Το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας θα πρέπει να έχει ψηφιστεί έως το τέλος Ιανουαρίου, ώστε εντός του Φεβρουαρίου να ξεκινήσει η πληρωμή των εισφορών με το νέο σύστημα.
Ενα νέο ασφαλιστικό τοπίο όσον αφορά τις εισφορές, τόσο των ελεύθερων επαγγελματιών, αυτοαπασχολουμένων και αγροτών όσο και των μισθωτών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα αναμένεται να διαμορφωθεί εντός του 2020. Η αρχή αναμένεται να γίνει με τις εισφορές των μη μισθωτών και το νέο σύστημα ασφαλιστικών κατηγοριών, που όπως έχει αποκαλύψει η «Κ» θα ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2020.
Σύμφωνα με τις οριστικές διατάξεις που έχουν εγκριθεί και από το υπουργικό συμβούλιο, στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας το οποίο θα πρέπει να έχει ψηφιστεί έως το τέλος Ιανουαρίου, ώστε εντός του Φεβρουαρίου να ξεκινήσει η πληρωμή των εισφορών με το νέο σύστημα, θεσπίζονται επτά επίπεδα εισφορών για τους επαγγελματίες. Το πρώτο επίπεδο αφορά μόνο τους νέους επαγγελματίες με δραστηριότητα έως 5 ετών. Τα υπόλοιπα έξι επίπεδα είναι «ανοικτά» για όλους, καθώς ο ασφαλισμένος θα μπορεί στις αρχές κάθε έτους να επιλέγει ελεύθερα ένα από τα έξι αυτά επίπεδα, με βάση την οικονομική του δυνατότητα. Το κατώτατο επίπεδο εισφορών διαμορφώνεται στα 210 ευρώ, εκ των οποίων τα 155 αφορούν εισφορές κύριας σύνταξης (ΕΦΚΑ) και τα 55 εισφορές υγείας. Οι εισφορές κύριας σύνταξης προσαυξάνονται έως και το έκτο επίπεδο. Ειδικότερα κλιμακώνονται στα 186 ευρώ στο δεύτερο επίπεδο, στα 236 ευρώ στο 3ο, στα 297 ευρώ στο 4ο, στα 369 ευρώ στο 5ο και στα 500 ευρώ στο 6ο και τελευταίο επίπεδο. Οι εισφορές υγείας προσαυξάνονται έως και το 2ο επίπεδο και παραμένουν σταθερές στα 66 ευρώ για όλα τα επόμενα. Το ύψος της συνολικής εισφοράς διαμορφώνεται στα 210 ευρώ για το πρώτο επίπεδο, τα 252 για το 2ο, τα 302 για το 3ο, τα 363 για το 4ο, τα 435 για το πέμπτο και στα 566 για το 6ο επίπεδο ασφάλισης.
Για τους νέους ασφαλισμένους (έως πέντε έτη ασφάλισης) θεσπίζεται χαμηλότερο επίπεδο εισφορών στα 126 ευρώ (εκ των οποίων 93 για σύνταξη και 33 για υγεία).
Οι εισφορές θα προσαυξάνονται ετησίως με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από το ποσοστό μεταβολής του ΑΕΠ και κατά 50% από το ποσοστό μεταβολής του γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, του προηγούμενου έτους.
Για τους αγρότες (ασφαλισμένους στον πρ. ΟΓΑ) τα ασφάλιστρα για το 2020 διαμορφώνονται σε 119 ευρώ (87 για σύνταξη) στο 1ο επίπεδο, 143 ευρώ (104 για σύνταξη) στο 2ο επίπεδο, στα 171 ευρώ (132 για σύνταξη) στο 3ο επίπεδο, στα 205 ευρώ (166 για σύνταξη) στο 4ο επίπεδο, στα 246 ευρώ (207 για σύνταξη) στο 5ο επίπεδο και στα 319 ευρώ (280 για σύνταξη) στο 6ο επίπεδο.
Το σχέδιο του υπουργείου Εργασίας περιλαμβάνει επίσης 3 κατηγορίες ελεύθερης επιλογής για την επικουρική ασφάλιση (αφορά περίπου 145.000 ασφαλισμένους κυρίως αυτοαπασχολουμένους) και άλλες 3 κατηγορίες για το εφάπαξ (αφορά 163.000 ασφαλισμένους). Ειδικότερα προτείνεται οι εισφορές για επικουρική να διαμορφωθούν το 2020 από 42 ευρώ η ελάχιστη έως 61 ευρώ η μέγιστη με την ενδιάμεση να κινείται στα 51 ευρώ. Αντίστοιχα για το εφάπαξ προτείνεται η ελάχιστη εισφορά να διαμορφωθεί στα 26 ευρώ, η μέγιστη στα 37 ευρώ τον μήνα και η ενδιάμεση στα 31 ευρώ.
Μείωση μη μισθολογικού κόστους κατά 2,21% από την 1η Ιουλίου
Για τον Ιούλιο του νέου έτους έχει προγραμματιστεί η πρώτη από τις τέσσερις διαδοχικές μειώσεις των εισφορών στον ιδιωτικό τομέα κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδες. Συνολικά, σύμφωνα με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων για την πλήρη απασχόληση, αναμένεται να μειωθούν κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, σε βάθος 4ετίας, και συγκεκριμένα κατά 2,38 μονάδες για τις επιχειρήσεις και κατά 2,62 μονάδες για τους εργαζομένους. Πρόκειται για μια σημαντική ελάφρυνση, με δεδομένο ότι σήμερα, το μη μισθολογικό κόστος ανέρχεται σε 40,56% στο βασικό πακέτο ασφάλισης ενός μισθωτού. Εντός του νέου έτους και συγκεκριμένα από τον Ιούλιο του 2020, σύμφωνα με το σχέδιο που επεξεργάζεται το υπουργείο Εργασίας, η ελάφρυνση κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες μεταφράζεται σε ελάφρυνση 2,21% του μη μισθολογικού κόστους. Το μέτρο αφορά περίπου 1,5 εκατ. μισθωτούς, εργαζομένους με πλήρη απασχόληση, καθώς ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης έχει ξεκαθαρίσει ότι η μείωση θα αφορά μόνο την πλήρη απασχόληση, με στόχο να λειτουργήσει ως ένα επιπλέον κίνητρο κατά της υποδηλωμένης ή ανασφάλιστης εργασίας.
Αναλυτικά, το 2020 η μείωση θα εφαρμοστεί από τον Ιούλιο και θα είναι κατά 0,90 ποσοστιαίες μονάδες, 0,48 για τους εργοδότες και 0,42 για τους εργαζομένους. Μάλιστα, το 0,75 θα κοπεί από την εισφορά που καταβάλλεται σήμερα για τον κλάδο ανεργίας (ν. 2961/54, αρ. 32), και συγκεκριμένα 0,27 από την εισφορά εργαζομένου (σήμερα πληρώνει 1,83% του μισθού του και κατά συνέπεια θα μειωθεί στο 0,56%) και κατά 0,48 από την εισφορά εργοδότη (σήμερα πληρώνει 3,17% του μισθού και κατά συνέπεια θα μειωθεί στο 2,69%). Το υπόλοιπο 0,15 της μονάδας θα μειωθεί από την εισφορά υπέρ του λογαριασμού κοινωνικής πολιτικής (τέως ΟΕΚ) που καταβάλλουν μόνο οι εργαζόμενοι (ώστε από 1/6/2020 η εισφορά υπέρ ΟΕΚ για τους εργαζομένους να οριστεί στα 0,85%).
Το σχέδιο για το 2021
Τον επόμενο χρόνο, το 2021 η σωρευτική μείωση των εισφορών θα είναι της τάξεως 1,99 ποσοστιαίων μονάδων και αφορά κατά 1,01 ποσοστιαίες μονάδες τους εργοδότες και κατά 0,98 τους εργαζομένους. Το 2022 η μείωση είναι 3,60 ποσοστιαίες μονάδες σωρευτικά (1,57 για τους εργοδότες και 2,03 για τους εργαζομένους), ενώ το 2023 η σωρευτική μείωση θα «κλειδώσει» στις 5 μονάδες, 2,38 για τους εργοδότες και 2,62 για τους εργαζομένους.