσούσαν το τενεκεδάκι μπροστά στο δρόμο δημιουργώντας μείζονες κινδύνους για νέο καθοδικό κύκλο και καθιστώντας μια ακόμα κρίση αναπόφευκτη. Και τώρα που η κρίση αυτή έφτασε, οι απειλές οξύνονται ακόμα περισσότερο.

Δυστυχώς, ακόμα κι αν έχουμε εφέτος μια αδιάφορη ανάκαμψη τύπου U, μια «Μεγαλύτερη Ύφεση» τύπου L θα ακολουθήσει αργότερα στη δεκαετία που διανύουμε, εξαιτίας δέκα δυσοίωνων εξελίξεων και μείζονων απειλών.

Η πρώτη απειλή αφορά τα ελλείμματα και τους επακόλουθους κινδύνους: τα χρέη και τις χρεοκοπίες. Η πολιτική απάντηση στην κρίση του COVID-19 συνεπάγεται μαζική αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων – της τάξεως του 10% του ΑΕΠ ή και περισσότερο – σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία τα επίπεδα του δημόσιου χρέους πολλών χωρών είναι ήδη υψηλά, αν όχι μη βιώσιμα.

Ακόμα χειρότερα, η απώλεια εισοδήματος που βιώνουν πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις δείχνει ότι και τα επίπεδα χρέους του ιδιωτικού τομέα οδηγούν ενδεχομένως σε μαζικές πτωχεύσεις και χρεοκοπίες. Αυτό σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα επίπεδα δημόσιου χρέους δεν προοιωνίζεται παρά μια ακόμα πιο αναιμική ανάκαμψη από εκείνη που ακολούθησε τη Μεγάλη Ύφεση, μια δεκαετία πριν.

Η δεύτερη απειλή αφορά τη δημογραφική ωρολογιακή βόμβα στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Η κρίση του COVID-19 αποκαλύπτει την ανάγκη μεγαλύτερης δημόσιας χρηματοδότησης στα συστήματα υγείας και αποδεικνύει ότι η καθολική δημόσια περίθαλψη και άλλα συναφή δημόσια αγαθά αποτελούν αναγκαιότητες και όχι πολυτέλειες. Ωστόσο, επειδή οι κοινωνίες στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες γηράσκουν, η χρηματοδότηση τέτοιων δαπανών στο μέλλον θα διογκώσει ακόμα περισσότερο τα σημερινά χρέη των συστημάτων υγειονομικής φροντίδας και κοινωνικής ασφάλισης.

Η τρίτη απειλή έχει να κάνει με τον αυξανόμενο κίνδυνο αποπληθωρισμού. Πέρα από το ότι φέρνει βαθιά ύφεση, η κρίση επίσης προκαλεί υπερπροσφορά αγαθών (ανεκμετάλλευτες μηχανές και παραγωγικότητα) και εργατικών χεριών (μαζική ανεργία), ενώ φέρνει κατάρρευση των τιμών εμπορευμάτων, όπως το πετρέλαιο και τα βιομηχανικά μέταλλα. Αυτό όμως οδηγεί σε πιθανό αποπληθωρισμό χρέους, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των οικονομιών.

Η τέταρτη (σχετική) απειλή είναι οι υποτιμήσεις νομισμάτων. Καθώς οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον αποπληθωρισμό και να αποφύγουν τον κίνδυνο αύξησης των επιτοκίων (εξαιτίας της μαζικής συσσώρευσης χρέους), θα εφαρμόζουν όλο και πιο αντισυμβατικές πολιτικές. Βραχυπρόθεσμα οι κυβερνήσεις θα χρειαστεί να δημιουργούν δημοσιονομικά ελλείμματα στο εθνικό νόμισμα για να αποφύγουν τη βαθιά ύφεση και τον αποπληθωρισμό. Έτσι, συν τω χρόνω τα αλλεπάλληλα σοκ εξαιτίας της έλλειψης αγαθών από την επιταχυνόμενη απο-παγκοσμιοποίηση και τον εντεινόμενο προστατευτισμό θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε στασιμοπληθωρισμό (οικονομική ύφεση με υψηλό πληθωρισμό).

Η πέμπτη απειλή συνίσταται στην ευρύτερη ψηφιακή εκτροπή της οικονομίας. Με εκατομμύρια ανθρώπους να χάνουν τις δουλειές τους ή να εργάζονται με μειωμένες αποδοχές, οι ανισότητες εισοδημάτων και περιουσιών του 21ου αιώνα θα διευρυνθούν ακόμα περισσότερο. Για να προστατευθούν από τις μελλοντικές ελλείψεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες οι επιχειρήσεις στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα επαναπατρίσουν την παραγωγή τους από τις περιοχές χαμηλού κόστους στις υψηλότερου κόστους εσωτερικές αγορές.

Αλλά αντί η τάση αυτή να ωφελήσει τους γηγενείς εργαζομένους, θα επιταχύνει τη διαδικασία αυτοματοποίησης της παραγωγής, συμπιέζοντας περισσότερο τους μισθούς και υποθάλποντας ακόμη περισσότερο τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό και την ξενοφοβία.

Όλα αυτά οδηγούν στην έκτη, μείζονα απειλή: την απο-παγκοσμιοποίηση. Η πανδημία επιταχύνει τις τάσεις βαλκανιοποίησης και κατακερματισμού του κόσμου μας, που είναι ήδη ορατές. Οι ΗΠΑ και η Κίνα θα απομακρυνθούν ταχύτερα η μία από την άλλη και οι περισσότερες χώρες θα αντιδράσουν υιοθετώντας ακόμα περισσότερες προστατευτικές πολιτικές για να στηρίξουν τις εγχώριες επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε ένα γενικευμένο περιβάλλον διεθνών αναταράξεων.

Ο κόσμος μετά την πανδημία θα χαρακτηρίζεται από τους αυστηρότερους περιορισμούς σε ό,τι αφορά τη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, εργατικής δύναμης, τεχνολογίας, δεδομένων και πληροφορίας. Αυτό ήδη συμβαίνει στους τομείς του φαρμακευτικού και ιατρικού εξοπλισμού και των τροφίμων, όπου οι κυβερνήσεις επιβάλλουν περιορισμούς στις εξαγωγές και άλλα προστατευτικά μέτρα ως απάντηση στην κρίση.

Οι επιθέσεις κατά της δημοκρατίας συνιστούν την έβδομη απειλή. Οι λαϊκιστές ηγέτες συχνά επωφελούνται από την οικονομική δυσπραγία, τη μαζική ανεργία και την αύξηση των ανισοτήτων. Υπό συνθήκες κλιμακούμενης οικονομικής αβεβαιότητας θα υπάρξει μια ισχυρή τάση ανάδειξης των ξένων ως αποδιοπομπαίων τράγων, υπεύθυνων για την κρίση. Οι χειρώνακτες εργάτες και ένα ευρύτερο μέρος της μεσαίας τάξης θα καταστούν πιο ευάλωτοι στη λαϊκίστικη ρητορική, υιοθετώντας κυρίως τις προτάσεις για περιορισμό της μετανάστευσης και του εμπορίου.

Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν στην όγδοη απειλή: τη γεωστρατηγική αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Με τη διακυβέρνηση Τραμπ να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να κατηγορήσει την Κίνα για την πανδημία, το καθεστώς του κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ θα διπλασιάσει τις κατηγορίες που απευθύνει κατά των ΗΠΑ ότι συνωμοτούν για να εμποδίσουν την ειρηνική πρόοδο και ανάπτυξη της Κίνας. Η σινο-αμερικανική αποσύνδεση και απομάκρυνση σε ό,τι αφορά το εμπόριο, την τεχνολογία, τις επενδύσεις, τα δεδομένα και τις νομισματικές διευθετήσεις θα ενταθεί.

Ακόμα χειρότερο, αυτή η διπλωματική αποστασιοποίηση θα ετοιμάσει το έδαφος για ένα νέο ψυχρό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και των αντιπάλων τους. Όχι μόνο της Κίνας, αλλά και της Ρωσίας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας.

Με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές να πλησιάζουν, υπάρχει κάθε λόγος για να περιμένει κανείς μια αύξηση στις μυστικές εχθροπραξίες στον κυβερνοχώρο, που ενδεχομένως θα οδηγήσουν ακόμα και σε συμβατικές πολεμικές συγκρούσεις. Αυτή είναι η ένατη απειλή. Και επειδή η τεχνολογία αποτελεί το βασικό όπλο στη μάχη για το μελλοντικό έλεγχο των βιομηχανιών και για την καταπολέμηση των πανδημιών, ο ιδιωτικός τεχνολογικός τομέας των ΗΠΑ θα εντάσσεται και θα ενσωματώνεται όλο και περισσότερο σε ένα εθνικό βιομηχανικό δίκτυο ασφαλείας.

Μια τελευταία απειλή, που δεν πρέπει να αγνοηθεί, είναι η κλιματική αποδιοργάνωση η οποία, όπως έδειξε η κρίση του COVID-19, μπορεί να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο οικονομικό χάος από μια χρηματοπιστωτική κρίση. Ανατρέχοντας στις επιδημίες (Aids από τη δεκαετία του 1980, SARS το 2003, H1N1 το 2009, MERS το 2011, Ebola το 2014-16) διαπιστώνουμε ότι αυτές είναι, όπως και η κλιματική αλλαγή, κατά κύριο λόγο καταστροφές που προκαλεί ο άνθρωπος. Καταστροφές που οφείλονται στα ανεπαρκείς συνθήκες υγείας και υγιεινής, στην κατάχρηση των φυσικών πόρων και στην διαρκώς αυξανόμενη δια-συνδεσιμότητα ενός παγκοσμιοποιημένου πλανήτη.

Οι πανδημίες και πολλά νοσηρά συμπτώματα της κλιματικής αλλαγής θα είναι όλο και πιο συχνά φαινόμενα τα επόμενα χρόνια. Και θα έχουν όλο και πιο σοβαρές και δαπανηρές επιπτώσεις για την ανθρωπότητα.

Οι δέκα αυτές απειλές, που ήδη καραδοκούσαν καιρό προτού ενσκήψει ο COVID-19, τείνουν τώρα να ξεσηκώσουν μια τέλεια καταιγίδα που θα σαρώσει ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία σπέρνοντας την απελπισία για μια ολόκληρη δεκαετία. Την επόμενη δεκαετία, εκείνη του 2030, η τεχνολογία και μια πιο ικανή πολιτική ηγεσία ίσως καταφέρουν να περιορίσουν, να λύσουν ή να ελαχιστοποιήσουν πολλά από αυτά τα προβλήματα και να βοηθήσουν στην ανάδειξη μιας πιο συνεκτικής, συνεργατικής και σταθερής διεθνούς τάξης. Αλλά κάθε ευτυχής κατάληξη προϋποθέτει να βρούμε ένα τρόπο για να επιβιώσουμε κατά την επερχόμενη Μεγαλύτερη Ύφεση.

  • O Νουριέλ Ρουμπινί είναι διευθύνων σύμβουλος της Roubini Macro Associates και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Έγινε διάσημος επειδή ήταν ένας εκ των λίγων επιστημόνων που είχαν προβλέψει την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009.

Πηγή