Γράφει

ο Βαγγέλης Κύρκος

Μια στιγμή είναι αρκετή για να αλλάξει την ιστορία σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής. Τα πολλά χρήματα, πάντως, είναι πιο πιθανό να καταφέρουν κάτι τέτοιο, ειδικά στον επαγγελματικό αθλητισμό. Ένα γεγονός που δύσκολα επιδέχεται αμφισβήτησης, ειδικά στη σύγχρονη εποχή, στην οποία τα ποσά για μεταγραφές έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Ενώ δεν είναι λίγα τα παραδείγματα συλλόγων που είτε μπόρεσαν να «απογειωθούν» επειδή είχαν από πίσω τους ισχυρούς οικονομικά ανθρώπους, είτε -στον αντίποδα- έφτασαν σε σημείο παρακμής, επειδή το απαραίτητο αυτό συστατικό επιτυχίας έλειπε.

Το μακρινό 1992 έγινε μια κίνηση που αποτέλεσε την αρχή της αλλαγής στον χάρτη του ελληνικού μπάσκετ. Ήταν σαν σήμερα, 14 Ιουλίου, όταν οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι, έχοντας αποφασίσει να τινάξουν την μπάνκα στον αέρα, έπεισαν τον Νίκο Γκάλη να μετακομίσει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και από τον Άρη στον Παναθηναϊκό. Μια μεταγραφή που στοίχισε συνολικά 1 δισεκατομμύριο δραχμές. Μπορεί κανείς εύκολα να αναλογιστεί το πόσο μεγάλο ήταν αυτό το ποσό και τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε στο να διαμορφωθεί ένα εντελώς νέο σκηνικό στο πιο πετυχημένο άθλημα της χώρας.

Η Θεσσαλονίκη σε πορτοκαλί φόντο

Μέχρι εκείνη την ημέρα το ελληνικό μπάσκετ είχε ως επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Οι επικές μάχες της δεκαετίας του ’80, αλλά και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μεταξύ Άρη και ΠΑΟΚ, έχουν περάσει στην ιστορία. Όλη η χώρα στηνόταν μπροστά από τις τηλεοράσεις για να παρακολουθήσει τις αναμετρήσεις του Γκάλη, του Γιαννάκη και του Φιλίππου, με τους Φασούλα, Πρέλεβιτς και Κόρφα. Τα δε γήπεδα της πόλης, μαζί με αυτό του Ηρακλή, γέμιζαν ασφυκτικά και όλοι περίμεναν με ανυπομονησία τις ομάδες να μπουν στο παρκέ.

Είναι ενδεικτικό ότι εκείνα τα χρόνια «κίτρινοι» και «ασπρόμαυροι» είχαν κατακτήσει τις περισσότερες εγχώριες κούπες (ειδικά ο Άρης), ενώ ήταν και αυτές που είχαν διαπρέψει και στην Ευρώπη, με τον ΠΑΟΚ να κατακτά το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1991 και τον Άρη να παίρνει τη σκυτάλη δύο χρόνια αργότερα, έστω και χωρίς το μεγάλο της αστέρι, που στην αρχή εκείνης της σεζόν (1992-93) είχε αποφασίσει να μετακομίσει στην πρωτεύουσα.

Επιστροφή στις «πράσινες» κούπες και στην Ευρώπη

Ο Γκάλης αποτέλεσε τη μορφή που σήμανε την αντεπίθεση του Παναθηναϊκού και η απόφασή του να φορέσει τα πράσινα τερμάτισε μια περίοδο αγωνιστικής κρίσης για τον σύλλογο, καθώς κατάφερε να επιστρέψει σε πορεία πρωταθλητισμού και να σηκώσει ξανά κούπα, έπειτα από επτά ολόκληρα χρόνια και τον τελικό Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, στις 23 Απριλίου του 1986 (88-78 το σκορ). Επίσης, τη χρονιά άφιξης του 35χρονου τότε αστέρα, το «τριφύλλι» είχε μείνει εκτός Ευρώπης μετά από 24 σεζόν, όμως και αυτό έμελλε να αλλάξει…

Με την ηγετική μορφή του Γκάλη, ο Παναθηναϊκός κατέκτησε στο τέλος εκείνης της αγωνιστικής περιόδου το Κύπελλο κόντρα στην πρώην του ομάδα, με τον ίδιο να σημειώνει 36 πόντους, έχοντας ως «σύμμαχο» τον Αριάν Κόμαζετς, που πέτυχε άλλους 30. Από την άλλη, ο Παναγιώτης Γιαννάκης προσπάθησε και εκείνος με 30 πόντους να κρατήσει την κούπα στο «Αλεξάνδρειο», ωστόσο και παρά τους 23 πόντους του Μίτσελ Άντερσον, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Μια νέα εποχή ξεκινούσε!

Επίσης, ο Γκάλης οδήγησε τους «πράσινους» στον τελικό του ελληνικού πρωταθλήματος εκείνης της σεζόν, με πλεονέκτημα έδρας, έπειτα από τον αποκλεισμό πρωτοπόρου της κανονικής περιόδου, ΠΑΟΚ, από τον Ολυμπιακό του. Όμως, με απόφαση του Παύλου Γιαννακόπουλου οι «πράσινοι» αποχώρησαν από τον τέταρτο τελικό, διαμαρτυρόμενοι για τη διαιτησία και ο τίτλος πήγε στον Πειραιά, μετά από 15 ολόκληρες σεζόν με 3-1 νίκες στη σειρά. Παρόλα αυτά, ο Παναθηναϊκός επέστρεψε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.

Ο δρόμος για Αθήνα από Θεσσαλονίκη άνοιξε

Την περίοδο 1993-94 ο Γκάλης αναδείχθηκε με τον Παναθηναϊκό κορυφαίος σκόρερ και πασέρ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, έχοντας καθοριστική συμβολή στην πορεία της ομάδας μέχρι το Final 4 του Τελ Αβίβ, εκεί όπου βρέθηκε και ο «αιώνιος» αντίπαλος. Στον ημιτελικό το «τριφύλλι» ηττήθηκε από τους Πειραιώτες με 77-72, έχοντας τον Γκάλη σε όχι τόσο καλή ημέρα (μόλις 8 πόντοι), με τον Αλεξάντερ Βολκόφ να είναι ο πρωταγωνιστής για την ομάδα του, με 32 πόντους, οι οποίοι δεν στάθηκαν αρκετοί. Στον αντίποδα, οι Ζάρκο Πάσπαλιε με 22 πόντους, αλλά και οι πρώην «Θεσσαλονικείς», Ρόι Τάρπλεϊ με 23 και Παναγιώτης Φασούλας με 13, έγειραν την πλάστιγγα στην «ερυθρόλευκη» πλευρά.

Ουσιαστικά, ο Ολυμπιακός ακολούθησε εκείνη τη σεζόν τα βήματα του Παναθηναϊκού, καθώς πήρε από Άρη και ΠΑΟΚ δύο από τους καλύτερούς τους παίκτες τους (Τάρπλεϊ και Φασούλα). Μια συνταγή που αποδείχθηκε πετυχημένη, παρά το γεγονός ότι η ομάδα του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος είχε επιλέξει παρόμοιο δρομολόγιο τρία χρόνια νωρίτερα, έχασε στον τελικό με 59-57 από την Μπανταλόνα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς.

Παρά την πίκρα για το γεγονός ότι η ομάδα του έφτασε μόλις μέχρι την τρίτη θέση (είχε καταφέρει κάτι αντίστοιχο και το 1989 με τον Άρη), καθώς νίκησε με 100-83 την Μπαρτσελόνα στον μικρό τελικό, ο Γκάλης κατάφερε να πετύχει κάτι εκπληκτικό σε Final 4. Με τους 30 πόντους κόντρα στους Καταλανούς, έφτασε τους 231 πόντους σε Final 4, επίδοση που τον κατέταξε στην πρώτη θέση της σχετικής λίστας. Όσο για τις ελληνικές διοργανώσεις, ο Παναθηναϊκός τερμάτισε τρίτος σε κανονική περίοδο και πλέι οφ, ενώ στο Κύπελλο είχε αποκλειστεί νωρίς από τον Πανιώνιο.

Η έλευση Γιαννάκη, η παραγκώνισή του από τον Πολίτη και το ξέσπασμα

Το έτερο μεγάλο όνομα του ελληνικού μπάσκετ είχε μείνει στη Θεσσαλονίκη και τον Άρη, αλλά όχι για πολύ. Έτσι, με την έναρξη της σεζόν 1994-95 ο Παναθηναϊκός απέκτησε και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, καθώς η οικογένεια Γιαννακόπουλου είχε πεισμώσει και είχε βάλει ως στόχο της την κατάκτηση του ευρωπαϊκού τίτλου.

Ο Γκάλης ήταν σταθερά ο κορυφαίος σε επιδόσεις για την ομάδα του Κώστα Πολίτη, του «μαέστρου» στον ευρωπαϊκό θρίαμβο της Εθνικής του 1987. Ωστόσο, οι τριγμοί δεν άργησαν να εμφανιστούν, καθώς η ομάδα έπρεπε να διεκδικεί προκρίσεις από πολύ νωρίς σε νοκ άουτ αγώνες, διαδικασία που αποδείχθηκε αρκετά επίπονη και με μεγάλο κόστος. Παρόλα αυτά, με τον Ελληνοαμερικανό άσο στις επάλξεις, οι «πράσινοι» πήραν την πρόκριση κόντρα στη Μπουντιβέλνικ Κιέβου, όπως και στα προκριματικά του Κυπέλλου.

Αλλά, ο καπνός που φαινόταν πάνω από τον Παναθηναϊκό αποδείχθηκε ότι προερχόταν πράγματι από τη… φωτιά στις σχέσεις Γκάλη-Πολίτη, η οποία «έκαψε» τον πρώτο στο παιχνίδι με τους Αμπελόκηπους. Το ημερολόγιο έγραφε 18 Οκτωβρίου του 1994, όταν ο προπονητής αποφάσισε να μην ξεκινήσει ως βασικό το μεγάλο του αστέρι, με αποτέλεσμα να έρθει η αντίδραση και η αποχώρηση από το γήπεδο. Το μέλλον έδειξε ότι αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο θρύλος του ελληνικού μπάσκετ εμφανιζόταν στο παρκέ με σορτσάκι και φανέλα.

Ο Γκάλης αποχώρησε από το άθλημα που έμαθε στους Έλληνες

28014

Ο Παύλος Γιαννακόπουλος προσπάθησε με κάθε τρόπο να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στους δύο άνδρες, χωρίς επιτυχία όμως. Μέχρι και την αλλαγή του Πολίτη στον πάγκο της ομάδας δοκίμασε για να «ψήσει» τον Γκάλη να ξαναμπεί στο γήπεδο με τα πράσινα, ωστόσο εκείνος ήταν ανένδοτος. Παρά την αρνητική στάση, ο πρόεδρος του «τριφυλλιού» εξακολουθούσε να πληρώνει το συμβόλαιό του, με σκοπό να επανενταχθεί ο 38χρονος τότε άσος στην ομάδα, πλάι στον Ντομινίκ Ουΐλκινς. Όμως, η κίνηση αυτή βρήκε την άρνηση του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου.

Η επιθυμία της οικογένειας ήταν να μην τελειώσει με άδοξο τρόπο η καριέρα του Γκάλη στην ομάδα τους, αλλά έβλεπαν πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβεί. Για να μην μείνει ο θρύλος του ελληνικού μπάσκετ στον… πάγο, ο «πατριάρχης» του Παναθηναϊκού τού πρότεινε να επιστρέψει στον Άρη, αλλά εκεί υπήρξε άρνηση από πλευράς του Λευτέρη Σούμποτιτς. Επίσης, ο ίδιος ο Γκάλης προτιμούσε να μετακομίσει στην ΑΕΚ…

Όλο αυτό το αδιέξοδο, έφερε την απόφαση του Γκάλη να ανακοινώσει στις 29 Σεπτεμβρίου 1995 το τέλος της καριέρας του. Αυτό σήμανε μαζί και το τέλος μιας μορφής του ελληνικού μπάσκετ, που άλλαξε για πάντα τα δεδομένα στον εγχώριο αθλητισμό. Το δυστύχημα για τον Γκάλη είναι ότι τη σεζόν που αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του, ο Παναθηναϊκός κατέκτησε την κορυφή της Ευρώπης. Κάτι που δεν συνέβη ούτε την προηγούμενη αγωνιστική χρονιά -που ήταν μέλος του ρόστερ, όταν και πάλι οι «πράσινοι» είχαν φτάσει στο Final 4 (στη Σαραγόσα), αλλά έχασαν ξανά από τον Ολυμπιακό, που με τη σειρά του ηττήθηκε στον τελικό (73-61) από τη Ρεάλ Μαδρίτης, που είχε ως προπονητή τον Ομπράντοβιτς.

Έτσι, ο θρύλος του ελληνικού μπάσκετ έκλεισε την καριέρα του χωρίς ευρωπαϊκό τίτλο σε συλλογικό επίπεδο. Πραγματικά, ένα άσχημο παιχνίδι της μοίρας στον άνθρωπο που έκανε σχεδόν όλους τους Έλληνες να κυκλοφορούν με μια «σπυριάρα» μπάλα στα χέρια τους και χάρη στον οποίο όλες οι γειτονιές είχαν και από τουλάχιστον μια μπασκέτα…


Πηγή