Την ερχόμενη εβδομάδα πρόκειται να κλείσει η πέμπτη μετα-προγραμματική αξιολόγηση, ενώ τις επόμενες εβδομάδες αναμένονται οι αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους – η ελληνική και αυτή του ESM.
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Την αβελτηρία της ευρωπαϊκής ηγεσίας απέναντι σε μια αυξανόμενα αβέβαιη διεθνή οικονομική εικόνα αποτυπώνει η χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup. Σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων, από την αναμόρφωση της οικονομικής εποπτείας στην Ευρωζώνη ώς την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, οι συζητήσεις έμειναν σε ένα γενικόλογο επίπεδο – ενδεικτικό της απροθυμίας των κρατών-μελών να λάβουν τα αναγκαία μέτρα θωράκισης του κοινού νομίσματος απέναντι σε μια κρίση, που μπορεί να είναι πιο κοντά από ό,τι δείχνουν οι οικονομικές προγνώσεις. H Ελλάδα δεν βρέθηκε στην ατζέντα της χθεσινής συνεδρίασης. Την ερχόμενη εβδομάδα πρόκειται να κλείσει η πέμπτη μετα-προγραμματική αξιολόγηση, ενώ τις επόμενες εβδομάδες αναμένονται οι αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους – η ελληνική και αυτή του ESM. Τον Ιούνιο, με την ολοκλήρωση της έκτης αξιολόγησης, όπως ανέφερε κυβερνητική πηγή, θα ληφθεί η απόφαση για τη δυνατότητα χρήσης των εσόδων από τα ομόλογα ANFA/SMP για επενδύσεις. Σχετικά με τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα, σύμφωνα με την ίδια πηγή, η τελική προθεσμία είναι ο Οκτώβριος, όταν θα πρέπει να καταρτιστεί ο προϋπολογισμός.
Παράλληλα, διέρρευσε χθες (real.gr) το έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με το οποίο λαμβάνεται η απόφαση για την παράταση της ενισχυμένης εποπτείας της ελληνικής οικονομίας. Οπως αναφέρει στο έγγραφο: «Η περίοδος της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας υπό το άρθρο 2(1) του κανονισμού (Ε.Ε.) 472/2013, που ενεργοποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση της Κομισιόν (Ε.Ε.) 2018/1192, θα επεκταθεί για πρόσθετη περίοδο έξι μηνών, ξεκινώντας από την 21η Φεβρουαρίου 2020».
Η απόφαση είναι τυπικού χαρακτήρα, αλλά παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί δίνει το στίγμα της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας και των προκλήσεων που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει. Οπως αναφέρεται στην έκθεση που τη συνοδεύει, «δόθηκε στην Ελλάδα η ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της σε σχέση με την αξιολόγηση της Επιτροπής μέσω επιστολής που εστάλη στις 22 Ιανουαρίου 2020. Στην απάντησή της στις 27 Ιανουαρίου 2020, η Ελλάδα συμφωνεί ευρέως με την αξιολόγηση της Επιτροπής σε σχέση με τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει, κάτι που αποτελεί και τη βάση για την παράταση της ενισχυμένης εποπτείας».
Οι συντάκτες της έκθεσης σημειώνουν ότι «η Ελλάδα θα συνεχίσει να επωφελείται από την τεχνική υποστήριξη υπό το Πρόγραμμα Υποστήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (όπως περιγράφεται στον κανονισμό Ε.Ε. 2017/825) για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων». Σχετικά με τον τραπεζικό τομέα, αναφέρεται ότι οι Αρχές κάνουν πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις, αλλά «τα σχέδια πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν». Η ρευστότητα των τραπεζών έχει βελτιωθεί, όπως και η πρόσβασή τους στις αγορές, ωστόσο οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις του παρελθόντος (legacy) «παραμένουν σε υψηλά επίπεδα». Ειδικότερα, η κεφαλαιακή τους βάση «είναι επαρκής, αλλά μπορεί να υποστεί βραχυπρόθεσμες πιέσεις», ενώ ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρότι έχει μειωθεί, παραμένει «πολύ μεγάλος» (στοιχεία του περασμένου Σεπτεμβρίου).
Στο έγγραφο αναφέρεται επίσης ότι, «παρά την πρόοδο των περασμένων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μείζονες προκλήσεις σχετικά με το επιχειρηματικό περιβάλλον και το δικαστικό σύστημα». Ειδικότερα, σημειώνεται ότι η χώρα μας εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά σε δείκτες όπως ο χρόνος που απαιτείται για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων, οι διαδικασίες εγγραφής ιδιοκτησίας, η επιβολή συμβάσεων κ.ά. Τέλος, ενώ αναγνωρίζεται η θεαματική βελτίωση στους όρους δανεισμού της Ελλάδας, η βελτίωση αυτή χαρακτηρίζεται «εύθραυστη» και σημειώνεται ο κίνδυνος μετάδοσης μιας τυχόν επιδείνωσής τους σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Στο χθεσινό Eurogroup αποφασίστηκε επισήμως και ο διορισμός του Φινλανδού Τουόμας Σααρανχέιμο ως νέου προέδρου του Euroworking Group.