O βασικότερος παράγοντας που συνδέεται με την εμφάνιση ζήλειας είναι οι «απόψεις» που έχει το άτομο σχετικά με τους άλλους ανθρώπους. Κατά πόσο δηλαδή έχει «μάθει» από μικρή ηλικία, από το πρώιμο οικογενειακό του περιβάλλον, ότι μπορεί να εμπιστεύεται τους άλλους ανθρώπους, ή  αντιθέτως έχει μέσα του δυσπιστία για τα κίνητρά τους.

Έτσι αν ένας άνθρωπος έχει μάθει μέσα από «τραυματικές» εμπειρίες της παιδικής ηλικίας ότι για να «προστατευτεί» και για να μην πληγωθεί σε μια σχέση του πρέπει να είναι σε «επιφυλακή», είναι φυσικό επακόλουθο να εμφανίσει στις μετέπειτα σχέσεις του συναισθήματα ζήλειας. Ανάλογα δηλαδή από το πόσο θετικές ή αρνητικές ήταν αυτές οι πρώιμες εμπειρίες, το άτομο γίνεται λιγότερο ή περισσότερο ευάλωτο στο συναίσθημα της ζήλειας.

Η ζήλεια συνδέεται κατά βάθος με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Η αυτοεκτίμηση μας στηρίζεται συχνά δυστυχώς σε λάθος πράγματα. Στο κατά πόσο έχουμε υλικά αγαθά, κατά πόσο είμαστε επιτυχημένοι στη δουλειά μας, στο αν είμαστε όμορφοι…

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια μπορεί να στηρίξουμε την αυτοεκτίμησή μας και στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, και ειδικότερα στη σχέση μας με το σύντροφό μας. Δηλαδή το αν έχουμε σχέση ή όχι ή το κατά πόσο θεωρούμε ότι αγαπιόμαστε από το σύντροφό μας ή όχι λειτουργούν ως κριτήρια για την αξία μας (σαν ανθρώπου ή σαν άντρα/γυναίκας). Η ύπαρξη της σχέσης αποκτά έτσι πολύ μεγάλη βαρύτητα, πυροδοτεί συναισθήματα ζήλειας και μπορεί να οδηγήσει σε μια «εξάρτηση» από το σύντροφο.

Επίσης, αν είμαστε ένας άνθρωπος με αυξημένη ανάγκη για προσοχή και θαυμασμό από το σύντροφό μας μέσα στη σχέση, είναι λογικό ότι θα αναπτύξουμε γρήγορα συναισθήματα ζήλειας, καθώς η επαφή του συντρόφου με τους άλλους ανθρώπους και η «ανεξαρτησία» του μέσα στη σχέση εκλαμβάνονται ως έλλειψη προσοχής και εκτίμησης απέναντι στο πρόσωπό μας.


Πηγή