Στο άκουσμα του ονόματος του Άλμπερτ Αϊνστάιν μία λέξη έρχεται αυτόματα στο νου: διάνοια. Με σπουδαίο έργο και εξέχουσα προσωπικότητα ο γερμανός φυσικός με την εβραϊκή καταγωγή κατάφερε να κερδίσει το Νόμπελ Φυσικής το 1921 για τις υπηρεσίες του στη θεωρητική φυσική και για την εξήγηση του φωτοηλεκτρικού φαινομένου.

Και ενώ θα πίστευε κανείς ότι ένα τέτοιο μυαλό θα είχε τρόπο να λύνει όλα τα προβλήματα και τα εμπόδια που συναντούσε στο διάβα του, υπήρξε ένα πρόβλημα στη ζωή του, ένα αγκάθι, που δεν μπόρεσε να λύσει ποτέ: τη σχέση με τον σχιζοφρενή γιο του Έντουαρντ που πέθανε μόνος, έγκλειστος για περισσότερα από 30 χρόνια σε ψυχιατρικές κλινικές. Και όπως έλεγε χαρακτηριστικά η δεύτερη σύζυγός του Άλμπερτ, Έλσα, «η θλίψη κατάπινε σιγά σιγά τον Άλμπερτ».

Ο Άλμπερτ ερωτεύτηκε τη μητέρα του Έντουαρντ, Milea Maric, τη μοναδική γυναίκα που τότε σπούδαζε φυσική στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, την οποία παντρεύτηκε το 1903. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά: τη Λίζερλ, για την οποία είναι σπάνιες οι αναφορές καθώς φαίνεται ότι το παιδί είχε δοθεί για υιοθεσία, τον Χανς-Άλμπερτ και τον Έντουαρντ, τον μικρότερο της τριάδας, γεννημένο στη Ζυρίχη στις 28 Ιουλίου 1910.

Ο γάμος σημαδεύτηκε από αρκετά προβλήματα, μεταξύ των οποίων και οι εξωσυζυγικές σχέσεις του Άλμπερτ, και κατέληξε στο διαζύγιο. Ο χωρισμός έκανε τα δύο αγόρια της οικογένειας να υποφέρουν, αν και ο πατέρας προσπάθησε να κρατήσει επικοινωνία, μέσω αλληλογραφίας. Ενώ η Maric συνήθιζε να οδύρεται και να κατηγορεί τον Άλμπερτ ότι ο διάσημος άντρας της έβαζε την επιστήμη του πάνω από την οικογένειά του, ο ένας γιος, ο Χανς-Άλμπερτ υποστήριζε συχνά το αντίθετο. «Ο πατέρας άφηνε στην άκρη τη δουλειά του και μας κρατούσε για ώρες, ενώ η μαμά ήταν πάντα απασχολημένη στο σπίτι».

Ο μικρός Έντουαρντ ήταν πάντα ένα ασθενικό παιδί. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ήταν άρρωστος και αυτό τον εμπόδιζε να συμμετέχει στα ταξίδια της οικογένειας.  Ο Άλμπερτ ένιωθε διαρκώς απελπισμένος με την κατάσταση της υγείας του Έντουαρντ, ένα συναίσθημα που τον συντρόφευε και μετά το χωρισμό. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε ένα γράμμα που έστειλε σε συνάδελφό του το 1917: «Η κατάσταση της υγείας του μικρού μου αγοριού μού προκαλεί κατάθλιψη. Είναι αδύνατο να γίνει ένας επαρκώς ανεπτυγμένος άνθρωπος».

Κάποιες φορές η απελπισία που ένιωθε έφτανε στο αποκορύφωμά της και τον έκανε να αναρωτιέται αν θα ήταν καλύτερο για τον Έντουαρντ να είχε πεθάνει. Στο τέλος όμως πάντα φαίνεται πως νικούσε η πατρική αγάπη, όσο η υγεία του παιδιού χειροτέρευε και έφτασε στη σχιζοφρένεια.

Ο Tete, όπως αποκαλούσε χαϊδευτικά τον Έντουαρντ ο πατέρας του, από τη γαλλική λέξη «petit», που σημαίνει μικρός, ανέπτυξε από πολύ μικρός ένα ενδιαφέρον για την ποίηση και το πιάνο. Ξεκίνησε να σπουδάζει Ιατρική με στόχο να ακολουθήσει την ψυχιατρική, λάτρευε τον Σίγκμουντ Φρόιντ και ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του ξεκινώντας τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Μέχρι τότε ο πατέρας του ήταν ήδη ένας θρύλος της επιστήμης. Μάλιστα κάποια στιγμή ο Έντουαρντ φέρεται να είχε πει: «Υπάρχουν στιγμές που είναι πολύ δύσκολο να έχει έναν τόσο σημαντικό πατέρα, γιατί αυτό σε κάνει να νιώθεις ασήμαντος».

Ο νεαρός Έντουαρντ, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων, ερωτεύτηκε μια γυναίκα μεγαλύτερή του, μια σχέση που αποδείχτηκε καταστροφική για την ψυχική του υγεία. Η καθοδική του πορεία ήταν διαρκής και κορυφώθηκε με μία απόπειρα αυτοκτονίας το 1930. Σύντομα διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και αυτή ήταν η αρχή του τέλους για μια ζωή εγκλεισμού στα ψυχιατρεία. Πολλοί ήταν αυτοί που υποστήριξαν ότι η κατάσταση του Έντουαρντ αντί να βελτιωθεί επιδεινώθηκε από τις θεραπείες που εφάρμοζαν πάνω του οι ψυχίατροι, όπως ήταν το ηλεκτροσόκ, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν η ομιλία του και οι γνωστικές του ικανότητες.

Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν υποστήριζε ότι η αρρώστια του γιου του ήταν κληρονομημένη από την πλευρά της μητέρας του. Αυτός ήταν ο τρόπος του να μετριάσει τη θλίψη του, μια στάση που όμως λίγα του προσέφερε στη διαχείριση της στενοχώριας και των τύψεων που ένιωθε, καθώς δεν υπήρχε τίποτα να κάνει για να βοηθήσει το γιο του.

Στις αρχές του 1930 το Ναζιστικό Κόμμα είχε ανθίσει στην Ευρώπη και όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία το 1933 ο Άλμπερτ Αϊνστάιν δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Πρωσική Ακαδημία Επιστημών στο Βερολίνο, όπου εργαζόταν από το 1914. Η εβραϊκή του καταγωγή τον έκανε να μεταναστεύσει στην Αμερική, με την ελπίδα ότι οι γιοι του θα τον ακολουθούσαν. Μάταια όμως καθώς η ψυχική υγεία του Έντουαρντ δεν του επέτρεπε μια τόσο ριζική αλλαγή στη ζωή του.

Πριν ξενιτευτεί ο Άλμπερτ επισκέφτηκε τον γιο του, για μία και τελευταία φορά, στο ψυχιατρικό ίδρυμα της Ζυρίχης όπου νοσηλευόταν. Αν και συνέχισε να στέλνει χρήματα για τα νοσήλειά του και γράμματα με τα νέα του οι δύο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.

Η σχέση των δύο ανδρών αποτυπώνεται και στο βιβλίο «Η περίπτωση Έντουαρντ Αϊνστάιν» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014), του Laurent Seskik, γιατρού και συγγραφέα, μεταξύ άλλων, τη βιογραφίας του Άλμπερτ Αϊνστάιν το 2008.

«Οι άνθρωποι που με γνωρίζουν θα σας πουν πως είμαι τρελός. Μην τους πιστεύετε. Αν κάτι χαρακτηρίζει τους τρελούς είναι πως δεν ξέρουν ποιοι είναι. Εγώ είμαι ο γιος του Αϊνστάιν. Σας φαντάζομαι να αμφιβάλλετε. Ο γιος του Αϊνστάιν!» αναφέρεται σε ένα απόσπασμα του βιβλίου. Ενώ σε άλλο σημείο διαβάζει κανείς: «Για τους κοινούς θνητούς το όνομα Αϊνστάιν είναι ένα δυσβάσταχτο φορτίο. Μόνο ένας άνθρωπος διαθέτει τόσο στιβαρούς ώμους ώστε να σηκώσει τέτοιο βάρος. Ο πατέρας μου. Ούτε ο αδερφός μου ούτε εγώ έχουμε το ανάστημά του. Αυτή είναι και η αιτία των μπελάδων μου, εάν αυτό είναι που ψάχνετε να μάθετε.

Ο Έντουαρντ Αϊνστάιν πέρασε 30 χρόνια στην ψυχιατρική κλινική Burgholzli του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Πέθανε από εγκεφαλικό στα 55 του.

 


Πηγή